Η μεσογειακή διατροφή – το διατροφικό αυτό πρότυπο που βασίζεται κατά κύριο λόγο στη διατροφή των Κρητών των μέσων του 20ού αιώνα δίνοντας έμφαση στα φρέσκα φρούτα και λαχανικά, στα όσπρια και στο ελαιόλαδο, με το κρέας, ιδιαιτέρως το κόκκινο, να αποτελεί σπάνιο… επισκέπτη στο τραπέζι – δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις σε ό,τι αφορά τα οφέλη της για την ανθρώπινη υγεία.

Από τη στιγμή που η περίφημη Mελέτη των Επτά Χωρών, η οποία διεξήχθη στα μέσα του 20ού αιώνα, ανέδειξε τα μεγάλα οφέλη της μεσογειακής διατροφής για τον ανθρώπινο οργανισμό, πλήθος μελετών έχουν επιβεβαιώσει και συνεχίζουν να επιβεβαιώνουν ότι το συγκεκριμένο διατροφικό μοντέλο αποτελεί «συνταγή» υγείας και μακροζωίας λειτουργώντας ως «ασπίδα» ενάντια τόσο στα καρδιαγγειακά, στα μεταβολικά και στα ενδοκρινικά νοσήματα, όσο και ενάντια σε μορφές καρκίνου.

Η λιτή αλλά τόσο «πλούσια» σε θρεπτικά συστατικά αυτή διατροφή που διόλου τυχαία από το 2010 έχει ενταχθεί στον κατάλογο της UNESCO για την άυλη πολιτιστική κληρονομιά της ανθρωπότητας, φαίνεται όμως ότι αποτελεί και «διαβατήριο» υγείας και μακροημέρευσης του πλανήτη μας, ο οποίος ασθενεί ολοένα και πιο βαριά εξαιτίας μας.

Μια πρόσφατη ανασκόπηση μελετών με ελληνική υπογραφή (για την ακρίβεια με τρεις ελληνικές υπογραφές), η οποία δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Climate», ήρθε μάλιστα να δείξει ότι η μεσογειακή διατροφή είναι η πιο «eco-friendly» διατροφή – ένα διατροφικό μοντέλο που δεν φροντίζει μόνο για την ευζωία αυτής της γενιάς αλλά συμβάλλει και στην προστασία του πλανήτη ώστε να μπορούν να τον χαίρονται και οι γενιές που θα ακολουθήσουν.

Φαγητό για το σήμερα και το αύριο

Η «βιωσιμότητα» και η «βιώσιμη ανάπτυξη» ορίστηκαν για πρώτη φορά το 1987 σε έκθεση της Διεθνούς Επιτροπής για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη που τιτλοφορείτο «Το κοινό μέλλον μας» ως «μια ανάπτυξη που ικανοποιεί τις ανάγκες του παρόντος χωρίς να διακυβεύει την ικανότητα των μελλοντικών γενεών να ικανοποιήσουν τις δικές τους ανάγκες». Ωστόσο, τα όσα συμβαίνουν αυτή τη στιγμή στον πλανήτη αποδεικνύουν περίτρανα ότι το μονοπάτι που έχει πάρει η ανθρωπότητα είναι εκ διαμέτρου αντίθετο από εκείνο της βιωσιμότητας.

Τι σχέση μπορεί να έχουν όλα αυτά με τη διατροφή; Αμεση, αφού τα διατροφικά μοτίβα παίζουν σημαντικό ρόλο στη βιωσιμότητα ή μη του πλανήτη μας. Στην ανασκόπηση που ανέλυσε όλη τη σχετική επιστημονική βιβλιογραφία η οποία περιλαμβανόταν σε τρεις γνωστές ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων (PubMed, Medline, Google Scholar) επισημαίνεται ότι τα βιώσιμα διατροφικά μοτίβα διαθέτουν τρία συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: 1) η παραγωγή των τροφίμων που τα απαρτίζουν έχει μικρή επίδραση στο περιβάλλον, 2) συνδέονται με υψηλή ασφάλεια των τροφίμων και 3) συμβάλλουν σε μια υγιέστερη ζωή.

