«Πρότεινα στους φοιτητές μου να διαβάσουν ένα βιβλίο λογοτεχνίας που εξηγούσε μέσα από την ιστορία του πώς λειτουργεί η οικονομία. Το πρώτο πράγμα που με ρώτησαν ήταν πόσες σελίδες έχει. Οταν τους απάντησα 650, άκουσα μία μόνο λέξη: αποκλείεται…». Αυτή την απάντηση δίνει ακαριαία καθηγήτρια Οικονομικών στην ερώτηση «διαβάζουν σήμερα οι φοιτητές σας «εξωσχολικά» βιβλία;». Βέβαια, όταν μιλάμε για φοιτητές ή φοιτήτριες των Θετικών Επιστημών, των Μαθηματικών ή της Οικονομίας, ίσως μοιάζει λογικό το να μην περιμένεις να τους δεις με ένα λογοτεχνικό βιβλίο στο χέρι. Οταν όμως σπουδάζουν Γλώσσα, Φιλοσοφία, Ιστορία, ή Λογοτεχνία;
«Μπήκα στην τάξη με τους πρωτοετείς και διαπίστωσα ότι δεν είχε διαβάσει κανείς ποτέ μια αρχαία τραγωδία. Δεν ήξεραν ούτε μια αρχαία τραγωδία να μου πουν» αφηγείται ο Παύλος Κόντος, καθηγητής στο Τµήµα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Πατρών. «Για τους τωρινούς φοιτητές το βιβλίο είναι κάτι ξένο, έχουν συνηθίσει να διαβάζουν στον υπολογιστή, ή στο κινητό ή στο τάμπλετ. Το βιβλίο δεν είναι κομμάτι της ζωής τους, δεν είναι κάτι που το γνωρίζουν, που το επιθυμούν, κάτι που τους λείπει» λέει χαρακτηριστικά.
Το ότι οι φοιτητές δεν αγοράζουν βιβλία επιβεβαιώνεται και από την έρευνα του Οργανισμού Συλλογικής Διαχείρισης Εργων Λόγου (ΟΣΔΕΛ) σχετικά με την αναγνωστική συμπεριφορά, η οποία πραγματοποιήθηκε υπό την επιστημονική διεύθυνση του καθηγητή Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Νίκου Παναγιωτόπουλου και δημοσιοποιήθηκε το 2024. «Οι φοιτητές είναι οι λιγότερο εντατικοί αγοραστές βιβλίων από κάθε άλλη ομάδα» διαπιστώνεται από τον ίδιο. Στην έρευνα καταγράφεται μεν μια αύξηση των αναγνωστών στις νεανικές γενιές, αλλά παράλληλα και μια στροφή προς τα ολιγοσέλιδα βιβλία.
Ολα συνδέονται με τις οθόνες
«Εχουμε μετρήσει ότι οι φοιτητές αντιδρούν καλά σε μικρά διηγήματα» προσθέτει ο Φίλιππος Παππάς, που διδάσκει Νεοελληνική Λογοτεχνία – έχει διδάξει στα Γιάννενα, στη Θεσσαλονίκη, στη γαλλική και ελληνική Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας και στην Πάτρα. «Διαβάζουν εύκολα διηγήματα. Οταν «ανεβαίνουμε» σε περισσότερες λέξεις, αρχίζουν να έχουν πρόβλημα. Βαριούνται πάρα πολύ εύκολα. Επίσης, δεν μπορούν να διαχειριστούν και την πιο ήπια ακόμα καθαρεύουσα – για παράδειγμα, δυσκολεύονται να διαβάσουν Βιζυηνό».
Θυμάται ότι όπως συζητούν συχνά με συναδέλφους του, «στα δικά μας φοιτητικά χρόνια η ανάγνωση ήταν και διαχείριση της πλήξης. Δανειζόσουν ή έπαιρνες ένα βιβλίο για να διαβάσεις γιατί δεν είχες κάτι άλλο να κάνεις. Τώρα μέσα στην πολυδιάσπαση της οθόνης, η συνθήκη της απορρόφησης από την ανάγνωση γίνεται σχεδόν ανέφικτη. Αυτό είναι ιστορία 6-7 ετών, από τότε που ξεκίνησε το φτηνό Ιντερνετ στα smartphones. Εχουμε περάσει στην εποχή που όλα πια έχουν συνδεθεί με την οθόνη».
Η απόσταση των σημερινών φοιτητών από τα βιβλία και η αδυναμία να συγκεντρωθούν σε αυτά δεν δημιουργεί άραγε πρόβλημα και στις σπουδές τους; «Το πρόβλημα είναι τεράστιο, ειδικά σε απαιτητικές Σχολές» λέει ο κ. Κόντος. «Αν δεν μπορείς να διαβάσεις ένα κείμενο λογοτεχνίας, πώς θα διαβάσεις την «Kριτική του καθαρού λόγου» του Καντ, που είναι 400 σελίδες και κάθε πρότασή του πρέπει να τη διαβάσεις 6 φορές για να καταλάβεις. Είναι πάρα πολύ δύσκολο».
