Ο σύγχρονος κόσμος μας είναι αδιαμφισβήτητα ένας κόσμος που χάνει τη μάχη με τη ζυγαριά, που «γονατίζει» από το στρες εξ απαλών ονύχων, που υπονομεύει την υγεία των κατοίκων του στερώντας τους ποιότητα αλλά και χρόνια ζωής.
Είναι επόμενο λοιπόν κύρια «συστατικά» της σύγχρονης ζωής μας όπως η παχυσαρκία και το στρες να βρίσκονται κάτω από το μικροσκόπιο των επιστημόνων προκειμένου να φωτιστούν άγνωστες πτυχές τους που θα συμβάλουν στην καλύτερη διαχείρισή τους προς όφελος του παγκόσμιου πληθυσμού.
Δύο πρόσφατα συνέδρια τα οποία έλαβαν χώρα μέσα στον Μάιο στη Γηραιά Ηπειρο – το Ευρωπαϊκό Συνέδριο Ενδοκρινολογίας που διεξήχθη στη Στοκχόλμη από τις 11 ως τις 14 Μαΐου και το Ευρωπαϊκό Συνέδριο για την Παχυσαρκία που διεξήχθη στη Βενετία από τις 12 ως τις 15 Μαΐου – έκαναν (μεταξύ άλλων) «ζουμ» σε αυτούς τους σημαντικούς εχθρούς της υγείας παρέχοντας νέα πολύτιμη γνώση.
Ας δούμε μαζί ορισμένα από τα σημαντικά αυτά νέα στοιχεία που αποδεικνύονται διαχρονικά επίκαιρα καθώς τόσο το περιττό βάρος όσο και το στρες έχουν μετατραπεί σε «μόνιμες πανδημίες».
Το μέγεθος (των λιποκυττάρων) μετράει στο βάρος
Σουηδική μελέτη που παρουσιάστηκε στο Ευρωπαϊκό Συνέδριο για την Παχυσαρκία στη Βενετία έδειξε ότι το μέγεθος των λιποκυττάρων ενός ατόμου μπορεί να αποτελέσει ασφαλή δείκτη πρόβλεψης του βάρους του στο μέλλον.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη μελέτη, τα άτομα με μεγάλα λιποκύτταρα τείνουν να χάνουν βάρος με την πάροδο του χρόνου ενώ αντιθέτως τα άτομα με μικρά λιποκύτταρα τείνουν να λαμβάνουν βάρος όσο περνά ο καιρός.
Οι ερευνητές από το Ινστιτούτο Καρολίνσκα στη Στοκχόλμη μέτρησαν το μέγεθος των λιποκυττάρων καθώς και τον αριθμό τους στο κοιλιακό λίπος 260 εθελοντών (30% εκ των οποίων ήταν άνδρες) με μέσο όρο ηλικίας τα 44 έτη και με μέσο Δείκτη Μάζας Σώματος 32 kg/m2.
Μετά από 15 έτη κατά μέσο όρο οι ερευνητές πραγματοποίησαν και πάλι μετρήσεις στους εθελοντές – τόσο σε ό,τι αφορούσε το βάρος τους όσο και το συνολικό ποσοστό λίπους στο σώμα τους.
Οπως προέκυψε, τα άτομα με υψηλό αριθμό μεγάλων σε μέγεθος λιποκυττάρων είχαν περισσότερες πιθανότητες να έχουν μειωμένο βάρος αλλά και λιγότερο λίπος στο σώμα τους. Αντιθέτως τα άτομα με μικρά λιποκύτταρα έτειναν να έχουν πάρει βάρος και να εμφανίζουν υψηλότερα συνολικά ποσοστά λίπους. Με άλλα λόγια τα μεγάλα λιποκύτταρα συνδέονταν με μελλοντική μείωση του δείκτη της ζυγαριάς ενώ τα μικρά λιποκύτταρα με μελλοντική αύξηση του βάρους.
