Η πρόσφατη δημόσια ρήξη ανάμεσα στον Στέφανο Τσιτσιπά και τον πατέρα του ήρθε να θυμίσει την ένταση που μπορεί να κρύβει μία από τις πιο καθοριστικές σχέσεις που αναπτύσσονται μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον.

Αλλωστε, ήταν ο Φραντς Κάφκα που στην περίφημη «Επιστολή προς τον πατέρα» έδειξε πόσο σύνθετη και συχνά τραυματική μπορεί να είναι αυτή η σχέση και κυρίως πόσο συγκρουσιακή.

Προκύπτει, όμως, το ερώτημα εάν η πορεία προς την ενηλικίωση αναπόφευκτα θα καταλήξει στη σύγκρουση και την εξέγερση ενάντια στην πατρική εξουσία ή εάν, αντίθετα, υπάρχουν και δρόμοι μεγαλύτερης κατανόησης και τελικά συμφιλίωσης.

Κριτική με αγάπη και κατανόηση

Του Νίκου Δαββέτα

Αν και μικρός ζήλευα τους φίλους μου που είχαν εν ζωή τους πατεράδες τους, ενώ ο δικός μου πατέρας είχε από καιρό πεθάνει, όταν παρατηρούσα από κοντά την καθημερινότητά τους η ζήλεια υποχωρούσε για να δώσει τη θέση της σε ένα αίσθημα πνιγηρής απογοήτευσης.

Θυμάμαι τα καλοκαίρια της δεκαετίας του 1960, όταν παραθερίζαμε σε θέρετρο της εποχής, οι πατεράδες των φίλων μου ήταν συνήθως απόντες ολόκληρη την εβδομάδα.

Εμφανίζονταν Σάββατο απόγευμα και Κυριακή απόγευμα εξαφανίζονταν σαν θεατρίνοι περιοδεύοντος θιάσου. Ερχόντουσαν με το ΚΤΕΛ, κάθιδροι, κουρασμένοι, εκνευρισμένοι, σέρνοντας κάτι παλιές φθαρμένες βαλίτσες πιασμένες με συρματόσκοινο και το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν να μπουν στη θάλασσα. Οχι για να κολυμπήσουν, αλλά να πέσουν στα ρηχά με έναν ήχο όπως όταν σβήνεις τσιγάρα στο νερό. Ηταν ολόλευκοι σαν παγωτό κρέμα και μόνο τα χέρια τους κάτω από τον αγκώνα ήταν κατάμαυρα. Το βράδυ μοίραζαν σφαλιάρες ως μέθοδο διαπαιδαγώγησης και τιμωρίας για όλα τα παιδικά αμαρτήματα του επταημέρου. Ετρωγαν βιαστικά, επαναλαμβάνοντας συχνά τις λέξεις: ωράριο, γραμμάτια, έξοδα, ΙΚΑ, ένσημα, τράπεζα, πελάτες, ακρίβεια. Υστερα αποσύρονταν στα ενδότερα των ενοικιαζόμενων δωματίων όπου ξαφνικά επικρατούσε απόλυτη σιωπή και το μόνο που ακουγόταν ήταν το ρυθμικό τρίξιμο των κρεβατιών. Την Κυριακή, μετά το μεσημεριανό φαγητό, αναχωρούσαν με το ίδιο λεωφορείο του ΚΤΕΛ που ήρθαν, το οποίο κόρναρε δαιμονισμένα για τους καθυστερημένους.

Οταν το λεωφορείο των πατεράδων έφευγε επιτέλους, οι οικογένειες ξαναγύριζαν στη γνώριμή τους ρουτίνα.

Με τον καιρό συνειδητοποίησα ότι δεν έχανα και πολλά πράγματα που δεν είχα πατέρα. Αντιθέτως γλίτωνα από σφαλιάρες, άχρηστες επιπλήξεις και νουθεσίες.

