Το τελευταίο διάστημα παραείδαμε άσπρη μέρα στη χώρα μας. Η χιονοκάλυψη μέσα στην εβδομάδα που μας πέρασε έφθασε ως και στο 63% της ελληνικής επικράτειας. Κατάλευκες εικόνες από τα βουνά ως τα κέντρα των πόλεων και τα νησιά, θερμοκρασίες «πολικές» πολλών βαθμών κάτω από το 0 (είναι χαρακτηριστικό ότι την περασμένη Τρίτη στη Φλώρινα κατεγράφη θερμοκρασία -23 βαθμών Κελσίου, η οποία είναι από τις χαμηλότερες που έχουν καταγραφεί από το 1955, οπότε και τηρούνται σχετικά αρχεία), σχολεία κλειστά, περιοχές αποκλεισμένες, σημαντικές δυσκολίες στις μετακινήσεις, ακόμη και ανθρώπινες απώλειες ήταν ο απολογισμός των έντονων καιρικών φαινομένων που ζήσαμε και κυρίως του παγωμένου «Τηλέμαχου» (τον οποίο ακολούθησε η… υγρή «Υπατία»). Ζήσαμε (και πιθανώς θα συνεχίσουμε να ζούμε τις επόμενες ημέρες, όπως θα διαβάσετε) φαινόμενα σπάνια, ή όχι; «Το Βήμα» μίλησε με επιστήμονες σχετικά με τα γιατί και τα πώς του «κακού μας του καιρού» και έλαβε άκρως διαφωτιστικές απαντήσεις στα… ολόλευκα ερωτήματα.
Φαινόμενα στα άκρα!
Για να καταλήξουμε σχετικά με το αν έχουμε ζήσει ένα ακραίο καιρικό φαινόμενο πρέπει να δούμε πώς ορίζεται ένα τέτοιο. Οπως εξηγεί στο «Βήμα» ο καθηγητής Μετεωρολογίας στο Τμήμα Γεωλογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) κ. Χαράλαμπος Φείδας «πρέπει να αναφέρουμε αρχικώς ότι κανένα φαινόμενο δεν είναι αφύσικο, όλα έχουν φυσικά αίτια. Οταν μιλούμε για ακραίο φαινόμενο κάνουμε λόγο για ένα φαινόμενο πάρα πολύ σπάνιο σε ό,τι αφορά την ένταση ή τη διάρκειά του. Αυτές τις ημέρες ζήσαμε και ζούμε ένα σχετικώς σπάνιο φαινόμενο ως προς τη διάρκειά του – φαινόμενα με τέτοια διάρκεια εμφανίζονται στη χώρα μας πιθανώς κάθε 15 χρόνια και άνω».
Τι έχει οδηγήσει σε αυτή τη βαρυχειμωνιά διαρκείας; Ο κ. Φείδας περιγράφει ότι «υπάρχει ένα φαινόμενο εμποδισμού στην ατμόσφαιρα, το οποίο συνεχίζεται. Αυτό σημαίνει ότι η διάταξη των συστημάτων μεγάλης κλίμακας εμποδίζει την κανονική ροή από τα δυτικά των καιρικών συστημάτων και τη φυσιολογική εναλλαγή του καιρού. Ετσι έχουμε το ίδιο είδος καιρού σε μια περιοχή για μεγάλη περίοδο, η οποία μπορεί να διαρκέσει από μερικές ημέρες ως μερικές εβδομάδες». Αυτή τη στιγμή, λέει ο καθηγητής, «στη Δυτική Ευρώπη υπάρχει ένας μεγάλος αντικυκλώνας ο οποίος λειτουργεί ως τείχος στη ροή των συστημάτων. Ετσι προκαλούνται κύματα ψυχρών εισβολών από τον Βορρά από όπου υπάρχει η δίοδος για τη μεταφορά των ψυχρών αέριων μαζών – εμείς βρισκόμαστε πίσω από αυτό το τείχος και δεχόμαστε συνεχώς τις ψυχρές αέριες μάζες. Μάλιστα, τα στοιχεία δείχνουν ότι το σύστημα αυτό θα μας επηρεάσει ως τα μέσα της επόμενης εβδομάδας και, αν και είναι ακόμη νωρίς, είναι πιθανό την ερχόμενη Τρίτη να έχουμε επανάληψη των χιονοπτώσεων, κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα».
