Από το πρώτο πανδημικό κύμα του νέου κορωνοϊού – εκείνο το α’ εξάμηνο του 2020, που, με όσα έχουμε ζήσει, μοιάζει τόσο μακρινό σαν να έχει περάσει… ένας αιώνας – είχε αρχίσει να διαφαίνεται ότι η νόσος που προκαλεί ο SARS-CoV-2 μπορεί να είναι «σαρωτική» και άκρως επίμονη: ασθενείς που εθεωρείτο ότι είχαν πλέον αναρρώσει από την COVID-19 συνέχιζαν να αναφέρουν συμπτώματα μήνες μετά το αρνητικό τεστ για ύπαρξη του ιού εντός τους, πολλές φορές τόσο εξουθενωτικά που τους καθιστούσαν ανίκανους να ζήσουν φυσιολογικά. Τότε, στην αρχή της πανδημίας, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που υποστήριζαν ότι μάλλον τα «απόνερα» της νόσου αποτελούσαν κατά κύριο λόγο παιχνίδια του μυαλού των αναρρωσάντων, ότι ήταν ιδέα τους πως υπέφεραν – ορισμένες φορές από πλήθος συμπτωμάτων ταυτοχρόνως. Σταδιακά όμως άρχισε να αποδεικνύεται ότι τα μακροπρόθεσμα συμπτώματα αφορούσαν όχι μόνο το μυαλό αλλά και πλήθος άλλων οργάνων του σώματος των ασθενών. Διότι η συστημική αυτή νόσος φαίνεται ότι σε ουκ ολίγους επιβιώσαντες αφήνει την «υπογραφή» της επί μακρόν (για την ακρίβεια, δεν γνωρίζουμε καν για πόσο διάστημα, αφού δεν έχει παρέλθει ικανός χρόνος ώστε να διαπιστώσουμε αν η «υπογραφή» αυτή θα είναι σε κάποιους ανεξίτηλη).
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.