Οπως ανέφερε ο επικεφαλής των ερευνητών, καθηγητής Ιατρικής στο Καρολίνσκα Πέτερ Αρνέρ, «αυτή τη στιγμή μπορούμε μόνο να κάνουμε υποθέσεις σχετικά με τους λόγους για τους οποίους το μέγεθος των λιποκυττάρων ενός ατόμου φαίνεται να προβλέπει το μελλοντικό του βάρος.
Από τα αποτελέσματά μας προκύπτει ότι η απώλεια μεγάλων λιποκυττάρων έχει μεγαλύτερη επίδραση στο βάρος σε σύγκριση με την απώλεια μικρών λιποκυττάρων. Είναι σαν να έχουμε ένα δωμάτιο γεμάτο μέχρι το ταβάνι με λίγα μεγάλα μπαλόνια ή αντιθέτως με πολλά μικρά μπαλόνια. Είναι πιο εύκολο να αδειάσει ο χώρος στο δωμάτιο αν σκάσουν μερικά μεγάλα μπαλόνια παρά μερικά μικρά.
Στον αντίποδα, είναι πιο εύκολο να γεμίσει το δωμάτιο αν τα πολλά μικρά μπαλόνια αυξηθούν σε όγκο έστω και λίγο, από το να υπάρχουν λίγα μεγάλα μπαλόνια που θα αυξηθούν έστω και λίγο σε όγκο».
Με βάση αυτά τα ευρήματα, θα ήταν σημαντικό να γίνεται μέτρηση του μεγέθους των λιποκυττάρων ενός ανθρώπου νωρίς στη ζωή του ώστε να μπορεί να «δει» το μέλλον του βάρους του και να κάνει καλύτερη διαχείρισή του.
Ωστόσο, όπως υπογράμμισε ο καθηγητής Αρνέρ, «δυστυχώς αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει εύκολος τρόπος μέτρησης του μεγέθους των λιποκυττάρων – εργαζόμαστε όμως επάνω σε αυτό και βρισκόμαστε κοντά σε λύση του θέματος».
Πάντως τα μικρά σε μέγεθος λιποκύτταρα φάνηκε να κρύβουν και «κάποιους άσους στο μανίκι τους». «Είναι γνωστό ότι οι άνθρωποι με μικρά λιποκύτταρα έχουν καλύτερο μεταβολικό προφίλ σε σύγκριση με εκείνους που έχουν το ίδιο βάρος αλλά μεγάλα λιποκύτταρα.
Αυτό σημαίνει ότι αν κάποιος με μικρά λιποκύτταρα πάρει βάρος, έχει λιγότερες πιθανότητες να αντιμετωπίσει αυξημένο κίνδυνο παθήσεων όπως ο διαβήτης τύπου 2 και η υπέρταση σε σύγκριση με έναν συνομήλικό του με μεγάλα λιποκύτταρα» κατέληξε ο καθηγητής.
Το άγχος στην εφηβεία βλάπτει σοβαρά τη γονιμότητα
Το χρόνιο στρες, ακόμη και σε μέτρια επίπεδα, στα έφηβα αγόρια πιθανώς να βλάπτει σοβαρά τη μελλοντική γονιμότητά τους. Αυτό προέκυψε από μελέτη ερευνητών της Εθνικής Ακαδημίας Ιατρικής Επιστήμης της Ουκρανίας που διεξήχθη σε αρουραίους και η οποία παρουσιάστηκε στο 26ο Ευρωπαϊκό Συνέδριο Ενδοκρινολογίας στη Στοκχόλμη.
Παρότι τα επίπεδα των ορμονών εμφανίζουν διακυμάνσεις σε διαφορετικές φάσεις της ζωής – και ιδίως σε φάσεις μεγάλων αλλαγών όπως η εφηβεία –, το στρες μπορεί να είναι υπαίτιο για μεγάλες ορμονικές ανισορροπίες, οι οποίες είναι πιθανό να επιδράσουν αρνητικά στο αναπαραγωγικό σύστημα με επιπτώσεις στη λίμπιντο και στην παραγωγή των σπερματοζωαρίων. Ωστόσο μέχρι σήμερα η μακροπρόθεσμη επίδραση του χρόνιου εφηβικού στρες στο αναπαραγωγικό σύστημα παρέμενε σε μεγάλο βαθμό άγνωστη.