Ασπρες μέρες και νύχτες
Και από άποψη χιονοκάλυψης της χώρας, βιώσαμε τις τελευταίες ημέρες μια σχετικώς σπάνια «λευκή εμπειρία». Οπως μας εξηγεί ο φυσικός-μετεωρολόγος στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών κ. Σταύρος Ντάφης «τόσο υψηλά ποσοστά χιονοκάλυψης έχουμε δει μόλις τρεις φορές τα τελευταία 15 χρόνια, συγκεκριμένα στις 31 Δεκεμβρίου του 2014 όταν η χιονοκάλυψη στη χώρα έφθασε το 70%, στις 11 Ιανουαρίου του 2017 όταν η «Αριάδνη» οδήγησε σε ποσοστά χιονοκάλυψης της τάξεως του 79% και τώρα που τα ποσοστά χιονοκάλυψης έφθασαν το 63%».
Να σημειώσουμε μάλιστα ότι τα ποσοστά χιονοκάλυψης που κατεγράφησαν την περασμένη εβδομάδα αποτελούν μόνο μια εκτίμηση. Και αυτό διότι βασίζονται σε δορυφορικά δεδομένα, με αποτέλεσμα να «κουβαλούν» τα… εγγενή μειονεκτήματα των δορυφορικών δεδομένων. Τα δύο κυριότερα εξ αυτών είναι, σύμφωνα με τον κ. Ντάφη, «το ότι οι δορυφόροι δεν μπορούν να παράσχουν πληροφορίες σχετικά με το τι συμβαίνει κάτω από τα σύννεφα, με αποτέλεσμα στις περιοχές όπου επικρατούν νεφώσεις να μη γνωρίζουμε αν υπάρχει χιόνι, καθώς και το ότι δεν μπορούν να μας δώσουν πληροφορίες για το ύψος του χιονιού. Το δεύτερο αυτό θέμα λύνεται μόνο με επίγειους σταθμούς μέτρησης – δύο τέτοιους έχει το Εθνικό Αστεροσκοπείο στην Κρήτη -, ωστόσο δεν μπορούμε να έχουμε τόσους σταθμούς ώστε να υπάρχει εικόνα για το ύψος του χιονιού σε ολόκληρη την επικράτεια». Ετσι, είναι πιθανό τα ποσοστά χιονοκάλυψης της εβδομάδας που μας πέρασε να ήταν υψηλότερα από τα καταγεγραμμένα.
Παγωμένη βροχή
Μετά τον χιονισμένο «Τηλέμαχο», από την περασμένη Τετάρτη η χώρα μας είχε έναν νέο καιρικό «μουσαφίρη» (για την ακρίβεια «μουσαφίρισσα»), την «Υπατία», η οποία «χάρισε» σε κάποιες περιοχές ένα άλλο, όχι και τόσο σύνηθες φαινόμενο, την παγωμένη βροχή. Ποιος ήταν ο υπαίτιος για την Υπατία; Ο κ. Κώστας Λαγουβάρδος, διευθυντής ερευνών του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών και υπεύθυνος της ιστοσελίδας meteo.gr διευκρινίζει ότι στο… εδώλιο του κατηγορουμένου πρέπει να τεθεί «ένα θερμό μέτωπο που ήλθε από τα δυτικά και αρχικώς οδήγησε στην Ηπειρο και στη Μακεδονία σε πυκνές χιονοπτώσεις. Και αυτό διότι προϋπήρχε ψύχος, με αποτέλεσμα ο θερμός αέρας να περάσει επάνω από τις ψυχρές μάζες οι οποίες λόγω της αδράνειάς τους επέτρεψαν τη χιονόπτωση. Σε δεύτερη φάση στη Μακεδονία έκανε την εμφάνισή της η σχετικώς σπάνια παγωμένη βροχή. Τέτοια φαινόμενα έχουμε όταν η θερμοκρασία στο έδαφος είναι κάτω από το 0, με αποτέλεσμα η βροχή που πέφτει στο έδαφος να παγώνει. Το φαινόμενο αυτό είναι πιο συχνό στον Εβρο και η τελευταία φορά που είχε καταγραφεί πριν από τώρα ήταν το 2017 στη Θεσσαλία με την «Αριάδνη». Πρόκειται μάλιστα για ένα φαινόμενο άκρως επικίνδυνο: το δίκτυο ηλεκτροδότησης επιβαρύνεται σημαντικά, καθώς παγώνουν τα καλώδια αλλά και τα δέντρα γίνονται πολύ βαριά λόγω της βροχής που παγώνει. Ετσι τελικώς κινδυνεύει ο πληθυσμός και απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή».
