Ο Κώστας. Σκουλαρίκι στον αφαλό. Ενδιαφέρουσα συνύπαρξη με τον σταυρό στον λαιμό. Ο σταυρός, συναισθηματικό κατάλοιπο, σουβενίρ του πατέρα, το σκουλαρίκι στάση. Η μάνα του σκάει μύτη μ’ έναν δίσκο για πρωινό. Δεν γουστάρει σπιτικό φαΐ. Φαγητό για τον Βασίλη είναι τα McDonald’s και η Pizza Fan. Συστημική τροφή, επί του πιεστηρίου. Ηταν δεκατέσσερα όταν ο πατέρας έφυγε από αυτοκινητικό. Κάποιος πέρασε με κόκκινο. Μείνανε οι δυο τους. Η μάνα, μια σύνταξη. Οικιακά. Εκείνος τέλειωσε με το ζόρι το λύκειο. Για παραπάνω σπουδές ούτε λόγος. Το σπίτι μονοκατοικία, κληρονομιά της μάνας. Στο Αιγάλεω. «Θα φύγεις και θα σε χάσω το καλοκαίρι» λέει η μάνα. «Μάνα, δε λες που μου κάνανε και πρόταση». Στο μεγάλο νησί, βοηθός στην κουζίνα. Του δίνουν καθαρό άσπρο πουκάμισο, μαύρο παντελόνι και γυαλιστερά παπούτσια.
Ο Βασίλης κοιτάζει λοξά τον ουρανό. Ανάβει τσιγάρο, πίνει το υπόλειμμα από τον χθεσινό καφέ. Νικοτίνη, καφεΐνη, καλημέρα. Βγαίνει απ’ το αυτοκίνητο – σαραβαλάκι πια – κληρονομιά από τον πατέρα του. Στην αρχή δεν έμπαινε, ταραζόταν. Σιγά-σιγά αναγκάστηκε. Τον σκέφτεται συχνά. Δεν τον χάρηκε. Ηταν ψηλός, όμορφος, όλη μέρα δούλευε. Ηταν οπαδός, Ολυμπιακός, φανατικός. Τον έπαιρνε στο γήπεδο. Του μάθαινε τους παίκτες, του πήρε στολή. Και ο Κώστας Ολυμπιακός είναι αλλά όχι φανατικός. Αδύνατον να συγκεντρωθεί στο οπαδιλίκι. Το μυαλό του είναι γεμάτο σκέψεις. Δεν μπορεί να τις εκφράσει όμως. Δεν φτάνουν στη γλώσσα.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος