Στα 25 έτη της, για πρώτη φορά στη ζωή της, τρώει ό,τι τραβά η όρεξή της, ακόμη και ζάχαρη – και το σημαντικότερο, έχει απαλλαγεί από την καθημερινή λήψη ινσουλίνης που τη «συντρόφευε» από την παιδική ηλικία της, όταν πρωτοδιαγνώστηκε με διαβήτη τύπου 1.
Και αυτό χάρη στην πρώτη παγκοσμίως μεταμόσχευση αναπρογραμματισμένων βλαστικών κυττάρων ενάντια στον διαβήτη τύπου 1 τα οποία προέρχονταν από το ίδιο το σώμα της. Μια μεταμόσχευση που έκανε τον γύρο του κόσμου τις τελευταίες ημέρες μέσα από δημοσίευση στο επιστημονικό περιοδικό «Cell» όπου παρουσιάστηκε η παγκόσμια αυτή πρωτιά.
Η πρωταγωνίστρια αυτού του κειμένου που ζει στο Τιεντσίν της Κίνας και η οποία δίνει ελπίδα σε πολλά διαβητικά άτομα, θέλει να παραμείνει ανώνυμη και έχει κάθε δικαίωμα να το κάνει.
Ωστόσο ο ειδικός στην Ανοσολογία και στην Κυτταρική Βιολογία, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Πεκίνου Χονγκούι Ντενγκ που της χάρισε τη δυνατότητα να ζει μια νέα ζωή, μίλησε στο BΗΜΑ-Science για το επίτευγμα της ομάδας του που ανοίγει νέους δρόμους στην αντιμετώπιση του διαβήτη τύπου 1, στον οποίο ο οργανισμός του ασθενούς επιτίθεται στα νησίδια του παγκρέατος που παράγουν ινσουλίνη.
Ομόλογη μεταμόσχευση
Η πρωτοποριακή μεταμόσχευση η οποία έλαβε χώρα πριν από ένα και πλέον έτος αλλά δημοσιοποιήθηκε τώρα, οπότε και έχει παρέλθει ασφαλές διάστημα που δείχνει την επιτυχία της, αφορούσε τη χρήση βλαστικών κυττάρων τα οποία μπορούν να διαφοροποιηθούν σε οποιονδήποτε τύπο ιστού του οργανισμού.
Οπως μας εξήγησε ο καθηγητής Ντενγκ, «αποφασίσαμε να προχωρήσουμε σε ομόλογη μεταμόσχευση κυττάρων των νησιδίων του παγκρέατος τα οποία προήλθαν από επαγόμενα πολυδύναμα βλαστικά κύτταρα (induced pluripotent stem cells, iPS), δηλαδή από κύτταρα που είχαν προκύψει από αναπρογραμματισμό ενηλίκων κυττάρων ώστε να συμπεριφέρονται ως βλαστικά, καθώς το αντισωματικό προφίλ της ασθενούς έδειχνε ότι μια ετερόλογη μεταμόσχευση – ετερόλογες μεταμοσχεύσεις ενάντια στον διαβήτη δοκιμάζονται από διαφορετικές ομάδες – θα ήταν υψηλού κινδύνου για απόρριψη του μοσχεύματος.
Πρέπει βέβαια να τονίσουμε ότι στην περίπτωση του διαβήτη τύπου 1 που είναι αυτοάνοσο νόσημα υπάρχει υποβόσκουσα αυτοανοσία, η οποία μπορεί να παίξει ρόλο και στην ανοσολογική απόκριση ακόμη και όταν τα μεταμοσχευμένα κύτταρα ανήκουν στον ίδιο τον ασθενή. Ετσι στη συγκεκριμένη νόσο κάποια μορφή ανοσοτροποποίησης πιθανώς θα συνεχίζει να χρειάζεται. Στην περίπτωση της ασθενούς μας γινόταν ήδη λήψη ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων εξαιτίας προηγούμενης μεταμόσχευσης ήπατος, η οποία συνεχίζεται».
Η 25χρονη δεν ήταν μάλιστα η μόνη που υπεβλήθη στην πρωτοποριακή μεταμόσχευση. Ακολούθησαν άλλοι δύο ασθενείς, οι οποίοι αναμένεται να συμπληρώσουν ένα έτος από τη μεταμόσχευση τον ερχόμενο Νοέμβριο. «Η εικόνα και των άλλων δύο ασθενών είναι πολύ καλή και συνεχίζουμε την παρακολούθησή τους». Αν τα αποτελέσματα είναι εξίσου ενθαρρυντικά θα ακολουθήσουν σύντομα άλλοι 10 με 20 ασθενείς.
Πρωτοποριακή μέθοδος
Η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν η εξής: οι ερευνητές εξήγαγαν κύτταρα από τους τρεις ασθενείς με διαβήτη τύπου 1 και με μια τροποποιημένη μέθοδο αναπρογραμματισμού τα επανέφεραν σε μια πολυδύναμη κατάσταση. Στη συνέχεια μετέτρεψαν τα κύτταρα αυτά σε κύτταρα των νησιδίων του παγκρέατος – δημιούργησαν τρισδιάστατες ομάδες τέτοιων κυττάρων, την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα των οποίων δοκίμασαν σε ποντίκια και σε πρωτεύοντα πριν από τη χρήση τους σε ανθρώπους.
