To ραντεβού για δείπνο είναι στις 9 μ.μ. και οι ώρες που σας χωρίζουν από αυτό μοιάζουν με μια αιωνιότητα και μια μέρα. Στις 8.30 μ.μ. μπαίνετε με χτυποκάρδι στο αυτοκίνητο για να συναντήσετε το αντικείμενο του πόθου σας.
Όπως το αυτοκίνητο τρέχει στους δρόμους προς τον/την αγαπημένο/η σας, μαζί του «τρέχει με χίλια» μέσα στον εγκέφαλό σας ντοπαμίνη – για την ακρίβεια αυτός ο νευροδιαβιβαστής που κρύβεται πίσω από τον εθισμό στη ζάχαρη, στη νικοτίνη και στην κοκαΐνη κατακλύζει το κέντρο ανταμοιβής του εγκεφάλου σας ωθώντας σας να θέλετε να φθάσετε μια ώρα αρχύτερα.
Ας αλλάξουμε τώρα αυτό το σενάριο τοποθετώντας στη θέση του εραστή/ερωμένης έναν συνεργάτη με τον οποίο έχετε κανονίσει στις 9 μ.μ. ένα επαγγελματικό δείπνο.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση σας φαίνεται ότι το δείπνο είναι εκείνο που θα κρατήσει μια βαρετή αιωνιότητα και μια μέρα – και τούτο διότι δεν ρέει «ποτάμι» ντοπαμίνης στον εγκέφαλό σας αναμένοντας τη συνάντηση με τον συνεργάτη σας, αλλά αντιθέτως ο ποταμός είναι σχεδόν αποστραγγισμένος.
Τον καταλυτικό ρόλο της ντοπαμίνης στον έρωτα και στον πόθο αποκαλύπτει μια νέα μελέτη νευροεπιστημόνων του Πανεπιστημίου του Κολοράντο στο Μπόουλντερ (CU Boulder) με επικεφαλής την αναπληρώτρια καθηγήτρια Συμπεριφορικής Νευροεπιστήμης δρ Ζόι Ντόναλντσον, η οποία δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Current Biology».
Όπως ανέφερε στο Βήμα-Science η δρ Ντόναλντσον «αυτό που ανακαλύψαμε είναι ένα βιολογικό αποτύπωμα του πόθου που μας βοηθά να ερμηνεύσουμε γιατί θέλουμε να είμαστε με κάποια άτομα περισσότερο από κάποια άλλα».
Μονογαμικά θηλαστικά
Τα εγκεφαλικά μυστικά του έρωτα αποκαλύφθηκαν στους επιστήμονες μέσω ενός μικρού τρωκτικού, του αποκαλούμενου ποντικού του λιβαδιού (Microtus ochrogaster).
Η επιλογή αυτού του μοντέλου πειραματοζώου δεν ήταν τυχαία, εξήγησε η καθηγήτρια: «Σε αντίθεση με τα περισσότερα είδη θηλαστικών, οι ποντικοί του λιβαδιού είναι μονογαμικοί: κάνουν σχέσεις που μοιάζουν με τις ανθρώπινες σχέσεις μεταξύ συντρόφων, μοιράζονται το ίδιο σπίτι, μεγαλώνουν μαζί τα μικρά τους, περνούν πένθος όταν χάσουν το ταίρι τους».
Σύμφωνα με τη δρα Ντόναλντσον, η ερευνητική ομάδα θεώρησε ότι η μελέτη αυτού του μοντέλου ζώου που ακολουθεί το «μαζί για πάντα» θα μπορούσε να ρίξει φως σχετικά με το τι συμβαίνει και στον ανθρώπινο εγκέφαλο όταν οι άνθρωποι συνάπτουν ερωτικές σχέσεις αλλά και στο πώς τις ξεπερνούν από νευροχημικής απόψεως.
Και ο «προβολέας» έπεσε στον νευροδιαβιβαστή ντοπαμίνη δείχνοντας για πρώτη φορά τον καθοριστικό ρόλο του στο να κρατήσει την ερωτική φλόγα άσβεστη. «Η μελέτη μας μαρτυρεί ότι ορισμένοι άνθρωποι αφήνουν ένα μοναδικό χημικό αποτύπωμα στον εγκέφαλό μας που μας οδηγεί στο να διατηρούμε δεσμούς μαζί τους σε μάκρος χρόνου».
Νευροβιολογική κινητοποίηση
Για να διεξαγάγουν τη μελέτη τους οι ερευνητές χρησιμοποίησαν νευροαπεικονιστική τεχνολογία προκειμένου να μετρήσουν, σε πραγματικό χρόνο, τι συμβαίνει στον εγκέφαλο των τρωκτικών καθώς εκείνα προσπαθούσαν να φθάσουν στον/στη σύντροφό τους περνώντας από διαφορετικά εμπόδια.
Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας επανένωσης των συντρόφων ένας αισθητήρας που διέθετε οπτική ίνα κατέγραφε σε επίπεδο χιλιοστού του δευτερολέπτου τη δραστηριότητα στον επικλινή πυρήνα του εγκεφάλου, περιοχή που έχει ως καθήκον να κινητοποιεί τους ανθρώπους να αναζητούν ανταμοιβές διαφορετικών ειδών – από νερό και τροφή ως ναρκωτικά.