Αυτό το τελευταίο έχει αποδειχθεί με το παραπάνω επανειλημμένως, όπως ανέφερε στο ΒΗΜΑ-Science o κ. Νικόλαος Κατσιλάμπρος, ομότιμος καθηγητής Παθολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ), επίτιμο μέλος της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Παθολογίας καθώς και της Ομάδας Μελέτης για τη Διατροφή της Ευρωπαϊκής Διαβητολογικής Εταιρείας, που ήταν ένας εκ των τριών συγγραφέων της ανασκόπησης.

«Οι ρίζες της επίδρασης της μεσογειακής διατροφής στην υγεία ανάγονται στη Μελέτη των Επτά Χωρών που διεξήχθη στο μέσον του 20ού αιώνα . Η μελέτη περιέλαβε διάφορες περιοχές σε επτά χώρες, μεταξύ αυτών και στη χώρα μας. Αποδείχθηκε περίτρανα ότι, ιδιαιτέρως στην Κρήτη, η θνησιμότητα μετά από πάροδο 15 ετών ήταν σαφώς χαμηλότερη στο ελληνικό δείγμα πληθυσμού σε σχέση με άλλες χώρες. Αυτό κυρίως αποδόθηκε στο ποιόν της διατροφής. Ειδικότερα, η συχνότητα των θανάτων σχετιζόταν κυρίως με αυξημένη κατανάλωση ζωικού λίπους (προπαντός στη Φινλανδία), ενώ αντίστροφα οι θάνατοι ήταν αναλογικά λιγότεροι με την κατανάλωση ελαιολάδου (Κρήτη) ή γενικότερα πολυακόρεστων λιπών (Ιαπωνία)».

Η Μελέτη των Επτά Χωρών

Η Μελέτη των Επτά Χωρών ήταν μόνο η αρχή, καθώς έκτοτε πληθώρα μελετών επιβεβαίωσε ότι η συνεπής «προσκόλληση» στις αρχές της μεσογειακής διατροφής συνδυάζεται με πολλές και σημαντικές ευμενείς επιδράσεις στην υγεία μας, υπογράμμισε ο κ. Κατσιλάμπρος, συμπληρώνοντας μάλιστα ότι ορισμένες σημαντικές τέτοιες δημοσιεύσεις προέρχονταν από την ομάδα του αείμνηστου καθηγητή Δημητρίου Τριχόπουλου και της καθηγήτριας Αντωνίας Τριχοπούλου.

Ο καθηγητής παρέθεσε κάποιες από αυτές τις εμβληματικές μελέτες: «Μια παλαιότερη, αλλά βαρύνουσα μελέτη 20ετούς διάρκειας σε 75.000 νοσηλεύτριες των ΗΠΑ (με συμβολή του έλληνα καθηγητή Χρήστου Μαντζώρου), έδειξε ότι η υιοθέτηση της μεσογειακής διατροφής συνεπάγεται σημαντική μείωση του κινδύνου για στεφανιαία νόσο και εγκεφαλικά επεισόδια καθώς και για θανάτους από καρδιαγγειακά αίτια.

Αλλες μελέτες υπέδειξαν ότι σε ασθενείς με μεταβολικό σύνδρομο που ακολούθησαν για δύο χρόνια δίαιτα με τα χαρακτηριστικά της μεσογειακής διατροφής, παρατηρήθηκε σημαντική μείωση των δεικτών φλεγμονής, δηλαδή παραγόντων που προδιαθέτουν σε αθηροσκλήρωση. Επίσης, σε μια τυχαιοποιημένη μελέτη τεσσάρων ετών σε 215 υπέρβαρους ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 η μεσογειακή διατροφή οδήγησε σε μεγαλύτερη απώλεια βάρους και σε μείωση του υψηλού σακχάρου του αίματος. Σε ό,τι αφορά τα νεοπλάσματα, η προσήλωση στη μεσογειακή διατροφή φαίνεται ότι σε κάποιο βαθμό προστατεύει από την εμφάνιση ή και την επιδείνωση ορισμένων καρκίνων όπως του μαστού, του προστάτη, του παχέος εντέρου, του παγκρέατος».