Μεγάλωνα χωρίς τον έλεγχο της εξουσίας, όπως έγραφε στο αυτοβιογραφικό του έργο «Οι Λέξεις» ο επίσης ορφανός πατρός Ζαν-Πολ Σαρτρ, σχεδόν πανηγυρίζοντας για την απώλεια του πατέρα-αφέντη.

Ομως κατά βάθος λυπούμουν τους πατεράδες των φίλων μου. Κανένας δεν έδινε την εικόνα του τρομερού αφέντη ή του εκπροσώπου της κραταιάς εξουσίας. Οι περισσότεροι ήταν ηττημένοι άνθρωποι, πνιγμένοι στα χρέη, στις υποχρεώσεις, στις ευθύνες, δούλευαν από παιδιά έξι ημέρες την εβδομάδα, είχαν περάσει όλοι από τις μυλόπετρες της Κατοχής και του Εμφυλίου – η δικτατορία τούς βρήκε στα καλύτερά τους χρόνια και τους αποτελείωσε. Δεν είχαν το βλέμμα του νικητή ακόμη και όταν έβγαλαν πολλά χρήματα.

Αργότερα θα δω την ίδια συμπεριφορά διαβάζοντας για τον πατέρα του Πολ Οστερ και του Φίλιπ Ροθ. Οι εβραίοι πατεράδες τους, ταλαιπωρημένοι μετανάστες πρώτης γενιάς που ρίζωσαν στις φτωχογειτονιές του Νιούαρκ και του Μπρούκλιν, είχαν πολλές ομοιότητες με τους δικούς μας μεταπολεμικούς γονείς και η κριτική που δέχτηκαν από τους διάσημους γιους τους έκρυβε ενσυναίσθηση, αγάπη και κατανόηση. Διαβάζοντας τα βιβλία τους «Η επινόηση της μοναξιάς» (Πολ Οστερ) και «Η πατρική κληρονομιά» (Φίλιπ Ροθ) αισθάνεσαι τον δεσμό αίματος και την αναγνωρισμένη οφειλή, έστω και αν τα σημαντικότερα πράγματα και ο Οστερ και ο Ροθ τα είπαν στους πατεράδες τους μετά θάνατον. Είναι και τα δύο αυτοβιογραφικά μυθιστορήματα στα οποία καταφεύγω όταν ο γιος μου κλείνει με πάταγο την πόρτα του δωματίου του και δυναμώνει τη μουσική!

Ο κ. Νίκος Δαββέτας είναι συγγραφέας. Το τελευταίο του μυθιστόρημα έχει τίτλο «Ανδρες χωρίς άνδρες» (εκδ. Πατάκη).

***

Οταν είσαι το παιδί του προπονητή σου

Της Ιλιας Ν. Θεοτοκά

Η σχέση πατέρα – γιου όπως και μητέρας-γιου αποτελούν τις πιο σημαντικές σχέσεις που καθορίζουν την προσωπικότητα και την ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού και του μελλοντικού ενηλίκου.

Ο πατέρας προσφέρει προστασία, εκπροσωπεί την πειθαρχία και τα όρια ανάμεσα στο «επιτρέπεται» και «απαγορεύεται», συστήνει στο παιδί τον εξωτερικό κόσμο (χωρίς να σημαίνει ότι αυτό το μοντέλο είναι απόλυτο).

Οταν στον ρόλο του πατέρα προστίθεται αυτός του προπονητή, τότε τα πράγματα γίνονται περισσότερο σύνθετα.

Τα συναισθήματά που εμπλέκονται είναι πολλά, έντονα και αντιφατικά: Εμπιστοσύνη. υποστήριξη, ενίσχυση, μείωση ή απώλεια του κινήτρου, σεβασμός, σταθερή επικοινωνία, συνεργασία, έντονη συναισθηματική φόρτιση, θετική ή αρνητική, θυμός, απογοήτευση, φόβοι και φοβίες, ανταγωνιστικότητα, ρύθμιση της αυτονομίας και της εμπλοκής (υπερεμπλοκή), ρεαλιστικές και μη ρεαλιστικές προσδοκίες είναι κάποια από τα συναισθήματα που καλούνται να χειριστούν και οι δύο και ασφαλώς τη μεγαλύτερη ευθύνη έχει ο πατέρας «προπονητής».

