Ενα «νέο ΕΣΥ» οραματίζονται η μία μετά την άλλη οι ηγεσίες του υπουργείου Υγείας, ενώ στο μεταξύ μεταρρυθμίσεις βρίσκονται έως και σήμερα στα αζήτητα.
«Το Βήμα» ανασύρει ενδεικτικά έκθεση εμπειρογνωμόνων του 1994, την οποία είχαν καταθέσει την ίδια χρονιά στην τότε ηγεσία του υπουργείου Υγείας και η οποία αποτυπώνει τα ίδια προβλήματα που ταλανίζουν το ΕΣΥ και τους πολίτες έως και σήμερα.
«Η δυσφορία του κοινού με το σύστημα Υγείας στην Ελλάδα είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από ό,τι σε οποιοδήποτε άλλο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Παρότι το ένα σχέδιο μεταρρύθμισης διαδέχεται το άλλο, κανένα δεν έχει βρει συνεχή ή αποφασιστική υποστήριξη από τις κατά καιρούς κυβερνήσεις» σημειώνουν στο εισαγωγικό τους σημείωμα οκτώ καθηγητές από έγκριτα πανεπιστήμια της Σουηδίας, του Καναδά και της Αγγλίας (μεταξύ των οποίων και ο έλληνας καθηγητής του LSE, Ηλίας Μόσιαλος).
Στην ίδια πολυσέλιδη έκθεση εστιάζουν σε ζητήματα όπως είναι η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ), η οργάνωση και η διοίκηση των νοσοκομείων, η υπερπροσφορά γιατρών και η έλλειψη νοσηλευτών, το πρόβλημα των πελατειακών σχέσεων εντός του ΕΣΥ… αποδεικνύοντας πως το σύστημα πάσχει διαχρονικά.
Η απούσα πρωτοβάθμια
«Η Ελλάδα εφηύρε την έννοια του οικογενειακού γιατρού – τώρα είναι καιρός να την επαναεφεύρει» αναφέρεται εμφατικά σε εκείνη την έκθεση. Εκτοτε έχουν περάσει τρεις δεκαετίες, με την επανίδρυση της ΠΦΥ να παραπέμπει σε… γιοφύρι της Αρτας.
Ενδεικτικά αναφέρεται σχετικός νόμος που ψηφίστηκε το 2018 και ευαγγελιζόταν, χωρίς αντίκρυσμα, πως το νέο αυτό μοντέλο πρωτοβάθμιας περίθαλψης θα ήταν καθολικό και υποχρεωτικό.
Φτάνοντας στο σήμερα, η νυν ηγεσία στην οδό Αριστοτέλους φέρνει ακόμα ένα νομοσχέδιο για την ενίσχυση του θεσμού του προσωπικού γιατρού, σε μια προσπάθεια να ενισχύσει τη «δεξαμενή» τους καθώς προς το παρόν δεν επαρκεί για την κάλυψη του συνόλου του πληθυσμού.
Είναι όμως αξιοσημείωτο πως οι μεταρρυθμίσεις συνεχίζονται με βασανιστικά αργό ρυθμό, δεδομένου πως αυτά που σήμερα προβλέπει ο νομοθέτης και τίθενται σε δημόσια διαβούλευση είχαν ήδη εξαγγελθεί ως άμεσα δρομολογούμενα έξι μήνες νωρίτερα. Ετσι προς το παρόν η ΠΦΥ είναι εν πολλοίς… απούσα από την Ελλάδα.
Χρόνια πληγή αποτελούν και τα αποδυναμωμένα Κέντρα Υγείας. Οι εκπρόσωποι της ΠΦΥ υπολογίζουν πως τουλάχιστον το 60% των θέσεων ιατρικού προσωπικού στα Κέντρα Υγείας «πρώτης γραμμής» της Περιφέρειας (εκείνα δηλαδή που λειτουργούν επί 24 ώρες) είναι κενές. Το αντίστοιχο ποσοστό για το λοιπό προσωπικό αγγίζει το 70%, ενώ οι διορισμοί έχουν παγώσει από το 2010.
Το «restart» στo ΕΣΥ
Η παραμελημένη στην Ελλάδα ΠΦΥ αποτελεί επί δεκαετίες δοκιμασμένη μεταρρύθμιση στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας και τη μεγιστοποίησης της αποδοτικότητας των δημόσιων νοσοκομείων.
Οροι όπως το «gatekeeping» (όπου ο προσωπικός γιατρός λειτουργεί ως «φύλακας», αποφασίζοντας κατά πόσον ο ασθενής χρειάζεται εξιδεικευμένη, νοσοκομειακή φροντίδα) έχουν ακουστεί από τα στόματα πολλών ελλήνων υπουργών. Ανατρέχοντας κανείς στο 2000, επί υπουργίας Αλέκου Παπαδόπουλου, διαπιστώνει πως και τότε γινόταν λόγος για ένα… restart στο ΕΣΥ, με τον «προσωπικό γιατρό» να λειτουργεί ως… ανάχωμα για τα δημόσια νοσοκομεία.
Ωστόσο, 24 χρόνια μετά η κατάσταση παραμένει ίδια: σύμφωνα με την Ελληνική Εταιρεία Επείγουσας Ιατρικής, ένα «μεγάλο μέρος των περιστατικών που προσέρχονται στα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών (ΤΕΠ) του ΕΣΥ (εκτιμάται μεταξύ 25% και 45% ανά περίπτωση) είναι περιστατικά ήπιας βαρύτητας».