Διατροφική «ασπίδα» για την υγεία

Στην ανασκόπηση περιλαμβάνονται και πολλά άλλα ερευνητικά ευρήματα που «μιλούν» για τα οφέλη της μεσογειακής διατροφής ενάντια σε πλήθος παθήσεων: για παράδειγμα μετα-ανάλυση 12 μελετών παρακολούθησης έδειξε μείωση του κινδύνου εμφάνισης πολλαπλής σκλήρυνσης (σκλήρυνση κατά πλάκας) σε άτομα που ακολουθούσαν μεσογειακή διατροφή κατά 19%. Από μια άλλη μετα-ανάλυση προέκυψε αύξηση κατά 49% των πιθανοτήτων για ύφεση της πολλαπλής σκλήρυνσης στους ασθενείς που ακολουθούσαν το μεσογειακό πρότυπο διατροφής.

Μεγάλα φάνηκε να είναι τα οφέλη από την υιοθέτηση της μεσογειακής διατροφής και σε ό,τι αφορούσε την πρόληψη και διαχείριση των ενδοκρινικών παθήσεων όπως η αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα, ο καρκίνος του θυρεοειδούς, το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών αλλά και οι νευροενδοκρινείς όγκοι.

Για ποιον λόγο όμως το μεσογειακό μοντέλο διατροφής αποτελεί τόσο μεγάλη «ασπίδα» για τον ανθρώπινο οργανισμό; Το μυστικό κρύβεται στα επιμέρους πολύτιμα συστατικά του, εξήγησε στο ΒΗΜΑ-Science o κ. Χάρης Δημοσθενόπουλος, κλινικός διαιτολόγος, προϊστάμενος του Διαιτολογικού Τμήματος στο νοσοκομείο «Λαϊκό», διδάκτορας της Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ και έτερος συγγραφέας της ανασκόπησης.

«Τα βασικά συστατικά της μεσογειακής διατροφής είναι τα φρούτα και τα λαχανικά που προσφέρουν ένα ευρύ φάσμα βιταμινών, μετάλλων και φυτικών ινών. Σημαντική θέση κατέχουν επίσης τα δημητριακά ολικής αλέσεως και τα όσπρια που είναι πλούσια σε θρεπτικά συστατικά για την παροχή ενέργειας αλλά και για καλύτερη γλυκαιμική ρύθμιση. Οι πρωτεΐνες στη μεσογειακή διατροφή είναι χαμηλές σε λίπος και προέρχονται από τα ψάρια, τα πουλερικά και τα αβγά, που είναι απαραίτητα για την υγεία και την αποκατάσταση των μυών, την άμυνα και την ενέργεια του οργανισμού.

Επιπροσθέτως »σήμα κατατεθέν» της μεσογειακής διατροφής είναι τα καλής ποιότητας λιπαρά τα οποία προέρχονται κυρίως από το ελαιόλαδο, τους ξηρούς καρπούς και τους σπόρους, αλλά και τα ω3 λιπαρά οξέα που περιέχονται στα ψάρια, συμβάλλοντας στην καλύτερη υγεία της καρδιάς. Παράλληλα άκρως σημαντική στο πλαίσιο της συγκεκριμένης διατροφής είναι η πολύ περιορισμένη κατανάλωση κόκκινου κρέατος – όχι πάνω από μια φορά την εβδομάδα – και των υπερεπεξεργασμένων τροφίμων. Σε ό,τι αφορά το αλκοόλ και αυτό καταναλώνεται με μέτρο – συνήθως πρόκειται για λίγο κόκκινο κρασί μαζί με τα γεύματα».