Απλώς, ήρθε ο χειμώνας!
Και μπορεί να είδαμε τους «ενόχους» για την κακοκαιρία των προηγούμενων ημερών, ωστόσο το ερώτημα, το «καυτό» (μέσα στον χειμώνα), το συνολικότερο παραμένει: Τι (ή τις) πταίει μακροπρόθεσμα για τον… κακό μας τον καιρό; Μήπως πίσω του κρύβεται και η κλιματική αλλαγή; Οι ειδήμονες με τους οποίους ήλθαμε σε επαφή τονίζουν ότι κανένας δεν μπορεί να αρνηθεί την ύπαρξη της κλιματικής αλλαγής η οποία ήδη αποτυπώνεται με τον πιο ηχηρό τρόπο στην παγκόσμια αύξηση της θερμοκρασίας. Ωστόσο, όπως προσθέτουν, δεν μπορούμε να αποδίδουμε κάθε κακοκαιρία στην κλιματική αλλαγή. «Ψυχρές εισβολές έχουν καταγραφεί πολλές στη χώρα μας ήδη από τον 19ο αιώνα. Για παράδειγμα, το 1880 στην Αθήνα είχε καταγραφεί θερμοκρασία -7 βαθμών Κελσίου ενώ παγωμένους χειμώνες έζησε η Ελλάδα και το 1898, το 1905, το 1911, το 1924, το 1963» σημειώνει στο «Βήμα» ο διευθυντής του Εθνικού Μετεωρολογικού Κέντρου κ. Θεόδωρος Κολυδάς και προσθέτει ότι «δεν πρέπει να αποδίδουμε κάθε χιονιά στην κλιματική αλλαγή». Και ο κ. Λαγουβάρδος υπογραμμίζει ότι «η κλιματική αλλαγή είναι υπαρκτή και αποτυπώνεται ήδη στις συνεχώς αυξανόμενες θερμοκρασίες που καταγράφονται στον πλανήτη. Δεν μπορούμε όμως να αποδίδουμε μεμονωμένα καιρικά φαινόμενα σε αυτήν». Τα ακραία καιρικά φαινόμενα πάντα υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν, επισημαίνει και ο κ. Φείδας. «Εκείνο που πρέπει να δούμε είναι αν υπάρχει μεταβολή στη συχνότητα και στην έντασή τους η οποία μπορεί να σχετίζεται με την κλιματική αλλαγή. Σε ό,τι αφορά τις ψυχρές εισβολές στη χώρα μας, αυτές είναι σχετικώς σπάνιες – τέτοια φαινόμενα καταγράφονται κάθε πέντε, δέκα ή δεκαπέντε χρόνια – με αποτέλεσμα ο αριθμός τους να είναι συνολικά μικρός για να έχουμε μια ξεκάθαρη εικόνα. Εκείνο που είναι πιο ξεκάθαρο αφορά τις θερμές εισβολές και τους καύσωνες όπου τα στοιχεία δίνουν σαφή ένδειξη για επίδραση της κλιματικής αλλαγής. Οπως όλα δείχνουν, το μελλοντικό κλίμα της Ελλάδας μεταβάλλεται σε σχέση με το καλοκαίρι και όχι με τον χειμώνα. Εκείνο που θα βιώσουμε στο μέλλον θα είναι κυρίως τα πιο θερμά καλοκαίρια και όχι τόσο οι πιο ψυχροί χειμώνες. Η χώρα μας βρίσκεται ακριβώς επάνω στη μεταβατική ζώνη μεταξύ του ηπειρωτικού κλίματος της ηπειρωτικής Ευρώπης και του υποτροπικού κλίματος της Αφρικής. Εμείς φαίνεται ότι οδεύουμε προς το υποτροπικό κλίμα με θερμά καλοκαίρια και καταιγίδες».