Και μεταφέρει την εμπειρία του: «Εχω ένα μάθημα για τη φιλοσοφική έννοια του κακού. Μια χρονιά κατάφερα τους πρωτοετείς να διαβάσουν τη «Μήδεια» του Ευριπίδη. Οταν όμως τους έδωσα την «Αγαπημένη» της Τόνι Μόρισον δεν μπόρεσαν να το διαβάσουν. Το κατάφεραν με βιβλία λιγότερων σελίδων. Η εμπειρία μου λέει πως δεν αρκεί να τους πεις να διαβάσουν ένα βιβλίο, αλλά να τους βοηθήσεις να το διαβάσουν, να το συζητήσεις μαζί τους, να φτιάξετε μια ομάδα. Εκτός από την επιλογή ενός κατάλληλου βιβλίου, χρειάζεται ένα πλαίσιο μέχρι να ανακαλύψουν την ομορφιά της ανάγνωσης». Προς αυτή την κατεύθυνση λειτουργούν και οι φοιτητικές ομάδες ανάγνωσης που υπάρχουν σε αρκετά ΑΕΙ (όπως είναι η Φιλοσοφική του Πανεπιστημίου Αθηνών). «Υπάρχει ένα κρίσιμο ποσοστό 5%-10% των φοιτητών που οργανώνεται» τονίζει ο κ. Παππάς.
Παγκόσμιο φαινόμενο
Πρόκειται βέβαια για ένα φαινόμενο που δεν είναι μόνο ελληνικό, είναι παγκόσμιο. Καταγράφεται συνεχώς στον διεθνή Τύπο με αντίστοιχες έρευνες από ΗΠΑ και Ευρώπη. Μας το περιέγραψε και ο κ. Κόντος: «Το ίδιο παράπονο είχαν και καθηγητές στο Χάρβαρντ, όπου ήμουν πέρυσι με ακαδημαϊκή άδεια. Το ίδιο και καθηγητές του Στάνφορντ. Μου έλεγαν ότι δεν τολμούν πια να παραπέμψουν τους φοιτητές τους στη βιβλιοθήκη. Αναρτούν ένα pdf με ένα άρθρο αντί να τους στείλουν στη βιβλιοθήκη να αναζητήσουν ένα βιβλίο. Σε μια βιβλιοθήκη που είναι μαγική». Το ίδιο διηγείται και καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών, με τη διαπίστωση ότι οι φοιτητές της δεν είναι καθόλου εξοικειωμένοι με την απόλαυση της ανάγνωσης και πως για να παρακολουθήσουν κάτι πρέπει να έχει εικόνες και να είναι με τη μορφή μπούλετς!
Γιατί τους είναι αδύνατον να συγκεντρωθούν. «Το να συγκεντρωθεί κάποιος πάνω από ένα βιβλίο για πάρα πολλή ώρα δεν είναι απλό» λέει ο κ. Κόντος. «Δεν υπάρχει απλοϊκή απάντηση στο πώς θα το νικήσει κανείς αυτό. Ισως ξεκινώντας από κάποιο μικρό κείμενο, κάποιο διήγημα, ίσως και με κάποια συζήτηση».
Στο σχολείο οι ρίζες του προβλήματος
Είναι κοινή διαπίστωση ότι οι ρίζες του προβλήματος βρίσκονται κυρίως στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (ίσως δευτερευόντως και στην οικογένεια – πόσες οικογένειες συζητούν πια ένα βιβλίο που έχουν διαβάσει;). Με την παντοδυναμία του ηλεκτρονικού υπολογιστή που βάζει το βιβλίο σε δεύτερη μοίρα αλλάζει μοιραία και η σχέση με την ανάγνωση. Οπως συνεχίζει ο κ. Κόντος: «Αντί να βοηθάμε τα παιδιά να επιστρέψουν στο βιβλίο, υπογείως τα παροτρύνουμε να διαβάσουν στο λάπτοπ. Κι ο Αριστοτέλης, ο Πλάτωνας δεν είναι δυνατόν να διαβαστούν στο λάπτοπ».
Στις ΗΠΑ σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του EdWeek Research Center σε 300 εκπαιδευτικούς της δευτεροβάθμιας, μόνο το 17% δήλωσε ότι διδάσκει κυρίως ολόκληρα κείμενα. Σχεδόν οι μισοί είπαν ότι συνδυάζουν ολόκληρα κείμενα με ανθολογίες και μικρότερα αποσπάσματα.
Οσον αφορά την Ελλάδα, η απόφαση του υπουργείου Παιδείας να εισαγάγει από την εφετινή διδακτική χρονιά την ανάγνωση ολόκληρων λογοτεχνικών έργων κορυφαίων ελλήνων και ξένων συγγραφέων, αντί αποσπασματικών κειμένων (όπως συνέβαινε έως σήμερα), είναι ίσως μια καλή αρχή για να ανακαλύψουν ξανά τα παιδιά την ανάγνωση.