Στην ανασκόπηση τονίζεται επίσης ότι μεσογειακή διατροφή δεν σημαίνει μόνο υψηλής διατροφικής αξίας πρώτη ύλη: μεσογειακή διατροφή είναι και τα βότανα αλλά και τα καρυκεύματα που χρησιμοποιούνται στο φαγητό αλλά και ο τρόπος μαγειρέματος. Είναι επίσης η χαρά τού να μαζεύονται οι άνθρωποι γύρω από ένα τραπέζι, να κοινωνικοποιούνται, να ανταλλάσσουν απόψεις, να μιλούν, να χαίρονται. Μεσογειακή διατροφή είναι ένας ολόκληρος τρόπος ζωής, «βάλσαμο» για το σώμα και την ψυχή.

Περιβαλλοντικό «βάλσαμο»

«Βάλσαμο» όμως και για το περιβάλλον που «νοσεί» κάθε ημέρα και περισσότερο. Οπως ανέφερε στο ΒΗΜΑ-Science η κυρία Χρυσή Κολιάκη, παθολόγος, διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ και επιστημονική συνεργάτιδα του Διαβητολογικού Κέντρου στο «Λαϊκό» Νοσοκομείο, που ήταν η πρώτη συγγραφέας της ανασκόπησης, «η κλιματική αλλαγή αποτελεί σήμερα μια τεράστια παγκόσμια απειλή τόσο για την υγεία του ανθρώπου όσο και για την περιβαλλοντική σταθερότητα και βιωσιμότητα. Η εκρηκτική αύξηση του πληθυσμού παγκοσμίως και οι διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες για παραγωγή τροφής επιδρούν αρνητικά σε πληθώρα κρίσιμων περιβαλλοντικών παραμέτρων».

Ποιες είναι αυτές οι παράμετροι; «Τα συστήματα παραγωγής φαγητού σχετίζονται με αυξημένη εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου – κυρίως διοξειδίου του άνθρακα – και μέσω αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη επιδεινώνουν την κλιματική αλλαγή, ενώ ο σύγχρονος τρόπος διατροφής δυτικού τύπου, που στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε τρόφιμα ζωικής προέλευσης, έχει σημαντικό αρνητικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα.

Η μεσογειακή διατροφή, εκτός από τις τεκμηριωμένες ευεργετικές της δράσεις στην προαγωγή της ανθρώπινης υγείας, θεωρείται μια δίαιτα απολύτως φιλική προς το περιβάλλον με πολλαπλές ευνοϊκές περιβαλλοντικές επιδράσεις, που περιλαμβάνουν τη μείωση των ανθρωπογενών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, τη μείωση της κατανάλωσης νερού και ενεργειακών πόρων και την προαγωγή της βιοποικιλότητας και της βιωσιμότητας των οικοσυστημάτων. Το θετικό περιβαλλοντικό της αποτύπωμα οφείλεται κυρίως στη φυτική προέλευση των συστατικών της».

Στην ανασκόπηση παρουσιάζονται παραδείγματα μελετών που μαρτυρούν πώς η μεσογειακή διατροφή μπορεί να βοηθήσει στη σωτηρία του πλανήτη. Είναι χαρακτηριστική ισπανική μελέτη σύμφωνα με την οποία η αύξηση της υιοθέτησης της μεσογειακής διατροφής μπορεί να οδηγήσει σε μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 72%, σε μείωση της χρήσης γης κατά 58%, σε μείωση της κατανάλωσης ενέργειας κατά 52% και της κατανάλωσης νερού κατά 33% στη συγκεκριμένη χώρα – στον αντίποδα η μεγαλύτερη προσήλωση στο διατροφικό μοτίβο δυτικού τύπου μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση όλων αυτών των περιβαλλοντικών παραμέτρων κατά 12%-72%.