Ως φαίνεται, στα χρόνια που έρχονται δεν θα πρέπει να ανησυχούμε τόσο για τον κακό μας τον καιρό αλλά για τον… πολύ καλό μας τον καιρό. Σε κάθε περίπτωση, όλα αυτά αποτελούν καμπανάκι για εγρήγορση και προετοιμασία κατά κύριο λόγο του κρατικού μηχανισμού αλλά και του καθενός μας ξεχωριστά. Διότι δεν γίνεται να αφήνουμε… εν λευκώ τα ηνία στα τερτίπια του καιρού.
Το κίνημα απόδοσης των ακραίων φαινομένων στην κλιματική αλλαγή
Ο καιρός είναι από τη φύση του απρόβλεπτος και ακραία φαινόμενα θα λαμβάνουν πάντοτε χώρα ανεξαρτήτως της κλιματικής αλλαγής, επισημαίνουν οι ειδικοί. Ωστόσο κάποιοι επιστήμονες στο εξωτερικό προσπαθούν ήδη να δουν την ολοκληρωμένη «εικόνα», να κατανοήσουν αν η κλιματική αλλαγή οδηγεί σε περισσότερα ή πιο έντονα ακραία καιρικά φαινόμενα. Ετσι έχει γεννηθεί ένα ολόκληρο επιστημονικό κίνημα που αφορά την πιθανή απόδοση ακραίων καιρικών φαινομένων στην κλιματική αλλαγή. Σκοπός αυτού του κινήματος είναι να δείξει με χρήση κλιματικών μοντέλων αν ένα ακραίο καιρικό φαινόμενο θα ήταν περισσότερο ή λιγότερο πιθανό να συμβεί σε έναν κόσμο στον οποίο ο άνθρωπος δεν θα είχε προκαλέσει αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας κατά έναν ολόκληρο βαθμό Κελσίου τα τελευταία 120 χρόνια. Και απώτερος σκοπός του είναι να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου και να κινητοποιήσει τις κυβερνήσεις αλλά και τους πολίτες ώστε να προετοιμάζονται εγκαίρως ενάντια στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Ηδη μάλιστα έχουν κάνει την εμφάνισή τους μελέτες που ενισχύουν την άποψη ότι η κλιματική αλλαγή σχετίζεται όχι μόνο με πιο συχνούς καύσωνες αλλά και με βαρυχειμωνιές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί μελέτη η οποία δημοσιεύθηκε τον Μάρτιο του 2018 στην επιθεώρηση «Nature Communications» και βασίστηκε σε ανάλυση στοιχείων από το 1950 ως σήμερα. Σύμφωνα με τα ευρήματά της, η αύξηση της θερμοκρασίας στην Αρκτική από τη δεκαετία του 1990 φαίνεται να σχετίζεται με την εμφάνιση έντονων χιονοπτώσεων και πολύ χαμηλών θερμοκρασιών νοτιότερα, τόσο στις ΗΠΑ όσο και σε χώρες της Ευρώπης όπως η Βρετανία, τις τελευταίες δεκαετίες. Και αυτό είναι ένα μόνο παράδειγμα. Οπως λένε οι επικεφαλής του κινήματος που αφορά τη σύνδεση των ακραίων καιρικών φαινομένων με την κλιματική αλλαγή και στο οποίο «μπροστάρισσα» είναι η Φριντερίκε Οτο, υποδιευθύντρια του Ινστιτούτου Περιβαλλοντικής Αλλαγής (Environmental Change Institute, ECI) στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, «δεν είναι η μέση θερμοκρασία του πλανήτη η οποία αυξήθηκε που σκοτώνει ανθρώπους. Είναι τα ακραία καιρικά φαινόμενα». Οφείλουμε λοιπόν να πράττουμε αναλόγως όταν είναι να βρεθούμε αντιμέτωποι με αυτά.
