Βαριατρική χειρουργική ονομάζεται η πραγματοποίηση χειρουργικών επεμβάσεων στο γαστρεντερικό σύστημα με σκοπό την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας, μιας νόσου που έχει λάβει επιδημικές διαστάσεις. Στη χώρα μας υπολογίζεται ότι 32% των ενηλίκων πάσχουν από παχυσαρκία, έχουν δηλαδή Δείκτη Μάζας Σώματος >30 kg/m2 (όπου ΔΜΣ=Βάρος (kg)/[Υψος (m)]2. Παρά τη σημαντική πρόοδο των τελευταίων ετών στη φαρμακευτική αντιμετώπιση της παχυσαρκίας, η βαριατρική χειρουργική εξακολουθεί να αποτελεί την πιο αποτελεσματική μέθοδο για τη μακροπρόθεσμη αντιμετώπιση της πολύ σοβαρής παχυσαρκίας, οδηγώντας σε απώλεια βάρους που φθάνει το 25-30% σε βάθος 15-20 ετών.
Οι δύο κύριες, παγκοσμίως αποδεκτές και καλύτερα μελετημένες βαριατρικές επεμβάσεις είναι η γαστρική παράκαμψη κατά Roux-en-Y (Roux-en-Y gastric bypass) και η επιμήκης γαστρεκτομή (sleeve gastrectomy). Παρότι για πολλά χρόνια πιστεύετο ότι η μεν πρώτη δρα μέσω απώλειας θερμίδων από τον γαστρεντερικό σωλήνα λόγω δυσαπορρόφησης που προκύπτει από την παράκαμψη μεγάλου τμήματος του λεπτού εντέρου, η δε δεύτερη μέσω περιορισμού της τροφής στο προκύπτον στενό υπόλειμμα του στομάχου, μεγάλος αριθμός μελετών έχει ανατρέψει αυτή την πεποίθηση. Είναι πλέον γνωστό ότι μετά από τις επεμβάσεις αυτές προκύπτει μια δραματική μεταβολή στην έκκριση ορμονών του γαστρεντερικού σωλήνα που οδηγεί σε μείωση της πείνας και αύξηση του κορεσμού. Ετσι, οι ασθενείς προσλαμβάνουν λιγότερη τροφή και οδηγούνται σε απώλεια βάρους. Επιπλέον, αυτή η ορμονική προσαρμογή οδηγεί σε θεαματική βελτίωση της γλυκόζης του αίματος σε άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, σε βαθμό που ενίοτε μπορεί κανείς να μιλά για υποστροφή του διαβήτη. Ο όρος «μεταβολική χειρουργική» έχει δημιουργηθεί για να περιγράψει τις βαριατρικές επεμβάσεις που διενεργούνται με σκοπό, πέραν της απώλειας βάρους, τη βελτίωση των μεταβολικών διαταραχών που συνοδεύουν την παχυσαρκία και κυρίως του διαβήτη τύπου 2.
Μέχρι πρότινος, οι διεθνείς οδηγίες επεφύλασσαν τη βαριατρική χειρουργική για άτομα με πολύ σοβαρή νόσο, ήτοι ΔΜΣ >40, ή ΔΜΣ >35 εφόσον υπάρχουν συνοδές της παχυσαρκίας παθήσεις και η μη χειρουργική αντιμετώπιση δεν έχει επιφέρει αποτελέσματα.
Υπάρχει πλέον πληθώρα μελετών που καταδεικνύουν το όφελος της βαριατρικής χειρουργικής και σε άτομα με χαμηλότερο ΔΜΣ, τόσο στη βελτίωση της ρύθμισης του διαβήτη όσο και στη μείωση της θνητότητας από πολλά αίτια, με κυριότερη τη θνητότητα από καρδιοαγγειακά αίτια και καρκίνο. Με βάση αυτές τις μελέτες, οι νέες διεθνείς οδηγίες συνιστούν να χειρουργούνται άτομα με ΔΜΣ >35, ακόμη και εάν δεν συντρέχουν συνοδές της παχυσαρκίας παθήσεις, στα δε άτομα με διαβήτη τύπου 2, η χειρουργική μπορεί να εφαρμοστεί υπό προϋποθέσεις και σε άτομα με ΔΜΣ απλώς >30. Επιπλέον, καταργούν τα στενά ηλικιακά όρια των 16 έως 65 ετών και αφήνουν περιθώριο για επέμβαση και σε παιδιά και εφήβους με σοβαρή παχυσαρκία, αλλά και σε άτομα άνω των 65 ετών με καλή βιολογική ηλικία.
Σε κέντρα αριστείας η συχνότητα των επιπλοκών και της θνητότητας της βαριατρικής χειρουργικής είναι εξαιρετικά χαμηλή. Είναι λοιπόν ανάγκη οι ασθενείς με σοβαρή παχυσαρκία που δεν ανταποκρίνεται επαρκώς στην αγωγή να απευθύνονται σε ειδικούς στην παχυσαρκία επαγγελματίες υγείας, οι οποίοι θα είναι εις θέση να τους πληροφορήσουν και να τους κατευθύνουν υπεύθυνα.
Ο κ. Αλέξανδρος Διον. Κόκκινος
είναι καθηγητής Παθολογίας στο ΕΚΠΑ.
Ο κ. Νικόλαος Λ. Κατσιλάμπρος είναι
ομότιμος καθηγητής Ιατρικής Σχολής στο ΕΚΠΑ.