Μια άλλη ισπανική μελέτη, η οποία διερεύνησε τη σύνδεση μεταξύ των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα οι οποίες σχετίζονταν με τη διατροφή και της μεσογειακής διατροφής σε ηλικιωμένους Ισπανούς με μεταβολικό σύνδρομο, έδειξε ότι όσοι ακολουθούσαν πιο πιστά τη μεσογειακή διατροφή ήταν υπεύθυνοι για λιγότερες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, άρα ρύπαιναν λιγότερο το περιβάλλον. Από τη συγκεκριμένη μελέτη προέκυψε επίσης ότι η μεγάλη κατανάλωση φρούτων, λαχανικών, καρπών και δημητριακών ολικής αλέσεως καθώς και η κατανάλωση λευκού κρέατος αντί για κόκκινο συνδέονταν με μικρότερες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα.

Συνολικά, όπως κατέληξε η δρ Κολιάκη, η μεσογειακή διατροφή είναι μια διατροφή που εντάσσεται στο αποκαλούμενο «One Health model», το οποίο θεωρεί την ατομική και περιβαλλοντική υγεία άρρηκτα συνδεδεμένες και πρακτικά ταυτόσημες. «Υπό την τρέχουσα ασφυκτική πίεση της ραγδαία εξελισσόμενης κλιματικής αλλαγής, οι επαγγελματίες υγείας παγκοσμίως οφείλουν να δίνουν διατροφικές συστάσεις που να στοχεύουν παράλληλα στη διατήρηση και βελτίωση της ανθρώπινης αλλά και της πλανητικής υγείας, και να εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του περιβάλλοντος». Διότι εκτός από φιλική για τον άνθρωπο η μεσογειακή διατροφή αποδεικνύεται ότι είναι «Δίαιτα για την υγεία του Πλανήτη»!

Ποιες χώρες εγκαταλείπουν το μοντέλο

Οι προκλήσεις προκειμένου να έχει ακόμη μεγαλύτερη διάδοση η μεσογειακή διατροφή, που όπως όλα αποδεικνύουν αποτελεί «θησαυρό», είναι πολλές, επισημαίνεται στη νέα ανασκόπηση μελετών. Η πρώτη και κύρια αφορά το ότι ακόμη και οι μεσογειακές χώρες εγκαταλείπουν βασικά συστατικά του μεσογειακού μοντέλου διατροφής, όπως τα φυτικά προϊόντα.

«Ιδίως κατά την περίοδο 1990-2009 εμφανίστηκε μείωση στην κατανάλωση φυτικών προϊόντων στην Ισπανία (-0,19%), στην Αλβανία (-12,04%), στη Βοσνία (-6,17%), στην Πορτογαλία (-5,80%), στην Κροατία (-3,05%), στον Λίβανο (-3,20%), στο Ισραήλ (-2,41%), στην Ελλάδα (-2,19%), στο Μαρόκο (-1,65%), στην Τυνησία (-1,83%) και στη Μάλτα (-1,13%). Παράλληλα η μέση κατανάλωση ζωικής πρωτεΐνης αυξήθηκε κατά την ίδια περίοδο από 1,7% στην Ιταλία ως 69,2% στην Αίγυπτο και 75% στην Αλβανία αλλά και σε άλλες μεσογειακές χώρες».

Και αν η προσήλωση στη μεσογειακή διατροφή είναι δύσκολη στις ίδιες τις μεσογειακές χώρες, φαντάζεται κάποιος εύκολα πως είναι ακόμη πιο δύσκολο να ακολουθήσουν αυτού του τύπου τη διατροφή οι κάτοικοι χώρων εκτός της λεκάνης της Μεσογείου, οι οποίοι δεν μπορούν να έχουν καν τόσο εύκολη πρόσβαση στα τρόφιμα-«πυλώνες» της.
Οι συγγραφείς της ανασκόπησης σημειώνουν ότι υπάρχουν οικονομικοί, κοινωνικο-πολιτισμικοί, γνωστικοί, αισθητηριακοί, δημογραφικοί και άλλοι παράγοντες όπως αυτοί που σχετίζονται με τη διαθεσιμότητα και την πρόσβαση στις τροφές που «χτίζουν» την πυραμίδα της μεσογειακής διατροφής, οι οποίοι δημιουργούν προσκόμματα στην περαιτέρω διάδοσή της.