Μοιραία, τον ημερήσιο δημόσιο διάλογο επί δεκαετίες μονοπωλούν προβλήματα που χρονίζουν, όπως είναι για παράδειγμα τα… ράντζα. Το τελευταίο επεισόδιο του ίδιου χιλιοπαιγμένου έργου έλαβε χώρα στα τέλη Αυγούστου, όταν το νοσοκομείο «Αττικόν» ξεκίνησε εφημερία με ράντζα, σύμφωνα με καταγγελία των εκπροσώπων των εργαζομένων στα νοσοκομεία (ΠΟΕΔΗΝ). Στο ίδιο ακριβώς πρόβλημα είχε εστιάσει και το 2004 ο τότε υπουργός Υγείας, Νικήτας Κακλαμάνης, εκφράζοντας την ελπίδα πως την άνοιξη του επόμενου έτους «τα ράντζα θα είναι παρελθόν».
Στην αναμονή
«Γόρδιος δεσμός» παραμένει το θέμα των εφημεριών και των αναμονών στα ΤΕΠ, με έμφαση στα νοσοκομεία της Αττικής. Σχέδια και αλλαγές έχουν εφαρμοστεί ή/και εγκαταλειφθεί από πολλούς υπουργούς: στα τέλη του 2002 αναμενόταν να ξεκινήσει η 24ωρη λειτουργία των αυτόνομων ΤΕΠ σε 14 νοσοκομεία της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης.
Σήμερα, τα ΤΕΠ είναι ακόμη σε διαδικασία αναβάθμισης (κτιριακής και λειτουργικής), ενώ αναζητείται ένα σύγχρονο εφημεριακό μοντέλο. Οι σχετικές ανακοινώσεις αναμένονται τον Οκτώβριο, με τον υπουργό Υγείας Άδωνι Γεωργιάδη να διευκρινίζει πως ο εφικτός στόχος είναι η μείωση του μέσου χρόνου αναμονής κατά μία με μιάμιση ώρα το 2025.
Σε… αναμονή όμως βρίσκονται και οι ίδιες οι μεταρρυθμίσεις, όπως αυτές που θα διασφάλιζαν την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών. Μόλις την περασμένη Τετάρτη ο υπουργός Υγείας αναφέρθηκε στο σύστημα DRGs, που θα εφαρμοστεί το 2025 στο σύνολο του ΕΣΥ εισάγοντας ένα διαφορετικό μοντέλο αξιολόγησης και συνεπακόλουθα αποζημίωσης των νοσηλευτικών μονάδων. Οπως ο ίδιος εντούτοις παραδέχθηκε, τα DRGs είχαν θεσμοθετηθεί από τον ίδιο το 2014. «Εχει μεσολαβήσει μία δεκαετία ώστε το ελληνικό κράτος να εφαρμόσει ένα έργο που είναι κολοσσιαίο» επισήμανε, αποτυπώνοντας τις συνεχείς και μακροπρόθεσμες «άνω τελείες» που μπαίνουν σε κάθε προσπάθεια για αλλαγή.
Ο μεγαλύτερος επιχειρησιακός κλάδος του ΕΣΥ, το ΕΚΑΒ, φαίνεται εδώ και πολλά χρόνια να λειτουργεί στον… αυτόματο, αφού για τον φορέα αυτόν διαχρονικά δεν έχουμε ακούσει σημαντικές παρεμβάσεις-μεταρρυθμίσεις από τις προηγούμενες κυβερνήσεις. Και πρόκειται για έναν φορέα που διαχειρίζεται το επείγον, έχει την αρμοδιότητα για τη διαχείριση κάθε είδους φυσικής και άλλης καταστροφής, όπως και της διαχείρισης των περιστατικών που χρήζουν εντατικής θεραπείας.
Κι όμως, εάν δεν μεσολαβούσε η πρόσφατη υγειονομική κρίση, το ΕΚΑΒ θα βρισκόταν ακόμη με παρωχημένα εργαλεία. Ευτυχώς, για τις ανάγκες της πανδημίας κατάφερε εν τέλει να ανανεώσει το σύστημα για την παρακολούθηση των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ).
Οπως σημειώνουν άνθρωποι του χώρου, στην πραγματικότητα το ΕΚΑΒ εν πολλοίς όπως είναι σήμερα το «χρωστάμε» στον Δημήτρη Κρεμαστινό. Επί υπουργίας του επεξέτεινε το Κέντρο Αμεσης Βοήθειας σε όλη τη χώρα με γιατρούς και καθιέρωσε τις αεροδιακομιδές.
Συνολικά πάντως δεν έχει υπάρξει από το 1986 ολιστική μεταρρύθμιση παρά τις προτάσεις που έχουν κατατεθεί. Οι μόνες παρεμβάσεις αφορούν κυρίως την ενίσχυση του στόλου των οχημάτων. Επιστρέφοντας στο σήμερα, οι 781 συνολικά δρομολογούμενες προσλήψεις μόνιμων διασωστών δεν αναμένεται να ανακουφίσουν τον κλάδο, δεδομένου πως είναι σχεδόν ισάριθμες με το επικουρικό προσωπικό που ήδη απασχολείται και αναμένεται να μονιμοποιηθεί.