Κάθε φορά που ο αισθητήρας ανίχνευε έκλυση ντοπαμίνης στον επικλινή πυρήνα άναβε, και μάλιστα έλαμπε συνέχεια τόσο κατά τη διάρκεια της προσπάθειας επανένωσης των δύο συντρόφων όσο και όταν πλέον συναντιούνταν και έκαναν αγκαλιές. Αυτό ωστόσο δεν συνέβαινε όταν στο δεύτερο δωμάτιο υπήρχε ένα τρωκτικό το οποίο δεν ήταν το ταίρι εκείνου που έκανε την προσπάθεια να το προσεγγίσει.
Τα ευρήματα μαρτυρούν, κατά την καθηγήτρια, ότι «η ντοπαμίνη δεν είναι σημαντική μόνο σε ό,τι αφορά το να κινητοποιήσει κάποιον να αναζητήσει το ταίρι του αλλά εκλύεται σε ακόμη μεγαλύτερες ποσότητες από το κέντρο ανταμοιβής του εγκεφάλου όταν πλέον είναι με το ταίρι του σε σύγκριση με το να ήταν με κάποιον άγνωστο».
Ερωτική επανεκκίνηση
Σε ένα άλλο πείραμα η ερευνητική ομάδα κράτησε σε απόσταση τους δύο συντρόφους επί τέσσερις εβδομάδες. Όταν οι σύντροφοι ξανασυναντήθηκαν, θυμούνταν ο ένας τον άλλον, ωστόσο η «βιολογική υπογραφή» της έκλυσης μεγάλης ποσότητας ντοπαμίνης στον εγκέφαλο είχε σχεδόν σβηστεί.
Ουσιαστικώς δηλαδή ο πόθος, η λαχτάρα για το ταίρι είχε πλέον φύγει και η νευροαπεικόνιση έδειχνε απόκριση του εγκεφάλου αντίστοιχη με εκείνη που θα αφορούσε οποιονδήποτε άλλον άσχετο ποντικό.
«Είναι σαν ο εγκέφαλος να κάνει επανεκκίνηση επιτρέποντας στο ζώο να προχωρήσει τη ζωή του και πιθανώς να κάνει έναν νέο δεσμό, κάτι που δεν θα μπορούσε να συμβεί όσο η ντοπαμίνη εκλυόταν στον εγκέφαλο σε υψηλά επίπεδα» τόνισε η καθηγήτρια.
Τη ρωτήσαμε πώς θα μεταφράζονταν αυτές οι τέσσερις «ποντικίσιες» εβδομάδες σε ανθρώπινες – κοινώς ποιο διάστημα θα απαιτείτο για να ξεπεράσει κάποιος άνθρωπος έναν χωρισμό.
«Είναι δύσκολο να κάνουμε αναγωγή στους ανθρώπους καθώς στις ανθρώπινες σχέσεις είναι πολλοί οι παράγοντες που παίζουν ρόλο – ο χρόνος που διήρκεσε η σχέση αλλά και το βάθος της.
Πάντως πρέπει να σκεφτούμε ότι οι τέσσερις εβδομάδες στη ζωή ενός ποντικού του λιβαδιού είναι μεγάλο διάστημα, με δεδομένο ότι το προσδόκιμο ζωής του είναι το πολύ δύο χρόνια, άρα και στους ανθρώπους ένας σοβαρός, βαθύς δεσμός δεν ξεπερνιέται γρήγορα».
Ως φαίνεται, ο έρωτας με μείωση της ντοπαμίνης στον επικλινή πυρήνα περνάει.
Προς θεραπείες για το πένθος
Τα νέα ευρήματα, σύμφωνα με τη δρα Ντόναλντσον, μπορούν να ανοίξουν τον δρόμο για θεραπείες που θα αφορούν άτομα τα οποία έχουν βιώσει έναν επώδυνο χωρισμό ή την απώλεια του συντρόφου τους.
Η καθηγήτρια εξήγησε ότι το 7%-10% των ανθρώπων που χάνουν (κυριολεκτικώς ή μεταφορικώς) τον σύντροφό τους, αντιμετωπίζουν δυσκολία στο να προχωρήσουν τη ζωή τους.
«Αυτού του είδους η συμπεριφορά έλαβε προσφάτως την επίσημη ονομασία της διαταραχής παρατεταμένου πένθους. Είναι πιθανό στα άτομα αυτά το σήμα της ντοπαμίνης να μην προσαρμόζεται, να μη μειώνεται μετά την απώλεια ή τον χωρισμό.
Απώτερος στόχος μας είναι να βρούμε τρόπους για να βοηθήσουμε τα άτομα με διαταραχή παρατεταμένου πένθους εντοπίζοντας τις βιολογικές αλλαγές που θα τα βοηθήσουν να προσαρμοστούν στη νέα συνθήκη της απώλειας και να πάρουν και πάλι τη ζωή τους στα χέρια τους.
Αυτού του είδους η έρευνα μπορεί να οδηγήσει σε πιο εξατομικευμένες μορφές ψυχοθεραπείας ή ακόμη και σε φαρμακολογικές θεραπείες που θα ενισχύουν την επωφελή επίδραση της ψυχοθεραπείας».