Αλλωστε, έχει ήδη συμβάλει στην ψυχολογική του ανάπτυξη. Η αναγνώριση των ιδιαιτεροτήτων της προσωπικότητας του αθλητή, ανεξάρτητα από την αθλητική του δραστηριότητα, πρέπει πάντα να είναι στο μυαλό του πατέρα «προπονητή».

Στην καθοριστική περίοδο της εφηβείας, το «δέσιμο» γονιού – παιδιού χαλαρώνει. Οι έφηβοι αντιμετωπίζουν νέες προκλήσεις, «αποδομούν» την οικογένεια και τα «πρέπει» των γονιών, αναζητούν ανεξαρτησία και αναπτύσσουν ατομική ταυτότητα. Οταν το αγόρι έχει πάρει συναισθηματική κάλυψη πριν από την εφηβεία, μπορεί να έχει ψυχολογική ασφάλεια και να «δένει» ακόμα περισσότερο η σχέση με τον γονιό.

Θα πρέπει ο πατέρας αλλά και η μητέρα να έχουν κάνει ψυχοθεραπεία, να διαχωρίζουν τα δικά τους χαρακτηριστικά που επηρεάζουν τους ίδιους αλλά και το παιδί τους, τις προσδοκίες του, την επένδυση στο μέλλον, την ψυχική του υγεία, γιατί χωρίς αυτήν τίποτα δεν επιτυγχάνεται.

Στη σχέση αυτή δεν υπάρχει το «τι θα έκανα εγώ στη θέση σου», θα πρέπει να κατανοήσει τι μπορεί να κάνει το ίδιο του το παιδί που έχει τη δική του στάση.

Συχνά ο γιος δεν μπορεί να καταλάβει γιατί ο πατέρας «προπονητής» είναι εκνευρισμένος μαζί του κατά τη διάρκεια ενός αγώνα, αλλά και ο πατέρας δυσκολεύεται κάποιες φορές να διαχωρίσει τον ρόλο γονιού-προπονητή.

Κάποιες φορές, οι συζητήσεις στο σπίτι για θέματα προπόνησης δεν οδηγούν σε καλή επικοινωνία. Θα ήταν καλύτερα ο πατέρας να έχει τον ρόλο του προπονητή στο γήπεδο και τον ρόλο του πατέρα στο σπίτι.

Θα πρέπει επίσης να εστιάζουν στη διαδικασία και όχι στο αποτέλεσμα.

Ο πατέρας χρειάζεται να κατανοήσει τη διαφορά μεταξύ προσδοκιών (που κάποιες φορές αποτελούν πίεση για τον αθλητή) και στοχοθεσίας.

Η ατομική ψυχοθεραπεία του αθλητή αλλά και του πατέρα-«προπονητή» όπως και περιστασιακά συνεδρίες οικογενειακής θεραπείας επιβάλλονται στις περισσότερες φάσεις, αν όχι σε όλες, στην ιδιαίτερη αυτή σχέση.

Η σχέση αυτή οφείλει και πρέπει να είναι συνεκτική, υποστηρικτική, κινητοποιητική, μια σχέση αγάπης, φροντίδας, υπομονής και κατανόησης, εφόσον και οι δύο επιτελούν ένα δύσκολο και απαιτητικό έργο.

Η δρ Ιλια Ν. Θεοτοκά είναι κλινική ψυχολόγος – ψυχοθεραπεύτρια στην Ψυχιατρική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών, Αιγινήτειο Νοσοκομείo.

Συντονισμός: Αγγελος Σκορδάς

Επιμέλεια: Παναγιώτης Σωτήρης