Οποια και αν είναι η οδός εισόδου των μικροπλαστικών στον οργανισμό, το μεγάλο ερώτημα είναι αν τα πλαστικά αυτά σωματίδια μπορεί να έχουν κόστος για την ανθρώπινη υγεία. Ερευνητικά στοιχεία έχουν ήδη δείξει πιθανούς κινδύνους.
Ανάλυση που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Journal of Hazardous Materials» και η οποία περιέλαβε 17 μελέτες που εξέτασαν την επίδραση των μικροπλαστικών σε ανθρώπινα κύτταρα φανέρωσε ότι η κατάποση μικροπλαστικών μπορεί να συμβάλει στον κυτταρικό θάνατο, σε βλάβες στα κυτταρικά τοιχώματα αλλά και σε αλλεργικές αντιδράσεις. Αλλη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Circulation» από τον Τίμοθι Ο’Τουλ, αναπληρωτή καθηγητή Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Λούισβιλ στο Κεντάκι, και τους συνεργάτες του και η οποία διεξήχθη σε ποντίκια κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα μικροπλαστικά πιθανότατα αποτελούν ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για εμφάνιση αθηροσκλήρωσης (στένωσης και σκλήρυνσης των αρτηριών) και τελικώς καρδιαγγειακής νόσου.
Οπως σχολίασε στο ΒΗΜΑ-Science η Ολγα-Ιωάννα Καλαντζή, αναπληρώτρια καθηγήτρια Περιβαλλοντικής Χημείας και Τοξικολογίας στο Τμήμα Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αιγαίου, «οι επιπτώσεις από την εισαγωγή των μικροπλαστικών στον ανθρώπινο οργανισμό δεν είναι ξεκάθαρες, αλλά υπάρχει λόγος ανησυχίας καθώς τα εισπνεόμενα σωματίδια μπορεί να ερεθίσουν τους πνεύμονες και να προκαλέσουν βλάβες παρόμοιες με εκείνες που προκαλούνται από άλλα αιωρούμενα σωματίδια».
Σύμφωνα με την καθηγήτρια, «η πιο σημαντική επίπτωση αφορά τη χημική σύσταση των μικροπλαστικών. Ορισμένες από τις χημικές ουσίες που προστίθενται για την κατασκευή πλαστικών κατάλληλων για συγκεκριμένες χρήσεις είναι γνωστό ότι έχουν επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία. Ουσίες όπως η δισφαινόλη Α (BPA), οι φθαλικοί εστέρες και τα επιβραδυντικά φλόγας είναι γνωστοί ενδοκρινικοί διαταράκτες που έχουν συνδεθεί με αναπτυξιακές επιπτώσεις στα παιδιά και με προβλήματα στην αναπαραγωγή και στον μεταβολισμό των ενηλίκων. Παράλληλα μελέτες σε ποντίκια δείχνουν ότι η έκθεση σε μικροπλαστικά μπορεί να διαταράξει το μικροβίωμα του εντέρου, να οδηγήσει σε φλεγμονή, χαμηλότερη ποιότητα σπέρματος και χαμηλότερα επίπεδα τεστοστερόνης και να επηρεάσει αρνητικά τη μάθηση και τη μνήμη».
Ωστόσο, επισήμανε η κυρία Καλαντζή, ορισμένες από αυτές τις μελέτες χρησιμοποίησαν συγκεντρώσεις υψηλότερες από εκείνες στις οποίες μπορεί να εκτεθεί ο ανθρώπινος οργανισμός. «Αυτό είναι και το μεγαλύτερο ερώτημα, εάν δηλαδή οι συγκεντρώσεις στις οποίες εκτίθεται στην καθημερινότητά του ο άνθρωπος είναι ικανές να προκαλέσουν κάποια ανεπιθύμητη ενέργεια. Κι αυτό γιατί η μέτρηση του βαθμού έκθεσης σε μικροπλαστικά είναι υποεκτιμούμενη, λόγω της έλλειψης αναλυτικών εργαλείων και μεθόδων μέτρησης».