Γιατί «βαφτίζονται» οι κακοκαιρίες
Η «βάφτιση» των ακραίων καιρικών φαινομένων δεν αποτελεί σύγχρονο… φαινόμενο. Ηδη από τον 19ο αιώνα οι τυφώνες που εκδηλώνονταν στην Καραϊβική έπαιρναν το όνομα του αγίου που γιόρταζε κατά την ημέρα της εμφάνισης του εκάστοτε φαινομένου. Στη συνέχεια οι μετεωρολόγοι περιέγραφαν τους τυφώνες με βάση τις γεωγραφικές συντεταγμένες της θέσης όπου εκδηλώνονταν. Φάνηκε όμως γρήγορα ότι μια τέτοια μέθοδος ήταν δύσχρηστη και έτσι αποφασίστηκε να χρησιμοποιούνται σύντομα, διακριτά ονόματα για την καλύτερη μετάδοση πληροφοριών σε όλους τους ενδιαφερομένους. Τη δεκαετία του 1940 τα ακραία καιρικά φαινόμενα καθιερώθηκε να λαμβάνουν γυναικείο όνομα (υπό την… επήρεια του μυθιστορήματος «Καταιγίδα» του Τζορτζ Ρ. Στιούαρτ που εκδόθηκε το 1941). Από το 1953 η ονοματοδοσία των ακραίων φαινομένων γίνεται με βάση καταλόγους που δημιούργησε το Εθνικό Κέντρο Τυφώνων των ΗΠΑ και οποίοι ενημερώνονται σήμερα από μια διεθνή επιτροπή του Παγκόσμιου Μετεωρολογικού Οργανισμού. Αρχικώς οι κατάλογοι περιελάμβαναν μόνο γυναικεία ονόματα, αλλά από το 1979, οπότε και θεωρήθηκε μάλλον κατά της… ισότητας των δύο φύλων να συμβαίνει κάτι τέτοιο, περιλαμβάνουν και αντρικά ονόματα.
Στη χώρα μας «νονοί» των ακραίων καιρικών φαινομένων έχουν γίνει από το 2017 οι επιστήμονες του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών. Οπως εξηγεί μιλώντας στο «Βήμα» ο διευθυντής Ερευνών του Αστεροσκοπείου κ. Κώστας Λαγουβάρδος, «ξεκινήσαμε την ονοματοδοσία με την “Αριάδνη” τον Ιανουάριο του 2017 και ακολουθούμε αλφαβητική σειρά με εναλλαγή αντρικών και γυναικείων ονομάτων, κατά προτίμηση από την ελληνική ιστορία ή μυθολογία. Εχουμε ήδη φθάσει στο Υ, έχουμε αποφασίσει και ποιο θα είναι το όνομα από Φ, αλλά δεν υπάρχει λόγος να το αναφέρουμε από τώρα, καθώς πρέπει πρώτα να προκύψει ένα φαινόμενο που θα πρέπει λόγω των χαρακτηριστικών του να λάβει όνομα και αυτό μπορεί να συμβεί σε μέρες ή και σε μήνες. Σε κάθε περίπτωση, όταν ολοκληρωθεί η αλφάβητος, θα ξεκινήσουμε πάλι από το Α με νέα ονόματα».
