Όταν το 1845 δύο πλοία του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού, τα «HMS Ερέμπους» και «HMS Τέρορ», αναχώρησαν από τη Βρετανία με στόχο να ανακαλύψουν ένα θαλάσσιο πέρασμα που θα συνέδεε τον Ατλαντικό με τον Ειρηνικό Ωκεανό μέσω του Αρκτικού Κύκλου, κανείς δεν φανταζόταν πως αυτό το ταξίδι θα γεννούσε ένα μυστήριο που θα έτρεφε τη φαντασία συγγραφέων, σκηνοθετών και απλών πολιτών.

Τα ίχνη της αποστολής, που πήρε το όνομα του επικεφαλής της σερ Τζον Φράνκλιν, εξαφανίστηκαν τρία χρόνια αργότερα και η τύχη των 129 μελών των δύο πληρωμάτων παρέμενε άγνωστη. Οι Ινουίτ, αυτόχθονες πληθυσμοί που κατοικούν στις περιοχές του Αρκτικού Κύκλου, έκαναν ωστόσο λόγο για κανιβαλισμό μεταξύ των μελών των πληρωμάτων, προκαλώντας τις έντονες αντιδράσεις των Βρετανών.

«Μόνο άνθρωποι από τις κατώτερες και ακατονόμαστες τάξεις της κοινωνίας θα μπορούσαν να καταφύγουν σε τέτοιες φοβερές συμπεριφορές, κάτι που με κανέναν τρόπο δεν ταιριάζει στο προσωπικό του Βασιλικού Ναυτικού» έγραφε το 1854 ο διάσημος άγγλος μυθιστοριογράφος Τσαρλς Ντίκενς σε άρθρο του στο περιοδικό «Household Words».

Επειτα από δεκάδες αποστολές που ακολούθησαν για τον εντοπισμό των δύο πληρωμάτων και με τη συμβολή των Ινουίτ, βρέθηκαν ανθρώπινοι σκελετοί στο νησί Κινγκ Γουίλιαμ στον Βόρειο Καναδά.

Προκειμένου να εξακριβώσουν την ταυτότητα των ανθρώπινων λειψάνων, καναδοί ερευνητές προχώρησαν πρόσφατα σε ανάλυση DNA. Τα αποτελέσματα δημοσιεύθηκαν πριν από λίγες ημέρες στο επιστημονικό περιοδικό «Journal of Archaeological Science: Reports».

Οπως διαπιστώθηκε, μια κάτω σιαγόνα που έφερε πολλαπλές χαράξεις (κοψίματα) ανθρωπογενούς προέλευσης και οι οποίες υποδηλώνουν κανιβαλισμό ανήκε στον κυβερνήτη του «Ερέμπους», Τζέιμς Φιτζέιμς!

Πώς όμως μπόρεσαν οι επιστήμονες να αποδώσουν τη σιαγόνα στον Φιτζέιμς; Βασική προϋπόθεση για αυτό ήταν η ανεύρεση απογόνων του, ώστε να γίνουν οι απαραίτητες γενετικές συγκρίσεις.

Όπως εξήγησε στο ΒΗΜΑ-Science ο Ντάγκλας Στέντον, επίκουρος καθηγητής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο Γουότερλου στον Καναδά και επικεφαλής της έρευνας για την ταυτοποίηση των λειψάνων, «όταν ξεκινήσαμε την έρευνα το 2013 γνωρίζαμε ότι θα χρειαζόταν να δημιουργήσουμε δύο βάσεις δεδομένων DNA. Μία που θα αποτελείται από προφίλ DNA που αποκτήθηκαν από τα δείγματα οστών που βρήκαμε και μία άλλη που θα αποκτούσαμε από απογόνους των πληρωμάτων.

Ο Ντάγκλας Στέντον δίπλα στο πέτρινο μνήμα που περιέχει τα λείψανα του Τζέιμς Φιτζέιμς και δώδεκα άλλων μελών του πληρώματος.

Για την ανάλυση επιλέξαμε κατά προτίμηση τα δόντια καθώς η σύστασή τους και η θέση τους στην κάτω γνάθο επιτρέπουν καλύτερη διατήρηση του DNA. Το πρώτο βήμα για τον εντοπισμό απογόνων κατάλληλων για τη μελέτη μας ήταν να διαφημίσουμε την έρευνα. Διοργανώσαμε σε συνεργασία με το Καναδικό Μουσείο Ιστορίας μια έκθεση, στην οποία προσκαλέσαμε απογόνους μελών της αποστολής Φράνκλιν και τους ζητήσαμε να συμμετάσχουν στην έρευνα».

