Η απόφαση της επιτροπής των βραβείων Νομπέλ να τιμήσει τον επιστήμονα που διαλεύκανε τη σχέση των ανθρώπων με τους εξελικτικούς προγόνους του, εκτιμήθηκε ιδιαιτέρως από την επιστημονική κοινότητα. Δικαίως! Η γνώση της προέλευσης του ανθρώπινου είδους αφενός ικανοποιεί μια ενδόμυχη περιέργεια, αφετέρου μπορεί να έχει απτά οφέλη ιατρικής φύσεως. Ωστόσο, παρά τον ανθρωποκεντρισμό μας, εξελικτικά είμαστε «χθεσινοί», μόλις ένα μικρό κλαδάκι στο τεράστιο δέντρο της ζωής: οι πρώτες μορφές ζωής εμφανίστηκαν στον πλανήτη πριν από 3,7 δισεκατομμύρια χρόνια, ενώ η παρουσία του ανθρώπου στη Γη μετριέται σε μερικές χιλιάδες χρόνια.
Περιττό να πούμε πόσο «καυτό» θεωρείται το ερώτημα της έναρξης της ζωής πάνω στη Γη. Στο κάτω-κάτω αν δεν είχε αρχίσει η ζωή, κανείς δεν θα υπήρχε για να αναρωτηθεί για τίποτε! Στην ουσία πρόκειται για ένα ερώτημα χημείας και μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: κάτω από ποιες συνθήκες συναντήθηκαν και αντέδρασαν χημικά μόρια τα οποία είναι απαραίτητα για τη δημιουργία ζωντανών οργανισμών; Πώς δηλαδή από την άβια ύλη περάσαμε σε έμβιους οργανισμούς; Εδώ και δεκαετίες, η πλειονότητα των ερευνητών συμφωνεί ότι η δημιουργία της ζωής απαίτησε παρουσία νερού. Πράγματι, είναι λογικότερο να φανταστεί κανείς ότι χημικά μόρια που κινούνται σε ένα υδατικό διάλυμα έρχονται κοντά και αντιδρούν, παρά όταν αυτά ίπτανται στον αέρα. Ωστόσο, οι πιθανότητες να συναντηθούν δύο κομβικής σημασίας για την έναρξη της ζωής χημικά μόρια σε έναν τεράστιο όγκο νερού, είναι σαφώς μειωμένες.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.