«Ένας ολοένα αυξανόμενος αριθμός έγκριτων επιστημόνων διατείνεται ότι το γήρας είναι μια πάθηση που μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε. Ορισμένοι φτάνουν στο σημείο να λένε ότι μπορούμε και να το «θεραπεύσουμε», εξασφαλίζοντας τη δυνατότητα να ζούμε για πάντα.
* * *
Όταν ρώτησα τον πρώτο άνθρωπο από τον οποίο πήρα συνέντευξη τι έχει να πει για κάποιους συναδέλφους του που διατείνονται ότι είμαστε κοντά στην επέκταση της ανθρώπινης ζωής ως τα 150, 500, 1.000 χρόνια και βάλε, μου αποκρίθηκε: «Αυτό που έχω να τους ρωτήσω είναι τι καπνίζουν».
* * *
Καθώς βρίσκομαι στα τέλη της έκτης δεκαετίας, απολαμβάνοντας τις χαρές της εφήμερης ζωής μου, υπάρχουν στιγμές, όταν σηκώνομαι το πρωί από το κρεβάτι ή όταν βγαίνω από το αυτοκίνητο ύστερα από ώρες οδήγησης, που νιώθω την αναπόδραστη επέλαση του γήρατος στον κριγμό των αρθρώσεών μου. Την ώρα που στέκομαι μια στιγμή να τεντώσω τα πονεμένα μου άκρα, λαχταρώ λίγο λαδάκι, όπως βάζουμε στο ποδήλατο για να αλλάζουν πιο εύκολα οι ταχύτητες».
Τα παραπάνω τρία αποσπάσματα από την εισαγωγή της συγγραφέως Σου Άρμστρονγκ στο βιβλίο της «Πίστωση χρόνου» περιγράφουν επακριβώς το τι συμβαίνει σήμερα στο πεδίο της γεροντολογίας, δηλαδή της μελέτης του γήρατος. Από τη μια βρίσκονται εκείνοι οι υπεραισιόδοξοι επιστήμονες που προσπαθούν να μας πείσουν ότι το γήρας είναι μια θεραπεύσιμη ασθένεια και από την άλλη οι μετριοπαθείς οι οποίοι μελετώντας τη φυσιολογία του γήρατος προσπαθούν να κάνουν καλύτερα τα τελευταία χρόνια της ανθρώπινης ζωής. Και όλα αυτά βεβαίως ακουμπούν πάνω στην πανανθρώπινη επιθυμία να νικήσουμε τον θάνατο, η οποία παραμένει ισχυρή όσο και αν διαψεύδεται από καταβολής κόσμου.
«Το βιβλίο τελειώνει αισιόδοξα υποστηρίζοντας ότι, χάρη στην επιστήμη, τα τελευταία χρόνια της ζωής μας θα μπορούσαν να είναι απολαυστικά και όχι μια παράταση της διαδικασίας του θανάτου».
Η Αρμστρονγκ, η οποία έχει μια μακρά εμπειρία συγγραφής ιατρικών κειμένων, βασίζει το βιβλίο της αποδεχόμενη την κυρίαρχη θεωρία για τη γήρανση, δηλαδή τη θεωρία του φθαρτού σώματος. Σύμφωνα με αυτή, η πλειονότητα των κυττάρων του σώματός μας απαιτούνται μόνο μέχρι να αναπαραχθούμε και να συμβάλουμε στην επιτυχή ανάπτυξη της επόμενης γενιάς. Στη συνέχεια, και επειδή η συντήρηση των κυττάρων είναι μια πολύ ενεργοβόρος διαδικασία, η επένδυση σε αυτή καθίσταται ασύμφορη.
Υπό το πρίσμα αυτής της θεωρίας, η συγγραφέας παραθέτει μια πληθώρα ερευνητικών ευρημάτων (φτάνοντας βέβαια μέχρι το 2019, χρονιά κατά την οποία το βιβλίο εκδόθηκε στην αγγλική). Τα ευρήματα δίνονται κυρίως μέσα από συνεντεύξεις με πληθώρα έγκριτων επιστημόνων και αφορούν την κυτταρική διαίρεση και τη μείωση των τελομερών (των ακραίων σημείων των χρωμοσωμάτων, το μήκος των οποίων αντικατοπτρίζει το μήκος της ζωής των κυττάρων), την ανάπτυξη της φλεγμονής και την επίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος στη διαδικασία της γήρανσης.
Η μακρόχρονη εμπειρία της Αρμστρονγκ στη δημοσιογραφία ιατρικού περιεχομένου αλλά και εκλαΐκευσης είναι εμφανής σε πολλά σημεία του βιβλίου, με χαρακτηριστικότερη ίσως περίπτωση τα κεφάλαια 17 και 18 όπου καταπιάνεται με τη νόσο Αλτσχάιμερ.
Το βιβλίο, το οποίο καθόλου δεν συμμερίζεται την υπεραισιόδοξη άποψη για επίτευξη αθανασίας, τελειώνει αισιόδοξα υποστηρίζοντας ότι, χάρη στην επιστήμη, τα τελευταία χρόνια της ζωής μας θα μπορούσαν να είναι απολαυστικά και όχι μια παράταση της διαδικασίας του θανάτου.
Αν και το βιβλίο απευθύνεται και στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, υπάρχουν σημεία του θα δυσκόλευαν τον μη εξοικειωμένο αναγνώστη. Πρόκειται όμως για ένα βιβλίο που θα ήταν πολύ χρήσιμο σε βιολόγους που ενδιαφέρονται για τη μελέτη της γήρανσης αλλά και γιατρούς καθώς «παραδίδει μαθήματα» στην επεξήγηση των ερευνητικών δεδομένων στους ασθενείς. Τέλος, στα δυνατά σημεία του βιβλίου, την αγγλική έκδοση του οποίου έχουμε διαβάσει, είναι η μετάφραση και επιστημονική επιμέλεια από την Ευρυδίκη Κραββαρίτη.