Οι ερευνητές από την Ουκρανία εξέτασαν αρσενικούς και θηλυκούς αρουραίους ηλικίας 6 μηνών, τους μισούς εκ των οποίων είχαν υποβάλει σε στρες στην εφηβεία τους (όταν δηλαδή ήταν 30 ως 45 ημερών) τοποθετώντας τους σε «κλειστοφοβικούς» χώρους επί μία ώρα κάθε πρωί επί δύο εβδομάδες.
Συνέκριναν τους αρουραίους που είχαν εκτεθεί σε αυτές τις στρεσογόνες συνθήκες με την ομάδα ελέγχου και είδαν ότι το χρόνιο στρες στην εφηβεία καθυστερούσε τη σεξουαλική ωριμότητα στα θηλυκά ενώ ήταν υπαίτιο για πιο αργή αύξηση βάρους στα αρσενικά.
Στα ενήλικα αρσενικά μάλιστα που στην εφηβεία τους είχαν βιώσει στρες ο αριθμός των σπερματοζωαρίων ήταν κατά 25,9% χαμηλότερος σε σχέση με τα αρσενικά της ομάδας ελέγχου ενώ ορισμένα σπερματοζωάρια εμφάνιζαν ανωμαλίες στο σχήμα ή προβλήματα κινητικότητας.
«Η μελέτη μας είναι η πρώτη που δείχνει ότι ακόμη και το μετρίου επιπέδου αλλά επαναλαμβανόμενο στρες στην εφηβεία έχει μακροπρόθεσμη αρνητική επίδραση στο σύστημα αναπαραγωγής και στην προσαρμογή του οργανισμού στις μεταβαλλόμενες συνθήκες της ζωής» ανέφερε σε σχετικό δελτίο Τύπου ο επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας καθηγητής Αλεξάντερ Ρεζνίκοφ και προσέθεσε ότι «τα ευρήματά μας καθιστούν δυνατή την πρόβλεψη της εμφάνισης ανωμαλιών στο αναπαραγωγικό σύστημα και μπορούν να αποτελέσουν τη βάση ώστε να αναπτυχθούν μέθοδοι πρόληψής τους».
Η ποιότητα και όχι η ποσότητα της ζάχαρης κάνει τη διαφορά
Μελέτη που παρουσιάστηκε στο Ευρωπαϊκό Συνέδριο για την Παχυσαρκία στη Βενετία έδειξε ότι η ποιότητα της ζάχαρης που καταναλώνεται σε πολύ μικρή ηλικία είναι σημαντικότερη από την ποσότητα σε ό,τι αφορά τον μετέπειτα κίνδυνο εμφάνισης παχυσαρκίας στα παιδιά και συγκεκριμένα όταν φθάσουν σε ηλικία 10-11 ετών.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη μελέτη που διεξήχθη από ερευνητές του Τμήματος Επιδημιολογίας του Πανεπιστημίου του Χρόνινγκεν στην Ολλανδία, τα παιδιά που εξ απαλών ονύχων έπαιρναν πολλή ζάχαρη από γλυκά όπως τα κέικ, οι πάστες και οι τούρτες, τα ζαχαρούχα γάλατα όπως το σοκολατούχο και τα επιδόρπια γιαουρτιού αντιμετώπιζαν μεγαλύτερες πιθανότητες να έχουν περιττά κιλά στα 10-11 χρόνια τους.
Αντιθέτως όταν η κύρια «πηγή» της ζάχαρης που κατανάλωναν τα παιδιά ήταν τα γαλακτοκομικά χωρίς ζάχαρη όπως το γάλα ή το βούτυρο καθώς και τα φρούτα (ολόκληρα φρούτα και όχι φρουτοχυμοί), τότε οι πιθανότητες μελλοντικής παχυσαρκίας μειώνονταν σημαντικά – σε ό,τι αφορούσε μάλιστα συγκεκριμένα την κατανάλωση γαλακτοκομικών, η μείωση του κινδύνου παχυσαρκίας ήταν της τάξεως του 67%.
