Είναι ο «μαθουσάλας» των τρωκτικών, ο οποίος ζει περίπου δέκα φορές περισσότερο από τους υπόλοιπους συγγενείς του με παρόμοιο μέγεθος. Ο λόγος για τον γυμνό τυφλοπόντικα που μπορεί να μην είναι άκρως φωτογενής, παραμένει όμως άκρως υγιής μέχρι τα (πολύ) βαθιά του γεράματα – νόσοι όπως οι νευροεκφυλιστικές, οι καρδιαγγειακές, η αρθρίτιδα και ο καρκίνος τού είναι σχεδόν άγνωστες, ενώ το προσδόκιμο ζωής του ξεπερνά τα 40 έτη!
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι η μακρά ζωή και η μοναδική ανθεκτικότητα στις νόσους του γήρατος αυτού του τρωκτικού έχουν μπει εδώ και καιρό στο «μικροσκόπιο» της επιστημονικής κοινότητας. Και τώρα μια ομάδα ερευνητών από το Πανεπιστήμιο του Ρότσεστερ αναφέρει με δημοσίευσή της στο επιστημονικό περιοδικό «Nature» ότι «ξεκλείδωσε» ένα από τα βασικά μυστικά της μακροζωίας του γυμνού τυφλοπόντικα και το χρησιμοποίησε για να… ανοίξει την πόρτα της αύξησης του προσδόκιμου ζωής ενός άλλου είδους, συγκεκριμένα του ποντικού.
Επόμενος στόχος ο άνθρωπος, όπως σημείωσε στο ΒΗΜΑ-Science η επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας Βέρα Γκορμπουνόβα, καθηγήτρια Βιολογίας και Ιατρικής και συνδιευθύντρια του Ερευνητικού Κέντρου για τη Γήρανση στο Πανεπιστήμιο του Ρότσεστερ, η οποία μαζί με την ομάδα της προσπαθεί επί έτη να βρει τα «κλειδιά» της μακροζωίας του «πρωταθλητή» του (υγιούς) γήρατος γυμνού τυφλοπόντικα.
Μηχανισμός υγείας
Τι ακριβώς πέτυχαν όμως οι ερευνητές; Εισήγαγαν στα ποντίκια ένα γονίδιο που είχαν προηγουμένως δείξει ότι συνδέεται με τη μακροζωία στους γυμνούς τυφλοπόντικες, γεγονός που, όπως είδαν, οδήγησε σε βελτίωση της υγείας τους και σε αύξηση του προσδόκιμου ζωής τους. Η εισαγωγή αυτού του γονιδίου, που είναι υπεύθυνο για τη βελτίωση της επανόρθωσης των κυτταρικών βλαβών, ανοίγει, κατά την ομάδα, νέους συναρπαστικούς δρόμους σε ό,τι αφορά και την αποκάλυψη των μυστικών της ανθρώπινης γήρανσης και οδηγεί σε καινούργια μονοπάτια που δείχνουν προς μια μακρύτερη και υγιέστερη ζωή.
Οπως εξήγησε η δρ Γκορμπουνόβα, η μελέτη αυτή μαρτυρεί ότι οι μοναδικοί μηχανισμοί μακροζωίας που εξελίχθηκαν σε ένα είδος θηλαστικού μπορούν να μεταφερθούν σε άλλα είδη θηλαστικών για την αύξηση του προσδόκιμου ζωής τους. Στην περίπτωση του γυμνού τυφλοπόντικα, ο μηχανισμός μακροζωίας που μεταφέρθηκε στα ποντίκια αφορούσε ένα γονίδιο το οποίο είναι υπεύθυνο για την παραγωγή υαλουρονικού οξέος υψηλού μοριακού βάρους (HMW-HA). Η συγκεκριμένη προσέγγιση οδήγησε σε βελτίωση της υγείας των ποντικιών καθώς και σε μέση αύξηση κατά 4,4% του μέσου προσδόκιμου ζωής τους.
Η καθηγήτρια και οι συνεργάτες της είχαν ανακαλύψει στο παρελθόν ότι ο μηχανισμός HMW-HA είναι υπεύθυνος για την ασυνήθιστη «ανοσία» του γυμνού τυφλοπόντικα στον καρκίνο. Οι ερευνητές είχαν μάλιστα δει ότι σε σύγκριση με τα ποντίκια, αλλά και τους ανθρώπους, οι γυμνοί τυλφοπόντικες διαθέτουν περί τις 10 φορές περισσότερο HMW-HA στον οργανισμό τους. Είναι αξιοσημείωτο ότι όταν οι επιστήμονες απομάκρυναν το HMW-HA από τα κύτταρα τους, οι τυφλοπόντικες ήταν πολύ πιο πιθανό να σχηματίσουν όγκους.
Μεταφορά γονιδίου
Επόμενο βήμα για την ομάδα, στην οποία συνεπικεφαλής ήταν ο καθηγητής Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Ρότσεστερ Αντρέι Σελουάνοφ, ήταν να ανακαλύψει αν η επίδραση αυτή του HMW-HA μπορούσε να αφορά και άλλα ζώα. Ετσι οι επιστήμονες τροποποίησαν γενετικώς ένα μοντέλο ποντικού ώστε να παράγει την…. τυφλοποντικίσια εκδοχή του γονιδίου το οποίο είναι υπεύθυνο για τη σύνθεση μιας πρωτεΐνης που παράγει το HMW-HA (hyaluronan synthase 2 gene). Πρέπει να σημειωθεί πως, παρότι όλα τα θηλαστικά διαθέτουν αυτό το γονίδιο, ο γυμνός τυφλοπόντικας φέρει μια εκδοχή του η οποία είναι… βελτιωμένη και οδηγεί σε ισχυρότερη γονιδιακή έκφραση.
