Τα γονίδιά μας φαίνεται ότι προσδιορίζουν (τουλάχιστον σε κάποιον βαθμό) τις επιλογές μας σε ό,τι αφορά τις τροφές που καταναλώνουμε και κατ’ επέκταση την καρδιομεταβολική μας υγεία. Αυτό δείχνουν τα πρώιμα αποτελέσματα μιας νέας μελέτης, η οποία μάλιστα είναι μια από τις πρώτες που εξετάζουν πώς η γενετική, η οποία συνδέεται με την αντίληψη και των πέντε γεύσεων – γλυκό, αλμυρό, ξινό, πικρό και ουμάμι -, επιδρά στην κατανάλωση ομάδων τροφίμων και τελικώς στους καρδιομεταβολικούς παράγοντες κινδύνου.

Τα ευρήματα αυτά, που ανήκουν σε ειδικούς του Εργαστηρίου Καρδιαγγειακής Διατροφής στο Ερευνητικό Κέντρο για την Ανθρώπινη Διατροφή και τη Γήρανση Jean Mayer USDA του Πανεπιστημίου Tufts, μαρτυρούν ότι τα γονίδια που προσδιορίζουν το πώς αντιλαμβανόμαστε τις γεύσεις μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο όταν δίνονται εξατομικευμένες διατροφικές συμβουλές, βοηθώντας στη βελτίωση της ποιότητας της διατροφής και μειώνοντας τον κίνδυνο χρόνιων νόσων που συνδέονται με τη διατροφή, όπως η παχυσαρκία, ο διαβήτης τύπου 2 και τα καρδιαγγειακά νοσήματα.

Για παράδειγμα, αν ένα άτομο αντιλαμβάνεται πολύ έντονα την πικρή γεύση και έτσι τείνει να καταναλώνει λιγότερα σταυρανθή λαχανικά, τότε θα ήταν καλό να του γίνεται σύσταση να προσθέτει συγκεκριμένα καρυκεύματα στην τροφή του ή να επιλέγει άλλα είδη λαχανικών τα οποία ταιριάζουν πιο πολύ στο «γευστικό προφίλ» του. «Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν γνωρίζουν για ποιον λόγο κάνουν συγκεκριμένες διατροφικές επιλογές. Η γενετική προσέγγιση μπορεί να τους καθοδηγήσει ώστε να αποκτήσουν καλύτερο έλεγχο της διατροφής τους» ανέφερε η Τζούλι Τζέρβις, υποψήφια διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο Tufts και εκ των συγγραφέων της μελέτης.

Καθοριστική η αντίληψη της γεύσης

Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα από προηγούμενες γενετικές μελέτες προκειμένου να ταυτοποιήσουν τις γονιδιακές παραλλαγές που σχετίζονται με καθεμία από τις πέντε βασικές γεύσεις. Οι πληροφορίες που προέκυψαν χρησιμοποιήθηκαν για την ανάπτυξη ενός πολυγονιδιακού σκορ γεύσης το οποίο προσφέρει εκτίμηση της σωρευτικής επίδρασης πολλών γονιδιακών παραλλαγών στην αντίληψη κάθε γεύσης. Για παράδειγμα, ένα υψηλότερο πολυγονιδιακό σκορ γεύσης σε ό,τι αφορά την πικρή γεύση μεταφράζεται στο ότι το άτομο έχει μεγαλύτερη γενετική προδιάθεση ώστε να αντιλαμβάνεται τις πικρές γεύσεις. Στη συνέχεια οι επιστήμονες ανέλυσαν τα διαφορετικά σκορ γεύσης, την ποιότητα της διατροφής καθώς και τους παράγοντες κινδύνου για καρδιομεταβολικά νοσήματα (περίμετρος μέσης, αρτηριακή πίεση και γλυκόζη πλάσματος, επίπεδα τριγλυκεριδίων και της «καλής» HDL χοληστερόλης) σε 6.230 ενηλίκους που συμμετείχαν στη μεγάλη μελέτη «Framingham Heart Study».Από την ανάλυση προέκυψε ότι τα γονίδια που συνδέονται με την πικρή γεύση και τη γεύση ουμάμι παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ποιότητα της διατροφής του κάθε ατόμου, επηρεάζοντας τις επιλογές τροφών που κάνει, ενώ τα γονίδια που συνδέονται με τη γλυκιά γεύση είναι σημαντικότερα σε ό,τι αφορά την καρδιομεταβολική υγεία. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τα ευρήματα, οι συμμετέχοντες με υψηλότερο πολυγονιδιακό σκορ για την πικρή γεύση κατανάλωναν σχεδόν δύο μερίδες λιγότερα δημητριακά ολικής αλέσεως την εβδομάδα σε σύγκριση με όσους είχαν χαμηλότερο αντίστοιχο σκορ. Οπως επίσης φάνηκε από τη μελέτη, το υψηλότερο πολυγονιδιακό σκορ σχετικά με τη γεύση ουμάμι συνδεόταν με μικρότερη κατανάλωση λαχανικών (ιδίως κόκκινων και πορτοκαλί λαχανικών), ενώ το υψηλότερο σκορ σχετικά με τη γλυκιά γεύση συνδεόταν με χαμηλότερα επίπεδα τριγλυκεριδίων.  Οι ερευνητές υπογράμμισαν ότι τα αποτελέσματα που αφορούσαν τη συγκεκριμένη ομάδα ενηλίκων δεν μπορούν να γενικευθούν σε ολόκληρο τον πληθυσμό. «Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, τα ευρήματά μας αποδεικνύουν τη σημασία του να κοιτάζουμε τις διαφορετικές γεύσεις και ομάδες τροφίμων όταν διερευνούμε το τι επιδρά στις διατροφικές συμπεριφορές», υπογράμμισε η Τζέρβις και κατέληξε λέγοντας πως «σε ό,τι αφορά τα επόμενα ερευνητικά βήματα, θα ήταν σημαντικό να επιβεβαιωθούν αυτά τα ευρήματα σε διαφορετικές ομάδες του πληθυσμού ώστε να κατανοήσουμε τη «μεγάλη εικόνα» και να προσδιορίσουμε το πώς μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τις γενετικές πληροφορίες για την εξατομικευμένη διατροφική συμβουλευτική».