Μια νέα απειλή για το ευαίσθητο οικοσύστημα της Ανταρκτικής εντόπισαν αυστραλοί ερευνητές. Σύμφωνα με μελέτη που πραγματοποίησαν, επιπλέοντα αντικείμενα μπορούν να φτάσουν στις παγωμένες ακτές της λευκής ηπείρου, διανύοντας πολύ μεγαλύτερες αποστάσεις από εκείνες που πίστευαν μέχρι πρότινος οι επιστήμονες.
Οπως διαπιστώθηκε από τη μελέτη που δημοσιεύθηκε πριν από λίγες ημέρες στο επιστημονικό περιοδικό «Global Change Biology», μεγάλες μάζες φυκιών σε συνδυασμό με ξύλα, πέτρες και πλαστικά – κυρίως – σκουπίδια σχηματίζουν «σχεδίες» που μεταφέρουν θαλάσσια είδη από μακρινά χερσαία μέρη όπως η Νέα Ζηλανδία, η Αυστραλία, η Νότια Αφρική και η Νότια Αμερική.
Σύμφωνα με την ωκεανογράφο, μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Θαλάσσιων και Ανταρκτικών Σπουδών στο Χόμπαρτ της Αυστραλίας και επικεφαλής της μελέτης Χάνα Ντόουσον, πρόκειται για είδη που ποτέ δεν θα είχαν τρόπο να φτάσουν στην Ανταρκτική και που θα μπορούσαν να αποτελέσουν σημαντική απειλή για το εύθραυστο οικοσύστημα της περιοχής.
«Σκοπός της έρευνάς μας ήταν να κατανοήσουμε πόσο συχνά και από πού προέρχονται τα επιπλέοντα σκουπίδια στις ακτές της συγκεκριμένης ηπείρου.
Παλιότερα, οι επιστήμονες είχαν χρησιμοποιήσει μεθόδους γενετικής ταυτοποίησης για να δείξουν ότι πλωτές μάζες φυκιών και αντικείμενα ανθρώπινης προέλευσης μπορούν να φτάσουν στην Ανταρκτική από μικρά νησιά του Νότιου Ωκεανού.
Δεν γνωρίζαμε όμως πόσο συχνά συνέβαινε αυτό, ούτε από ποιο άλλο μέρος θα μπορούσαν να παρασυρθούν αντικείμενα. Τα ευρήματα της μελέτης μάς εξέπληξαν καθώς διαπιστώσαμε ότι τα αντικείμενα διανύουν πραγματικά τεράστιες αποστάσεις και φτάνουν από Νότια Αμερική, Νότια Αφρική, Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία. Αυτό σημαίνει ότι οι ακτές της Ανταρκτικής συνδέονται ευρύτερα με τις χερσαίες μάζες του Νότιου Ημισφαιρίου» εξηγεί η νεαρή επιστήμονας στο ΒΗΜΑ-Science.
Μεθοδολογία
Οι αυστραλοί ερευνητές χρησιμοποίησαν υπολογιστικά μοντέλα προσομοίωσης προκειμένου να εντοπίσουν την προέλευση και τη συχνότητα άφιξης εικονικών αντικειμένων στην Ανταρκτική. «Αναπτύξαμε ωκεάνια μοντέλα προσομοίωσης θαλάσσιας κυκλοφορίας (επιφανειακών ρευμάτων) και κυματισμού που γνωρίζουμε ότι επηρεάζουν την κίνηση των επιπλεόντων αντικειμένων στον Νότιο Ωκεανό.
Χρησιμοποιήσαμε εικονικά σωματίδια που αντιπροσώπευαν τα επιπλέοντα αντικείμενα που παρασύρονται από τα ρεύματα και καθορίσαμε τα σημεία προέλευσης των σωματιδίων έτσι ώστε να είναι γύρω από τα νησιά του Νότιου Ωκεανού καθώς και από χερσαίες τοποθεσίες πιο βόρεια, συμπεριλαμβανομένης της Αυστραλίας, της Νέας Ζηλανδίας, της Νότιας Αμερικής και της Νότιας Αφρικής».
Η Ντόουσον με την ερευνητική της ομάδα παρακολούθησαν τα εικονικά αντικείμενα για τρία χρόνια και αναζήτησαν αυτά που έφτασαν στην ακτογραμμή της Ανταρκτικής κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου.
Οπως αποδείχθηκε, ο συντομότερος χρόνος μεταφοράς των σωματιδίων ήταν εννέα μήνες από το νησί Μακουάρι του Νότιου Ωκεανού που απέχει περίπου 1.500 χιλιόμετρα από την Ανταρκτική. Διαπιστώθηκε επίσης πως τα αντικείμενα που προέρχονται από τα μικρά νησιά του Νότιου Ωκεανού και από τη Νότια Αμερική φτάνουν στην Ανταρκτική κάθε χρόνο και αυτό είναι κάτι που συμβαίνει για αρκετό καιρό.