41 έτη είναι το προσδόκιμο επιβίωσης του γυμνού τυφλοπόντικα.
Οπως προέκυψε, τα ποντίκια που έφεραν την εκδοχή του γονιδίου του γυμνού τυφλοπόντικα ήταν πιο προστατευμένα από τον καρκίνο – τόσο από τον αυθόρμητο σχηματισμό όγκων όσο και από καρκίνο του δέρματος που είχε προκληθεί με χημικό τρόπο. Εμφάνιζαν επίσης βελτιωμένη συνολική υγεία και μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής σε σύγκριση με άλλα ποντίκια που δεν έφεραν τη συγκεκριμένη εκδοχή του γονιδίου. Καθώς μάλιστα τα γενετικώς τροποποιημένα ποντίκια γερνούσαν παρουσίαζαν πολύ χαμηλότερα επίπεδα φλεγμονής στον οργανισμό τους – η φλεγμονή αποτελεί ένα από τα «σήματα-κατατεθέντα» της γήρανσης – αλλά και πολύ καλύτερη υγεία του γαστρεντερικού συστήματός τους.
18 λεπτά μπορεί να ζήσει ο γυμνός τυφλοπόντικας χωρίς καθόλου οξυγόνο.
Και όλα αυτά τα καλά χωρίς να εμφανίζεται ουδεμία παρενέργεια – τουλάχιστον στα πειραματόζωα –, όπως μας διαβεβαίωσε η ερευνήτρια. «Το μόνο μειονέκτημα της προσέγγισης είναι ότι δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε τη γονιδιακή παρέμβαση σε έμβρυα, καθώς το συγκεκριμένο γονίδιο επιδρά στην ανάπτυξη. Σε ό,τι αφορά όμως τον ενήλικο οργανισμό, η προσέγγιση δεν είχε καμία αρνητική επίδραση».
Πηγή νεότητας
Για ποιον λόγο το HMW-HA φαίνεται να αποτελεί την «πηγή της νεότητας»; ρωτήσαμε τη δρα Γκορμπουνόβα. Οπως απάντησε, «παρότι απαιτούνται περαιτέρω μελέτες ώστε να προσδιοριστεί πλήρως η ευεργετική επίδρασή του, πιστεύουμε ότι το HMW-HA ρυθμίζει το ανοσοποιητικό σύστημα και κυρίως μειώνει τη φλεγμονή στον οργανισμό».
Και μπορεί ο δρόμος από τον τυφλοπόντικα στον… πόντικα και από εκεί στον άνθρωπο να είναι μακρύς, ωστόσο, σύμφωνα με την καθηγήτρια, τα νέα ευρήματα γεννούν – με «όχημα» το HMW-HA – μεγάλες προοπτικές σε ό,τι αφορά την αύξηση του ανθρώπινου προσδόκιμου ζωής και τη μείωση του κινδύνου εμφάνισης νόσων που συνδέονται με φλεγμονή. «Χρειάστηκαν 10 χρόνια από την ανακάλυψη του HMW-HA στον γυμνό τυφλοπόντικα έως ότου δείξουμε ότι μπορεί να βελτιώσει την υγεία ποντικών. Ο επόμενος στόχος μας είναι να μεταφέρουμε αυτά τα οφέλη στους ανθρώπους».
Η ερευνητική ομάδα ελπίζει ότι τα νέα ευρήματα θα αποτελέσουν το πρώτο – αλλά σίγουρα όχι το τελευταίο – παράδειγμα σχετικά με το πώς ένα ταπεινό… υπόγειο τρωκτικό με το μεγάλο προνόμιο της μακράς ζωής θα βοηθήσει τους ανθρώπους να βρουν την άκρη του τούνελ που οδηγεί σε πολλά και καλά χρόνια επίγειου βίου.
Δοκιμές σε ανθρώπους σε 5-10 χρόνια
Με ποιον τρόπο η παρέμβαση αυτή θα ήταν δυνατόν να μεταφερθεί στους ανθρώπους; «Εκτιμούμε ότι θα μπορούσαμε να ακολουθήσουμε δύο οδούς» απάντησε η δρ Γκορμπουνόβα και διευκρίνισε: «Είτε θα μπορούσαμε να επιβραδύνουμε τη μείωση των επιπέδων του HMW-HA είτε να αυξήσουμε τη σύνθεσή του στο ανθρώπινο σώμα. Σε γενικό πλαίσιο αναζητούμε στρατηγικές στις οποίες δεν θα απαιτείται η εφαρμογή γονιδιακής θεραπείας στους ανθρώπους αλλά θα επιτύχουμε το ίδιο αποτέλεσμα μέσω φαρμακολογικών οδών. Εχουμε ήδη εντοπίσει μόρια που επιβραδύνουν τη μείωση του HMW-HA και τα δοκιμάζουμε σε προκλινικές μελέτες. Εκτιμούμε ότι μέσα στα επόμενα πέντε με δέκα χρόνια – ίσως και νωρίτερα – θα είμαστε σε θέση να δοκιμάσουμε τέτοιες φαρμακευτικές προσεγγίσεις στον άνθρωπο».