Καθώς η έρευνα συνεχίζεται, για να είναι κάποιος υποψήφιος για τη μελέτη πρέπει να αποδείξει γενεαλογική σχέση, επιβεβαιώνοντας μια αδιάσπαστη γραμμή καταγωγής από έναν κοινό πρόγονο με κάποιον από τα μέλη της αποστολής.

Τα δείγματα DNA που λαμβάνονται από απογόνους προέρχονται από το εσωτερικό των παρειών (στοματική κοιλότητα), τα οποία στη συνέχεια αποστέλλονται στο εργαστήριο για ανάλυση DNA. Επειτα τα αποτελέσματα συγκρίνονται με το DNA που ελήφθησαν από τα οστικά λείψανα για να διαπιστωθεί αν υπάρχει αντιστοιχία.

«Μέχρι σήμερα, μόνο δύο μέλη του πληρώματος έχουν ταυτοποιηθεί μέσω ανάλυσης DNA. Το 2021 ταυτοποιήσαμε τον Τζον Γκρέγκορι, μηχανικό του «Ερέμπους», ο οποίος πέθανε δύο χιλιόμετρα δυτικά της τοποθεσίας όπου πέθανε ο Φιτζέιμς.

Ονομάσαμε την πρώτη τοποθεσία NgLj-3 και τη δεύτερη NgLj-2. Σε αντίθεση με τα λείψανα του Φιτζέιμς, εκείνα του Γκρέγκορι δεν έφεραν κανένα σημάδι που να υποδηλώνει κανιβαλισμό. Με βάση τα ευρήματα που έχουμε ως τώρα, τρεις ακόμη άνθρωποι που δεν έχουν ακόμη ταυτοποιηθεί, φαίνεται πως έπεσαν θύμα κανιβαλισμού. Συνεχίζουμε τις προσπάθειές μας να εντοπίσουμε και άλλους απογόνους των πληρωμάτων» .

Τον δρόμο για όλα τα παραπάνω άνοιξε η εύρεση ενός γράμματος που άφησε ο Τζέιμς Φιτζέιμς τον Απρίλιο του 1848 κάτω από έναν λιθόσχημο σχηματισμό στο Βίκτορι Πόιντ (στο βόρειο τμήμα του νησιού Κινγκ Γουίλιαμ στον Καναδά).

Σε αυτό ο κυβερνήτης του «Ερέμπους» ανέφερε ότι οι επιζώντες αξιωματικοί και τα μέλη των πληρωμάτων εγκατέλειψαν τα πλοία στα Στενά Βικτώρια και κατευθύνονταν νότια προς την περιοχή Μπακ Ρίβερ προκειμένου να φτάσουν στο Εμπορικό Φυλάκιο του Κόλπου Χάντσον (ηπειρωτικός Βόρειος Καναδάς) και να ζητήσουν βοήθεια.

Μια ερευνητική αποστολή με επικεφαλής τον Μακ Κλίντοκ εντόπισε έντεκα χρόνια αργότερα το γράμμα και ακολούθησε τη διαδρομή που υποδείκνυε σε αυτό ο Φιτζέιμς. Η κίνησή τους αυτή απέφερε καρπούς: εντόπισαν μια βάρκα επάνω σε έλκηθρο και πολλούς σκελετούς.

Τα επόμενα χρόνια άλλοι ερευνητές βασιζόμενοι στο σημείωμα του Φιτζέιμς αλλά και σε προφορικές μαρτυρίες των Ινουίτ ανακάλυψαν ανθρώπινα λείψανα στις νότιες και δυτικές ακτές του νησιού Κινγκ Γουίλιαμ.

«Η αλήθεια είναι πως δεν ξέρουμε τους λόγους που οδήγησαν στον χαμό όλων αυτών των ανθρώπων που συμμετείχαν στην αποστολή του Σερ Φράνκλιν. Εχουν διατυπωθεί πολλές θεωρίες αλλά καμία από αυτές δεν έχει εξακριβωθεί» σημειώνει ο Στέντον.

Με άλλα λόγια, η σημερινή «αποστολή» των επιστημόνων να διαλευκάνουν το μυστήριο θα πάρει ακόμη πολύ χρόνο.