Πρώτα χρόνια Μεταπολίτευσης. Οι πιο βαριές συμμορίες ήταν οι ποδοσφαιρικές ομάδες στις γειτονιές. Παίζαμε λίγη μπάλα και λίγο ξύλο. Οκτώ και δέκα ετών αμολημένοι στους δρόμους από το πρωί μέχρι το βράδυ – κυρίως τα καλοκαίρια. Εμείς στις γειτονιές γύρω από τον Αγιο Παντελεήμονα, στην Αχαρνών, και οι άλλοι στον Αγιο Παύλο. Κατεβαίναμε κάποιες φορές και κάτω από τις γραμμές του τρένου, προς τον Κολωνό, και παίζαμε αγώνες σε προαύλια εκκλησιών. Κάποτε νικητές, κάποτε χαμένοι, αλλά σχεδόν πάντα δαρμένοι.
Αυτό δεν είναι ένα νοσταλγικό κείμενο, ούτε αυτοαναφορικό, κάτι που δεν ενδιαφέρει κανέναν έτσι κι αλλιώς. Ούτε κείμενο για την ασφάλεια και για τις γειτονιές που εγκαταστάθηκαν μετανάστες και πρόσφυγες. Είναι για τη διαστρωμάτωση της ελληνικής κοινωνίας εκείνα τα χρόνια. Για την ώσμωση, την επαφή, την επικοινωνία ανάμεσα σε ανθρώπους που έμεναν μαζί αλλά τους χώριζε ακόμη και η κοινωνική τάξη. Εξαώροφες πολυκατοικίες με το ίδιο ακριβώς σχέδιο. Υπόγειο, ισόγειο, από τον πρώτο μέχρι τον τέταρτο μικρά μπαλκονάκια, ο πέμπτος λίγο μεγαλύτερο και ο έκτος τη μεγάλη βεράντα. Από το υπόγειο μέχρι τον δεύτερο άνθρωποι του μεροκάματου, τα έφερναν βόλτα με δυσκολία, όσο ανέβαινες ανέβαινε και το εισόδημα.
Θυμάμαι τη μητέρα μου – μέναμε στο υπόγειο – να μιλάει στον ενικό σε όσους έμεναν μέχρι τον δεύτερο και από εκεί και πάνω στον πληθυντικό. Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση, γιατί εγώ έπαιζα με τα παιδιά όλων των ορόφων και δεν αισθανόμασταν να μας χωρίζει κάτι.
Η εναλλαγή του ενικού σε πληθυντικό μέσα στην ίδια πολυκατοικία ήταν η πρώτη μου επαφή με τις συμπεριφορές που υποδείκνυε η κοινωνική διαστρωμάτωση. Ομως ζούσαμε όλοι μαζί, οι εύποροι δεν είχαν απομονωθεί σε γειτονιές εύπορων, οι χαμηλόμισθοι δεν αισθάνονταν κάποια γκετοποίηση, η περιοχή που έμενες δεν ήταν τρόπαιο ζωής και τεκμήριο επιτυχίας.
Δεν είμαι κοινωνιολόγος αλλά αυτός ίσως είναι ένας από τους λόγους που ήταν ισχυρότερη η κοινωνική συνοχή. Συνήθως η απόσταση είναι εκείνη που δαιμονοποιεί τον αντίπαλο, τον φαντάζεσαι με ουρές και κέρατα όπως φαντάζονται τα παιδιά τους δαίμονες.
Ας μην πάμε μακριά, τηρουμένων των αναλογιών, βλέπουμε μέσα από την «γκετοποίηση» του timeline μας στο Facebook πώς αναπτύσσονται φανατισμοί ανάμεσα σε ανθρώπους που αισθάνονται συγγενείς ιδεολογικά, που αλληλοθρέφονται από τα like και από τα «επιτέλους, πες τα ρε συ!» και με πόση ευκολία βαφτίζονται «ναζίδια» όσοι δεν συμφωνούν. Με βάση τις κατηγορίες που εκτοξεύονται είμαστε η χώρα με τους περισσότερους ναζί στον πλανήτη. Και κάπου ανάμεσα, ένας κοινός νους – με την έννοια της ψύχραιμης αποτίμησης, όχι ανίερων συμβιβασμών – να αισθάνεται πιο ορφανός και πιο σιωπηλός από ποτέ.
Αυτές οι συνοικίες μοιάζουν να είναι πια ο οριστικός διαχωρισμός μας. Σαν μια τελεσίδικη απόφαση για ζωές που δεν θα συναντηθούν πουθενά. Ο «ηττημένος» δεν είναι νομοτελειακό ότι θα εγκληματήσει αλλά είναι νομοτελειακό ότι θα κάνει τα πάντα για να ζήσει και να νιώσει κάπου «νικητής».