Μελέτη που παρουσιάστηκε στο Ευρωπαϊκό Συνέδριο για την Παχυσαρκία στη Βενετία έδειξε ότι η ποιότητα της ζάχαρης που καταναλώνεται σε πολύ μικρή ηλικία είναι σημαντικότερη από την ποσότητα σε ό,τι αφορά τον μετέπειτα κίνδυνο εμφάνισης παχυσαρκίας στα παιδιά και συγκεκριμένα όταν φθάσουν σε ηλικία 10-11 ετών.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη μελέτη που διεξήχθη από ερευνητές του Τμήματος Επιδημιολογίας του Πανεπιστημίου του Χρόνινγκεν στην Ολλανδία, τα παιδιά που εξ απαλών ονύχων έπαιρναν πολλή ζάχαρη από γλυκά όπως τα κέικ, οι πάστες και οι τούρτες, τα ζαχαρούχα γάλατα όπως το σοκολατούχο και τα επιδόρπια γιαουρτιού αντιμετώπιζαν μεγαλύτερες πιθανότητες να έχουν περιττά κιλά στα 10-11 χρόνια τους. Αντιθέτως όταν η κύρια «πηγή» της ζάχαρης που κατανάλωναν τα παιδιά ήταν τα γαλακτοκομικά χωρίς ζάχαρη όπως το γάλα ή το βούτυρο καθώς και τα φρούτα (ολόκληρα φρούτα και όχι φρουτοχυμοί), τότε οι πιθανότητες μελλοντικής παχυσαρκίας μειώνονταν σημαντικά – σε ό,τι αφορούσε μάλιστα συγκεκριμένα την κατανάλωση γαλακτοκομικών, η μείωση του κινδύνου παχυσαρκίας ήταν της τάξεως του 67%.

Για να καταλήξουν στα συμπεράσματά τους οι ερευνητές με επικεφαλής τη δρα Τζουνιάνγκ Ζου ανέλυσαν δεδομένα της μελέτης GEKCO Drenthe 1, μιας μακροχρόνιας μελέτης που βρίσκεται σε εξέλιξη και η οποία διεξάγεται σε παιδιά που γεννήθηκαν στο Ντρέντε της Βόρειας Ολλανδίας μεταξύ του Απριλίου του 2006 και του Απριλίου του 2007. Οι γονείς 891 παιδιών (448 εκ των οποίων ήταν αγόρια) απάντησαν σε ερωτηματολόγια σχετικά με τη διατροφή των τέκνων τους όταν εκείνα ήταν 3 ετών προκειμένου να υπολογιστεί η συνολική κατανάλωση ζάχαρης που έκαναν τα παιδιά μέσα στην ημέρα. Παράλληλα μετρήθηκε το ύψος και το βάρος των παιδιών. Η διαδικασία αυτή επαναλήφθηκε στα 10-11 έτη τους.

Οπως προέκυψε από την ανάλυση, η συνολική ημερήσια πρόσληψη ζάχαρης ήταν της τάξεως των 112 γραμμαρίων – αυτό αποτελούσε περίπου το ένα τρίτο (32%) της συνολικής ημερήσιας πρόσληψης ενέργειας που ήταν 1.388 θερμίδες κατά μέσο όρο. Οι κύριες πηγές πρόσληψης ζάχαρης στα τρίχρονα ήταν τα φρούτα (13 γραμμάρια ζάχαρης), τα γαλακτοκομικά (18,6 γραμμάρια ζάχαρης), τα ζαχαρούχα ποτά (41,7 γραμμάρια ζάχαρης) και τα σνακ με ζάχαρη (13,1 γραμμάρια ζάχαρης).

Στα 10-11 έτη τους 102 παιδιά που είχαν φυσιολογικό βάρος όταν ήταν τριών χρόνων έγιναν υπέρβαρα ή παχύσαρκα. Με βάση τη μελέτη, η συνολική πρόσληψη ζάχαρης που είχαν στα τρία έτη δεν φάνηκε να συνδέεται με την αύξηση του Δείκτη Μάζας Σώματός τους. Προέκυψε όμως ισχυρή σύνδεση μεταξύ της υψηλής πρόσληψης ζάχαρης από γλυκά σνακ και της αύξησης του ΔΜΣ στην ηλικία των 10-11 ετών.

«Η μεγάλη κατανάλωση τροφών με ζάχαρη θεωρείται παράγοντας κινδύνου για εμφάνιση παχυσαρκίας και έτσι συστήνεται στα παιδιά να καταναλώνουν λιγότερες τροφές πλούσιες σε ζάχαρη όπως τα κέικ και άλλα γλυκίσματα καθώς και τα ζαχαρούχα ποτά και να προτιμούν περισσότερα φρούτα και γαλακτοκομικά χωρίς ζάχαρη όπως το γάλα και το γιαούρτι» σημείωσε η δρ Ζου.

Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης μελέτης δεν αναλύθηκαν οι λόγοι για τους οποίους διαφορετικές τροφές με ζάχαρη επιδρούν και διαφορετικά στο βάρος. Ωστόσο, σύμφωνα με τους ερευνητές, είναι πιθανό τα φυσικά σάκχαρα που περιέχονται στα φρούτα να εκλύονται πιο αργά στον οργανισμό σε σύγκριση με τα πρόσθετα σάκχαρα των γλυκών σνακ και να έχουν παράλληλα διαφορετική δράση στο σώμα.

Συνολικά οι ερευνητές συμπέραναν ότι η παχυσαρκία στην παιδική ηλικία είναι θέμα ποιότητας και όχι ποσότητας ζάχαρης. Και αυτό το συμπέρασμα πρέπει να αποτελέσει πυξίδα για τους γονείς.