Είναι 40 ετών, περπατά αρκετά χιλιόμετρα σε καθημερινή βάση, αλλά έχει υψηλά λιπίδια του αίματος και είναι καπνίστρια. Είναι 60 ετών, γυμνάζεται τρεις φορές την εβδομάδα, έχει υπέρταση αλλά δεν έχει καπνίσει ποτέ του. Ποιος από τους δύο έχει μεγαλύτερο διά βίου κίνδυνο να εμφανίσει καρδιαγγειακό νόσημα; Τα παραπάνω θα μπορούσαν να είναι δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα ερωτημάτων που τίθενται στο πλαίσιο ενός άκρως επιστημονικού «κουίζ», οι απαντήσεις στο οποίο δίνονται μέσα από μια μεγάλη μελέτη, την πρώτη του είδους της στη χώρα μας. Η μελέτη εκτιμά τον κίνδυνο που αντιμετωπίζει ένα άτομο καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου του να εμφανίσει καρδιαγγειακό νόσημα με βάση διαφορετικούς παράγοντες που αφορούν την υγεία του και τον τρόπο ζωής του.
Σύμφωνα με τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό «Annals of Epidemiology», αναλύθηκαν δεδομένα που αφορούσαν 1.988 συμμετέχοντες της 20ετούς μελέτης ATTICA, η οποία διήρκεσε από το 2002 ως το 2022 παρέχοντας πλήθος μακροπρόθεσμων στοιχείων για την υγεία του ελληνικού πληθυσμού. Το 50% του δείγματος ήταν άνδρες και το 50% γυναίκες και ο διά βίου κίνδυνος καρδιαγγειακών νοσημάτων προσδιορίστηκε σε συγκεκριμένες ηλικίες-«δείκτες» – συγκεκριμένα στα 40, στα 50 και στα 60 έτη. O υπολογισμός του διά βίου κινδύνου έγινε με χρήση στατιστικών μοντέλων τα οποία «πάτησαν» επάνω στους πίνακες επιβίωσης των κατοίκων της Ελλάδας με βάση δημογραφικά στοιχεία.
Τα ευρήματα
Τι προέκυψε από την ανάλυση; Κατ’ αρχάς από το σύνολο του δείγματος 718 συμμετέχοντες υπέστησαν θανατηφόρο ή μη θανατηφόρο καρδιαγγειακό επεισόδιο – σε ποσοστά ο αριθμός αυτός μεταφράζεται σε 36,1% (40,2% για τους άνδρες και 32,1% για τις γυναίκες). Ηταν αξιοσημείωτο ότι άνδρες και γυναίκες αντιμετώπιζαν παρόμοιο διά βίου κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακού νοσήματος – ένα εύρημα σημαντικότατο που καταρρίπτει τον «μύθο» ότι τα καρδιαγγειακά νοσήματα αποτελούν… ανδρική υπόθεση: συγκεκριμένα, στην ηλικία των 40 ετών ο διά βίου κίνδυνος καρδιαγγειακού νοσήματος ήταν 68% για τους άνδρες και 63% για τις γυναίκες, με μια σταδιακή μείωση καθώς ανέβαινε η ηλικία (οπότε έμεναν πλέον και λιγότερα έτη ζωής) – στα 50 έτη ήταν 56% για τους άνδρες και 50% για τις γυναίκες ενώ στα 60 έτη ανερχόταν σε 55% και για τα δύο φύλα (σε κάθε περίπτωση ο κίνδυνος παρέμενε υψηλός και στους 60άρηδες).
18,6 εκατομμύρια άτομα παγκοσμίως πεθαίνουν κάθε χρόνο εξαιτίας καρδιαγγειακών νοσημάτων, καθιστώντας τα καρδιαγγειακά τη Νο 1 αιτία θανάτου του πληθυσμού, σύμφωνα με την Ελληνική Καρδιολογική Εταιρεία.
Τι σημαίνουν αυτά τα ποσοστά με απλά λόγια για τον καθένα μας; Οπως εξήγησε στο ΒΗΜΑ-Science o πρώτος συγγραφέας της μελέτης, καθηγητής Βιοστατιστικής και Επιδημιολογίας στη Σχολή Επιστημών Υγείας του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος της επιστημονικής επιτροπής για την υγεία και τους έκτακτους κινδύνους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Δημοσθένης Παναγιωτάκος, «κατ’ αρχάς σημαίνουν ότι τα καρδιαγγειακά νοσήματα πιθανότατα θα «χτυπήσουν την πόρτα» των περισσότερων ατόμων στη χώρα μας κάποια στιγμή στη ζωή τους, αν δεν ληφθεί άμεση δράση. Δείχνουν επίσης ότι τα καρδιαγγειακά νοσήματα δεν είναι… γένους αρσενικού, ιδίως στις ηλικίες άνω των 50 ετών».
Αλλαγές ζωής
Αποδεικνύουν όμως παράλληλα – και αυτό είναι το νευραλγικότερο, σύμφωνα με τον καθηγητή – ότι «απλές αλλαγές του τρόπου ζωής, όπως η υιοθέτηση της μεσογειακής διατροφής ή της άσκησης, μπορούν να μειώσουν σημαντικά τον διά βίου κίνδυνο για καρδιαγγειακά νοσήματα. Οι αλλαγές όμως αυτές πρέπει να γίνονται εφ’ όρου ζωής και όχι να λειτουργούν πυροσβεστικά, μόνο όταν κάποιος αναγκάζεται να τις ακολουθήσει επειδή του έχει πλέον γίνει διάγνωση για διαβήτη ή υπέρταση».
