Μόλις πριν από μερικές δεκαετίες, ο όρος «ρολόι χειρός» δεν σήμαινε ποτέ κάτι περισσότερο από ένα συνηθισμένο όνομα που δίνεται σε μια συσκευή η οποία παρακολουθεί την ώρα και χρονομετρεί. Στις μέρες μας ο όρος (ρολόι χειρός) σημαίνει πολύ περισσότερα πράγματα. Fitbits, smartwatches, fitness watches, fitness-sports trackers, για να αναφέρουμε μόνο μερικά, είναι διάφορα ονόματα που ανακαλύπτει κάποιος στο Διαδίκτυο όταν «γκουγκλάρει» τη λέξη-κλειδί «ρολόι» ή «watch». Από τότε που κυκλοφόρησε το πρώτο Fitbit (2009), τα έξυπνα ρολόγια και τα ρολόγια άθλησης γνώρισαν μια άνευ προηγουμένου έκρηξη στις πωλήσεις, στην αποδοχή και στη δημοφιλία τους, τόσο πολύ που στις μέρες μας είναι απίθανο να περάσει μέρα χωρίς να συναντήσουμε κάποιον που φοράει ένα «wearable». Αν κανείς ρωτήσει άτομα που επέλεξαν να αγοράσουν έξυπνα ρολόγια το «γιατί», πιθανότατα θα λάβει τις εξής απαντήσεις: τα έξυπνα ρολόγια τούς βοηθούν να παρακολουθούν τα emails, τις ειδοποιήσεις, τα δεδομένα υγείας, διάφορες καθημερινές δραστηριότητες. Σύμφωνα όμως με συλλογή ερευνητικών δεδομένων από χρήστες έξυπνων ρολογιών αποδείχθηκε ότι μόνο το 50% του δείγματος αξιοποιούσε όλα τα βιομετρικά δεδομένα.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.