Για να καταλήξουν στα συμπεράσματά τους οι ερευνητές με επικεφαλής τη δρα Τζουνιάνγκ Ζου ανέλυσαν δεδομένα της μελέτης GEKCO Drenthe 1, μιας μακροχρόνιας μελέτης που βρίσκεται σε εξέλιξη και η οποία διεξάγεται σε παιδιά που γεννήθηκαν στο Ντρέντε της Βόρειας Ολλανδίας μεταξύ του Απριλίου του 2006 και του Απριλίου του 2007.
Οι γονείς 891 παιδιών (448 εκ των οποίων ήταν αγόρια) απάντησαν σε ερωτηματολόγια σχετικά με τη διατροφή των τέκνων τους όταν εκείνα ήταν 3 ετών προκειμένου να υπολογιστεί η συνολική κατανάλωση ζάχαρης που έκαναν τα παιδιά μέσα στην ημέρα. Παράλληλα μετρήθηκε το ύψος και το βάρος των παιδιών. Η διαδικασία αυτή επαναλήφθηκε στα 10-11 έτη τους.
Οπως προέκυψε από την ανάλυση, η συνολική ημερήσια πρόσληψη ζάχαρης ήταν της τάξεως των 112 γραμμαρίων – αυτό αποτελούσε περίπου το ένα τρίτο (32%) της συνολικής ημερήσιας πρόσληψης ενέργειας που ήταν 1.388 θερμίδες κατά μέσο όρο.
Οι κύριες πηγές πρόσληψης ζάχαρης στα τρίχρονα ήταν τα φρούτα (13 γραμμάρια ζάχαρης), τα γαλακτοκομικά (18,6 γραμμάρια ζάχαρης), τα ζαχαρούχα ποτά (41,7 γραμμάρια ζάχαρης) και τα σνακ με ζάχαρη (13,1 γραμμάρια ζάχαρης).
Στα 10-11 έτη τους 102 παιδιά που είχαν φυσιολογικό βάρος όταν ήταν τριών χρόνων έγιναν υπέρβαρα ή παχύσαρκα. Με βάση τη μελέτη, η συνολική πρόσληψη ζάχαρης που είχαν στα τρία έτη δεν φάνηκε να συνδέεται με την αύξηση του Δείκτη Μάζας Σώματός τους. Προέκυψε όμως ισχυρή σύνδεση μεταξύ της υψηλής πρόσληψης ζάχαρης από γλυκά σνακ και της αύξησης του ΔΜΣ στην ηλικία των 10-11 ετών.
«Η μεγάλη κατανάλωση τροφών με ζάχαρη θεωρείται παράγοντας κινδύνου για εμφάνιση παχυσαρκίας και έτσι συστήνεται στα παιδιά να καταναλώνουν λιγότερες τροφές πλούσιες σε ζάχαρη όπως τα κέικ και άλλα γλυκίσματα καθώς και τα ζαχαρούχα ποτά και να προτιμούν περισσότερα φρούτα και γαλακτοκομικά χωρίς ζάχαρη όπως το γάλα και το γιαούρτι» σημείωσε η δρ Ζου.
Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης μελέτης δεν αναλύθηκαν οι λόγοι για τους οποίους διαφορετικές τροφές με ζάχαρη επιδρούν και διαφορετικά στο βάρος. Ωστόσο, σύμφωνα με τους ερευνητές, είναι πιθανό τα φυσικά σάκχαρα που περιέχονται στα φρούτα να εκλύονται πιο αργά στον οργανισμό σε σύγκριση με τα πρόσθετα σάκχαρα των γλυκών σνακ και να έχουν παράλληλα διαφορετική δράση στο σώμα.