1 στους 3 θανάτους από καρδιαγγειακά νοσήματα αφορά άτομα κάτω των 70 ετών.
Σε ό,τι αφορά τη μελέτη, το 64,5% των συμμετεχόντων δεν ασκούνταν, το 41,4% ήταν καπνιστές (το 55,4% είχε καπνίσει σε κάποια φάση της ζωής του), το 58% ήταν υπέρβαροι ή παχύσαρκοι, το 42,7% είχε υπερχοληστερολαιμία, το 32,9% υψηλά τριγλυκερίδια, το 31,2% υπέρταση και το 7,1% διαβήτη τύπου 2. «Οπως επιβεβαίωσαν τα ευρήματά μας, ο διά βίου κίνδυνος για καρδιαγγειακά νοσήματα ήταν υψηλότερος στα άτομα και των δύο φύλων με υπέρταση, υπεροχληστερολαιμία, υπερτριγλυκεριδαιμία, παχυσαρκία, διαβήτη, καθώς και στους νυν καπνιστές και πρώην καπνιστές αλλά και σε όσους δεν ακολουθούσαν το μεσογειακό μοτίβο διατροφής».
Ηταν χαρακτηριστικό ότι, με βάση τα αποτελέσματα, οι 40άρηδες και οι 40άρες που δεν ακολουθούσαν το μεσογειακό πρότυπο διατροφής είχαν 68% μεγαλύτερο διά βίου κίνδυνο για καρδιαγγειακά. Οι άνδρες και οι γυναίκες στην ηλικία των 40 που δεν ασκούνταν συστηματικά είχαν 75% μεγαλύτερο διά βίου κίνδυνο για καρδιαγγειακά ενώ όσοι και όσες κάπνιζαν στα 40 τους είχαν 75% διά βίου κίνδυνο. Η υπέρταση στα 40 έτη συνδεόταν με 78% μεγαλύτερο διά βίου κίνδυνο καρδιαγγειακών και στα δύο φύλα και η υπερχοληστερολαιμία με αυξημένο ως και κατά 20% κίνδυνο. «Φαντάζεται κάποιος εύκολα ότι αν ένα άτομο έχει περισσότερους από έναν παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα ο διά βίου κίνδυνός του μπορεί να εκτοξεύεται και πάνω από το 300%. Στον αντίποδα όμως, αν εξαλείψει αυτούς τους παράγοντες, θα μπορέσει να μειώσει τον διά βίου κίνδυνο σε συντριπτικό ποσοστό. Είναι στο χέρι του καθενός και της καθεμιάς» κατέληξε ο κ. Παναγιωτάκος. Μια… διά βίου υπόσχεση καλύτερης, μακράς ζωής που οφείλει ο καθένας στον εαυτό του.
Η επίδραση στην πρόληψη
Η σημασία υπολογισμού του διά βίου κινδύνου
Ο υπολογισμός του διά βίου κινδύνου για τα καρδιαγγειακά νοσήματα μπορεί να επιφέρει τεράστιες ανατροπές στις πολιτικές υγείας, τόνισε ο κ. Παναγιωτάκος και εξήγησε: «Μέχρι σήμερα, σε ό,τι αφορά τα καρδιαγγειακά νοσήματα εκτιμούμε τον 10ετή κίνδυνο με αφετηρία πάντα την ηλικία του ατόμου σε μια δεδομένη στιγμή. Ο διά βίου κίνδυνος αφορά την εκτίμηση του κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα ενός ατόμου μέχρι το τέλος της ζωής του που υπολογίζεται στα 85 έτη κατά μέσο όρο με δεδομένη την ηλικία του αλλά και τους παράγοντες κινδύνου που έχει».]
150-300 λεπτά φυσικής δραστηριότητας μέτριας έντασης την εβδομάδα ή 75-150 λεπτά έντονης αεροβικής άσκησης εβδομαδιαίως συστήνεται από τους αρμόδιους οργανισμούς για μείωση της νοσηρότητας και θνητότητας από καρδιαγγειακά νοσήματα.
Αυτή η αλλαγή στον υπολογισμό του κινδύνου ώστε να καλύπτει όλη τη ζωή του ατόμου μπορεί να έχει πολύ σημαντική επίδραση στις στρατηγικές πρόληψης, ιδιαιτέρως σε ό,τι αφορά τα νεότερα άτομα, κατά τον καθηγητή: «Ας δώσουμε το εξής παράδειγμα: σε ένα 30χρονο άτομο, παρότι έχει διαβήτη, κάτι συχνό πλέον σε αρκετά νεαρά άτομα, με την “κλασική” μέτρηση του 10ετούς κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα, ο κίνδυνος δεν θα υπολογιζόταν πάνω από 1%-2%. Καταλαβαίνει κάποιος εύκολα ότι ένα τέτοιο ποσοστό δεν θα κινητοποιούσε το άτομο ούτε τον γιατρό του ώστε να αναλάβουν δράση. Ωστόσο αν στο ίδιο άτομο υπολογιστεί ο διά βίου κίνδυνος για καρδιαγγειακά, αυτός φθάνει το 60%-70%. Αυτό σημαίνει ότι το μήνυμα προς το άτομο θα είναι να αναλάβει ταχεία προληπτική δράση ώστε να αποφύγει ένα καρδιαγγειακό νόσημα σε μεγαλύτερη ηλικία, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για το μέλλον της υγείας και της ζωής του».