Τον Ιούνιο του 2023 στο πλαίσιο μιας διαδικασίας που δεν διήρκεσε πάνω από μισή ώρα ενέχυσαν στους μυς της κοιλιάς της πρώτης ασθενούς περί τα 1,5 εκατομμύρια κύτταρα των νησιδίων του παγκρέατος – «τέκνα» εργαστηρίου. Οπως μάλιστα τόνισε ο καθηγητής, το σημείο της έγχυσης αποτελεί άλλη μια πρωτοπορία. Και αυτό διότι οι περισσότερες μεταμοσχεύσεις νησιδίων γίνονται στο ήπαρ, ένα σημείο όμως που δεν επιτρέπει στους ειδικούς να παρακολουθήσουν τη συμπεριφορά των μεταμοσχευμένων κυττάρων. «Η έγχυσή τους πλέον στην κοιλιακή χώρα επιτρέπει την παρακολούθησή τους με χρήση μαγνητικής τομογραφίας, έτσι ώστε να μπορεί να καταστεί εύκολη η απομάκρυνσή τους αν κριθεί απαραίτητο».
Ελπιδοφόρα αποτελέσματα
Περί τους τρεις μήνες μετά τη μεταμόσχευση η ασθενής ήταν σε θέση να παράγει ενδογενώς επαρκείς ποσότητες ινσουλίνης ώστε να μη χρειάζεται έξωθεν χορήγηση της ορμόνης. Αυτό το επίπεδο παραγωγής ινσουλίνης συνεχίζει να διατηρεί ως σήμερα επιτυγχάνοντας έκκριση της ορμόνης εντός των φυσιολογικών ορίων στο 98% του 24ώρου. Μπορούμε λοιπόν να μιλάμε για ίαση; ρωτήσαμε τον καθηγητή.
«Με δεδομένο ότι ο οργανισμός της ασθενούς μετά τη μεταμόσχευση επιτυγχάνει ρύθμιση του σακχάρου του αίματος αυτόνομα επί ένα έτος θα μπορούσαμε να μιλάμε για λειτουργική θεραπεία της νόσου – καθώς ο διαβήτης τύπου 1 είναι ένα αυτοάνοσο νόσημα δεν μπορούμε να πούμε ότι η ασθενής δεν πάσχει πλέον από διαβήτη αλλά ότι έχει επιτύχει να μη χρειάζεται εξωγενή λήψη ινσουλίνης για τον έλεγχό του».
Ο δρόμος τώρα για την ερευνητική ομάδα, σύμφωνα με τον δρα Ντενγκ, είναι γεμάτος προκλήσεις αλλά και αισιοδοξία. «Μια από τις σημαντικές προκλήσεις είναι να επιτύχουμε, μέσω νέων ανοσοτροποποιητικών στρατηγικών, την κατάργηση της ανάγκης ανοσοκαταστολής. Μια άλλη μεγάλη πρόκληση αφορά το να επιτευχθεί στο μέλλον παραγωγή νησιδίων του παγκρέατος από βλαστικά κύτταρα σε μεγάλη κλίμακα και σε λογικό κόστος – γίνονται ήδη προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση. Είμαστε πάντως αισιόδοξοι ότι σημαντικά επιτεύγματα θα λάβουν χώρα σε αυτά τα πεδία μέσα στα επόμενα λίγα χρόνια».
Μια άλλη μεγάλη πρόκληση για τον καθηγητή είναι η μέθοδός του να καταστεί εφαρμόσιμη και για μια άλλη μορφή διαβήτη που αποτελεί «μάστιγα» για τη δημόσια υγεία εξαιτίας του σύγχρονου ανθυγιεινού τρόπου ζωής, τον διαβήτη τύπου 2, στον οποίο το πάγκρεας δεν παράγει επαρκείς ποσότητες ινσουλίνης . Σε αυτή τη φάση δεν θέλησε να αποκαλύψει λεπτομέρειες αλλά, όπως είπε, «βρισκόμαστε ήδη σε φάση πρώιμης ανάπτυξης».
Παραλλαγή της μεθόδου του Νομπέλ
Η ερευνητική ομάδα τροποποίησε τη διάσημη πλέον μέθοδο του Σίνγια Γιαμανάκα από το Πανεπιστήμιο του Κιότο στην Ιαπωνία για επαγωγή κυττάρων iPS, η οποία έλαβε το Νομπέλ Ιατρικής το 2012. «Τα κύτταρα που εμείς δημιουργήσαμε ονομάζονται CiPSCs (chemically induced pluripotent stem cells) και για τη δημιουργία τους χρησιμοποιούνται ως παράγοντες αναπρογραμματισμού μικρά μόρια τα οποία μπορούν να παραχθούν εύκολα και με χαμηλό κόστος αντί για πρωτεΐνες που επάγουν τη γονιδιακή έκφραση.
Ενα επιπλέον πλεονέκτημα των CiSPCs είναι ότι είναι πιο σταθερά μόρια και ως εκ τούτου πιο κατάλληλα για θεραπευτικές εφαρμογές καθώς είναι πιο αποτελεσματικά και πιο προσαρμόσιμα σε διαφορετικά γενετικά περιβάλλοντα» εξήγησε ο καθηγητής Ντενγκ.