Συνολικά οι ερευνητές συμπέραναν ότι η παχυσαρκία στην παιδική ηλικία είναι θέμα ποιότητας και όχι ποσότητας ζάχαρης. Και αυτό το συμπέρασμα πρέπει να αποτελέσει πυξίδα για τους γονείς.
Το στρες στην εγκυμοσύνη «γεννά» παιδιά με χαμηλότερο IQ
Τα υψηλά επίπεδα της ορμόνης του στρες κορτιζόλης κατά το τρίτο τρίμηνο της κύησης φαίνεται να συνδέονται με χαμηλότερα σκορ του δείκτη νοημοσύνης (IQ) στα επτάχρονα αγόρια. Αυτό προέκυψε από μελέτη που παρουσιάστηκε στο 26ο Ευρωπαϊκό Συνέδριο Ενδοκρινολογίας στη Στοκχόλμη από ερευνητές του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου του Οντενσε στη Δανία.
Αναπάντεχο ήταν πάντως το εύρημα της μελέτης ότι τα επίπεδα κορτιζόλης στο αίμα των εγκύων δεν φάνηκε να συνδέονται με το IQ των κοριτσιών που θα φέρουν στον κόσμο, αλλά την ίδια στιγμή τα υψηλότερα επίπεδα κορτιζόνης στα ούρα των γυναικών σχετίζονταν με βελτιωμένα σκορ IQ στα κορίτσια. Τα αποτελέσματα αυτά δείχνουν τον σημαντικό ρόλο που η κορτιζόλη παίζει στην εμβρυϊκή ανάπτυξη και ο οποίος είναι διαφορετικός σε αγόρια και κορίτσια.
Η έκθεση των εμβρύων στην κορτιζόλη – τη στεροειδή αυτή ορμόνη που βοηθά το σώμα να αποκρίνεται στο στρες – είναι απαραίτητη για την ανάπτυξή τους και θεωρείται ότι επηρεάζει τη γνωστική ικανότητα των παιδιών αργότερα στη ζωή τους.
Κατά τη διάρκεια της κύησης τα επίπεδα της κορτιζόλης αυξάνονται και σε γενικό πλαίσιο οι γυναίκες που κυοφορούν κορίτσια εκκρίνουν περισσότερη κορτιζόλη από εκείνες που κυοφορούν αγόρια. Ενα ένζυμο του πλακούντα, το 11β-HSD2, ρυθμίζει την ποσότητα κορτιζόλης που φθάνει στο έμβρυο μετατρέποντάς τη στην αδρανή μορφή της, την κορτιζόνη.
Οι δανοί ερευνητές είχαν δείξει στο παρελθόν ότι παιδιά ηλικίας ενός ως τριών ετών έχουν καλύτερες γλωσσικές δεξιότητες όταν οι μητέρες τους εμφανίζουν υψηλότερα επίπεδα κορτιζόλης στον οργανισμό τους κατά το τρίτο τρίμηνο της κύησης.
Στη νέα μελέτη τους οι επιστήμονες ανέλυσαν δεδομένα σχετικά με τα επίπεδα κορτιζόλης και κορτιζόνης 943 εγκύων στο τρίτο τρίμηνο της κύησης καθώς και των παιδιών τους όταν αυτά έφθασαν στην ηλικία των επτά ετών.
Ανακάλυψαν ότι οι γυναίκες που κυοφορούσαν αγόρι είχαν χαμηλότερα επίπεδα κορτιζόλης στο αίμα τους σε σύγκριση με όσες κυοφορούσαν κορίτσι. Επιπροσθέτως τα αγόρια που είχαν εκτεθεί σε υψηλότερα επίπεδα κορτιζόλης στη μήτρα εμφάνιζαν χαμηλότερα σκορ στα τεστ IQ στα επτά έτη τους. Ωστόσο τα κορίτσια της ίδιας ηλικίας είχαν καλύτερες επιδόσεις στα τεστ IQ όταν οι μητέρες τους εμφάνιζαν υψηλότερα επίπεδα κορτιζόνης στα ούρα.