Η λογική των επιστημόνων του Αστεροσκοπείου είναι να «βαφτίζονται» χαμηλά βαρομετρικά/διαταραχές που αναμένεται να έχουν σοβαρές επιπτώσεις, τόσο κοινωνικές όσο και οικονομικές, για τη χώρα. «Το πρώτο βήμα είναι να κρίνουμε ανάλογα με διαφορετικές παραμέτρους αν ένα φαινόμενο θα λάβει ή όχι όνομα. Τέτοιες παράμετροι είναι αν το φαινόμενο επηρεάζει μεγάλο μέρος της χώρας, με έμφαση στην Αττική, όπου ζει ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού, αν έχει χαρακτηριστικά όπως ύψη βροχής άνω των 100 χιλιοστών ανά 24ωρο – στην Αττική ύψη ακόμα και της τάξεως των 50-60 χιλιοστών δίνουν πλημμύρες – ή ισχυρούς ανέμους της τάξεως των 9-10 μποφόρ. Οι πολύ χαμηλές θερμοκρασίες επίσης που μπορούν να προκαλέσουν παγετό και πυκνές χιονοπτώσεις αποτελούν χαρακτηριστικό που μπορεί να οδηγήσει στη “βάφτιση” ενός φαινομένου». Ο ερευνητής παραδέχεται ότι αυτή τη φορά δόθηκαν τέσσερα διαφορετικά ονόματα σε φαινόμενα μέσα σε μόλις 10 ημέρες. «Είναι η πρώτη φορά που συνέβη κάτι τέτοιο τα τελευταία δύο χρόνια, ωστόσο επρόκειτο για έντονες κακοκαιρίες που δημιούργησαν η καθεμιά προβλήματα και το “άξιζαν”».
Κατά τον κ. Λαγουβάρδο η ονοματοδοσία έχει σημαντικά οφέλη. «Μελέτες δείχνουν ότι αυξάνεται η εγρήγορση του πληθυσμού όταν το φαινόμενο έχει όνομα. Θεωρούμε ότι με την ονοματοδοσία δίνουμε περισσότερη προσοχή και αξία στους πολίτες ώστε να προετοιμάζονται κατάλληλα για να αντιμετωπίσουν μια επικείμενη κακοκαιρία». Στις ίδιες γραμμές κινείται και η άποψη του κ. Φείδα. «Η ονοματοδοσία των φαινομένων βοηθά στην επικοινωνία με τον πληθυσμό, στην ενημέρωση του κοινού, καθώς η κοινωνία τείνει να προσωποποιεί καταστάσεις».
Υπογραμμίζεται πάντως ότι υπάρχουν ενστάσεις σε αυτή την πρωτοβουλία των επιστημόνων του Αστεροσκοπείου, με κύριες αυτές της ΕΜΥ, η οποία δεν υιοθετεί τα ονόματα. Μιλώντας στο «Βήμα» ο διευθυντής του Εθνικού Μετεωρολογικού Κέντρου κ. Θεόδωρος Κολυδάς κάνει λόγο για μια πρακτική που δεν είναι καλή και μπορεί να επιφέρει σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και σύγχυση. Δίνει το παράδειγμα ενός βαρομετρικού χαμηλού που σχηματίστηκε στη χώρα μας τον Νοέμβριο του 2017 και είχε χαρακτηριστικά που έμοιαζαν με αυτά κυκλώνα. «Το βαρομετρικό χαμηλό που σχηματίστηκε με τέτοια χαρακτηριστικά δημιουργήθηκε στην περιοχή του Boot στη Νότια Ιταλία. Ομάδες ιταλών μετεωρολόγων το ονόμασαν “Numa” ενώ την ίδια στιγμή στην Ελλάδα δόθηκε το όνομα “Ζήνων”. Η επίσημη θέση της ΕΜΥ – η οποία εκπροσωπεί τη χώρα μας στις σχετικές μετεωρολογικές ευρωπαϊκές επιτροπές – είναι ότι η ονομασία τέτοιων συστημάτων δημιουργεί σύγχυση στο κοινό και παραπέμπει σε συνδέσεις με άλλα πιο ισχυρά φαινόμενα τα οποία επηρεάζουν περιοχές στις τροπικές ζώνες».
Από την πλευρά τους οι ερευνητές του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών σημειώνουν ότι η ονοματοδοσία στηρίζεται σε επιστημονικές μελέτες κοινωνικής ψυχολογίας και σε πρακτικές που ήδη εδώ και δεκαετίες εξυπηρετούν ευρωπαϊκές χώρες και όχι σε υποκειμενική άποψη περί ενημέρωσης και εγρήγορσης του κοινού.
Να δώσει λοιπόν όνομα κάποιος στα ακραία καιρικά φαινόμενα ή να μη δώσει; Ιδού η απορία. Τα καιρικά «βαφτίσια» πάντως μάλλον δεν πρόκειται να σταματήσουν…