«Η έρευνά μας έδειξε επίσης πως οι περισσότερες από τις προσομοιωμένες «σχεδίες» σκουπιδιών φτάνουν στην άκρη της χερσονήσου της Ανταρκτικής, το βορειότερο δηλαδή τμήμα της ηπείρου. Πρόκειται για μια περιοχή με σχετικά θερμές ωκεάνιες θερμοκρασίες, όπου η ακτογραμμή είναι απαλλαγμένη από πάγο για μεγάλο μέρος του έτους».
Η επίδραση των «ξένων»
Κατά την αυστραλή επιστήμονα, οι οργανισμοί που επιβαίνουν στις «σχεδίες» φυκιών και σκουπιδιών μπορούν να αποτελέσουν απειλή για τα ιθαγενή είδη αν καταφέρουν να εγκατασταθούν και να επιβιώσουν στα νερά της Ανταρκτικής.
«Θα μπορούσαν να ανταγωνιστούν τα τοπικά είδη με αποτέλεσμα να διαταράξουν τα αυτόχθονα οικοσυστήματα. Τα περισσότερα επιπλέοντα αντικείμενα φτάνουν στην άκρη της χερσονήσου της Ανταρκτικής, όπου υπάρχει σχετικά θερμότερο νερό και λίγος θαλάσσιος πάγος. Αυτές οι συνθήκες σημαίνουν ότι υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα τα μη ιθαγενή είδη να εγκατασταθούν με επιτυχία εκεί, σε σύγκριση με άλλες περιοχές της ακτογραμμής που είναι ψυχρότερες και καλύπτονται περισσότερο από πάγο».
Η ολοένα και αυξανόμενη παρουσία πλαστικών απορριμμάτων στον ωκεανό αυξάνει σημαντικά τις πιθανότητες μετανάστευσης πολλών ξένων, για το οικοσύστημα της Ανταρκτικής, θαλάσσιων οργανισμών.
«Η απειλή είναι διπλή για τα ιθαγενή είδη καθώς κινδυνεύουν τόσο από τους ξένους οργανισμούς όσο και από την κατανάλωση των πλαστικών» σημειώνει. Ο πιο σημαντικός παράγοντας που ευνοεί την εγκατάσταση «εισβολέων» στην περιοχή είναι οι περιβαλλοντικές συνθήκες που αλλάζουν συνεχώς προς το χειρότερο. «Εάν ο Νότιος Ωκεανός συνεχίσει να θερμαίνεται και ο θαλάσσιος πάγος συνεχίζει να μειώνεται, τότε θα δημιουργηθούν ευνοϊκές συνθήκες επιβίωσης για τους ξένους οργανισμούς.
Εκτιμώ ότι τότε θα αρχίσουμε να βλέπουμε όλο και μεγαλύτερες διαταραχές στα ιθαγενή θαλάσσια οικοσυστήματα της Ανταρκτικής. Δυστυχώς, ο θαλάσσιος πάγος στην περιοχή πέφτει σε ανησυχητικά επίπεδα για τρία συνεχόμενα χρόνια».
Μεταφέρουν και ασθένειες
Σύμφωνα με την Ντόουσον, η μεταφορά φυκιών και θαλασσόξυλων στις ακτές της Ανταρκτικής αποτελεί ένα φυσικό φαινόμενο που συμβαίνει χωρίς να επηρεάζεται από ανθρώπινες δραστηριότητες.
Οι επιπλέουσες «σχεδίες» σχηματίζονται σε μεγάλο βαθμό από κέλπιες (μεγάλα φαιοφύκη), θαλασσόξυλα και ελαφρόπετρα. Σε αυτά τα υλικά τα τελευταία χρόνια επικολλώνται με αυξανόμενο ρυθμό πλαστικά σκουπίδια. Οι κέλπιες προέρχονται από πυκνά θαλάσσια δάση περιοχών όπως η Νότια Αμερική, η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία, η Νότιος Αφρική και τα νότια Ωκεάνια νησιά.
«Αποκολλώνται από τον βυθό της θάλασσας λόγω καταιγίδων, ισχυρών ρευμάτων και κυματισμών» σημειώνει, τονίζοντας ότι πάνω τους κατοικούν αχινοί, σπόγγοι, καβούρια και διάφορα ψάρια.
«Τα πλαστικά μέρη της “σχεδίας” είναι και τα πιο επικίνδυνα καθώς μετατρέπονται σε θύλακες μεταφοράς πολλών οργανισμών αλλά και σοβαρών ασθενειών που θα μπορούσαν να βλάψουν σοβαρά τα τοπικά είδη» καταλήγει.