Σύμφωνα με την επικεφαλής των ερευνητών δρα Ανια Φέντζερ Ντρέιερ, η μελέτη αυτή ήταν η πρώτη που εξέτασε τόσο δείγματα ούρων όσο και δείγματα αίματος και διερεύνησε την επίδραση της κορτιζόλης σε αγόρια και κορίτσια ξεχωριστά.
«Τα αποτελέσματά μας δείχνουν ότι τα κορίτσια είναι πιθανόν πιο προστατευμένα από τη δράση του ενζύμου 11β-HSD2 στον πλακούντα ενώ τα αγόρια είναι πιο ευάλωτα στην έκθεση στην κορτιζόλη που εκκρίνεται από τη μητέρα τους ενόσω βρίσκονται στη μήτρα».
Η δρ Φέντζερ Ντρέιερ κατέληξε σημειώνοντας ότι τα ευρήματα αυτά μαρτυρούν πως τα υψηλά επίπεδα έκθεσης σε κορτιζόλη κατά την εμβρυϊκή ζωή πιθανώς έχουν παροδική επίδραση στη γνωστική ανάπτυξη των αγοριών.
- 53% των Ευρωπαίων είναι υπέρβαροι και 16% παχύσαρκοι.
- 2,5 δισ. ενήλικοι παγκοσμίως είναι υπέρβαροι, εκ των οποίων 890 εκατομμύρια παχύσαρκοι, σύμφωνα με τον ΠΟΥ.
- 390 εκατομμύρια παιδιά και έφηβοι 5-19 ετών είναι υπέρβαροι, εκ των οποίων 160 εκατομμύρια παχύσαρκοι, σε ολόκληρο τον κόσμο, με βάση τον ΠΟΥ.
- 300 εκατομμύρια άτομα παγκοσμίως πάσχουν από αγχώδεις διαταραχές, αναφέρει ο ΠΟΥ και προσθέτει ότι η πανδημία αύξησε το ποσοστό τους κατά τουλάχιστον 25%.
- 147% μεγαλύτερες πιθανότητες να απουσιάζουν από την εργασία τους λόγω προβλημάτων υγείας έχουν τα υπέρβαρα ή παχύσαρκα άτομα σε σύγκριση με τα άτομα με φυσιολογικό βάρος, σύμφωνα με ευρωπαϊκή μελέτη που διεξήχθη από ειδικούς του Ινστιτούτου Προηγμένων Μελετών στη Βιέννη της Αυστρίας και η οποία παρουσιάστηκε στο συνέδριο για την παχυσαρκία στη Βενετία.
- 39 έτη είναι το προσδόκιμο ζωής για ένα παιδί που στην ηλικία των τεσσάρων ετών είναι σοβαρά παχύσαρκο αν δεν χάσει βάρος. Ωστόσο η απώλεια βάρους «δίνει πίσω» δεκαετίες ζωής, σύμφωνα με διεθνή μελέτη που παρουσιάστηκε στο συνέδριο για την παχυσαρκία στη Βενετία.
- 147% μεγαλύτερες πιθανότητες να απουσιάζουν από την εργασία τους λόγω προβλημάτων υγείας έχουν τα υπέρβαρα ή παχύσαρκα άτομα σε σύγκριση με τα άτομα με φυσιολογικό βάρος, σύμφωνα με ευρωπαϊκή μελέτη που διεξήχθη από ειδικούς του Ινστιτούτου Προηγμένων Μελετών στη Βιέννη της Αυστρίας και η οποία παρουσιάστηκε στο συνέδριο για την παχυσαρκία στη Βενετία.
- 39 έτη είναι το προσδόκιμο ζωής για ένα παιδί που στην ηλικία των τεσσάρων ετών είναι σοβαρά παχύσαρκο αν δεν χάσει βάρος. Ωστόσο η απώλεια βάρους «δίνει πίσω» δεκαετίες ζωής, σύμφωνα με διεθνή μελέτη που παρουσιάστηκε στο συνέδριο για την παχυσαρκία στη Βενετία.