Ο Εμμανουήλ Ροΐδης και η «νευροεπιστήμη» του 19ου αιώνα
Εκδόσεις ΜΟΤΙΒΟ ΕΚΔΟΤΙΚΗ
σελ. 208, τιμή 10 ευρώ
Οσο πιο λεπτομερώς τεκμηριωμένη είναι η καταγραφή γεγονότων, είτε αυτά συγκροτούν ιστορίες πολιτισμών είτε αφορούν ιστορίες ιδεών, τόσο αυξάνει ο κίνδυνος να θεωρηθεί η καταγραφή κάτι ανάλογο των τηλεφωνικών καταλόγων ή κάποιων εγχειριδίων που κατ’ ανάγκη μελετούσαμε στα πρώτα έτη της Φιλοσοφικής του Πανεπιστημίου Αθηνών τον καιρό της δικτατορίας. Ο αναγνώστης όμως του πονήματος Ο Εμμανουήλ Ροΐδης και η «νευροεπιστήμη» του 19ου αιώνα, του γνωστού ιστοριογράφου των περί τον ανθρώπινο ψυχισμό και εγκέφαλο ιδεών Θανάση Καράβατου, παρότι θα κατακλυσθεί από χίλιες δυο λεπτομέρειες, δεν κινδυνεύει να πληγεί από πλήξη. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι οι εν λόγω λεπτομέρειες είναι αφ’ εαυτών ενδιαφέρουσες. Πρωτίστως όμως και κυρίως οφείλεται στον συγγραφέα. Ο Καράβατος διαθέτει το σπάνιο τάλαντο που θα του επέτρεπε, νομίζω, ακόμα και έναν τηλεφωνικό κατάλογο να τον μεταμορφώσει σε γλαφυρό αφήγημα.
Λογικά και παράλογα
Διαβάζοντας λοιπόν το έξοχο χρονικό τής εν Ελλάδι του προπερασμένου αιώνα αφίξεως των δογμάτων των νευρολόγων και ψυχιάτρων της Εσπερίας και της υποδοχής που τους επεφύλαξαν η σάτιρα αλλά και η κριτική σκέψη του ανδρείου των ιδεών συγγραφέα της Πάπισσας Ιωάννας, όλοι οι αναγνώστες, πιστεύω, θα αποκομίσουν μετά τέρψεως πολλά και διάφορα διδάγματα. Ο υπογράφων, τερπόμενος κι αυτός τα μέγιστα, αποκόμισε κυρίως τούτο: ο επιστήμονας της κάθε εποχής θα πρέπει πάντα να έχει κατά νου ότι κάθε νέα και ριζοσπαστική θεωρία περιέχει λάθη. Γνωστό αυτό και εύλογο. Το διακρίνουμε πάντα – αλλά εκ των υστέρων – στις θεωρίες των προκατόχων μας· σπανίως όμως σε αυτές της εποχής μας και ποτέ σε αυτές που συνάδουν με τις μεταφυσικές μας προκαταλήψεις.
Το παράλογο, είτε ελάχιστο είτε υπερβολικό, το οποίο κρύβεται στα θεμέλια των επιστημονικών θεωριών, το διακρίνουν συνήθως πρώτοι εκείνοι μεταξύ των μη ειδικών, οι οποίοι τις πλησιάζουν γοητευμένοι από την προοπτική να βρουν σε αυτές απάντηση σε υπαρξιακές τους αναζητήσεις και τις ψηλαφίζουν με πρόθεση να τις εναγκαλιστούν και να τους δοθούν ψυχή τε και σώματι, δίκην νεοφώτιστων στα μυστήρια της Ουρανίας – αλλά και της Πανδήμου – Αφροδίτης. Και ο Ροΐδης υπήρξε ο κατ’ εξοχήν εραστής των νέων πνευματικών ρευμάτων. Αλλά δεν ήταν κοινός εραστής. Το αισθητήριό του απεδείχθη διεισδυτικότερο πολλών επωνύμων ειδικών της εποχής του, οι οποίοι αποδέχονταν κάθε λογής δοξασίες των ευρωπαίων συναδέλφων τους, αρκεί να ήταν ενδεδυμένες «δι’ επιστημονικού ενδύματος ούτως αρμόζοντος και ευπρεπούς» και τις «έδακνον» σαν δόλωμα μαζί με τους κοινούς «ιχθύς» και αυτοί ή τουλάχιστον «πλείστοι» εξ αυτών «των κολυμβώντων εις τα διαυγή νάματα της επιστήμης».
«Επιστημονική» σάτιρα
Επιστημονικά δόγματα και δογματίζοντες ειδικοί δεν προσφέρονται εύκολα ως υλικό για σάτιρα, εκτός εάν τα μεν περιέχουν και οι δε εκστομίζουν παραλογισμούς εν αφθονία. Και στα πλέον εντυπωσιακά εξ Εσπερίας δόγματα των νευροψυχιάτρων του 19ου αιώνα υπερχείλιζε το παράλογο, ευπρεπούς όμως και αρκούντως αδιαφανούς επιστημονικού ενδύματος περιβεβλημένο, ώστε να ξεγελάει τους ιχθύς των θολών νερών, αλλά και αυτούς των διαυγών ναμάτων. Ποιων δογμάτων; Του «ζωικού μαγνητισμού», της «φρενολογίας», του «εντοπισμού» ψυχονοητικών λειτουργιών σε συγκεκριμένα εγκεφαλικά κέντρα, της εξομοιώσεως των συνειδητών εμπειριών με τα χημικά παράγωγα των σωματικών οργάνων. Εν ολίγοις όλων των ψυχο-φυσιολογικών δογμάτων.
Το δόγμα του ζωικού μαγνητισμού, εμείς οι σύγχρονοι κολυμβητές των διαυγών ναμάτων το έχουμε αποκηρύξει ως ψευδές, ως μη επιστημονικό. Εχουμε, με ελάχιστες εξαιρέσεις, επίσης αποποιηθεί τον «εντοπισμό», τουλάχιστον με τη μορφή που κυκλοφορούσε μέχρι προσφάτως. Τη «φρενολογία» την έχουμε όλοι μας απαρνηθεί, ή τουλάχιστον αυτό διακηρύττουμε, αλλά πλείστοι εξ ημών την εξασκούμε ανυποψίαστοι και με την αφέλεια του ανιστόρητου, κυρίως σε εργαστήρια λειτουργικής νευραπεικονίσεως.1 Την υπόθεση όμως ότι «ο εγκέφαλος παράγει συνείδηση όπως οι νεφροί ούρα» την έχουμε αναγάγει σε ορθόδοξο δόγμα έχοντάς την τιτλοφορήσει νευροφιλοσοφία και έχοντας εν τω μεταξύ ξεχάσει ότι εδώ και δυόμισι περίπου χιλιετίες η ίδια υπόθεση, αλλά σαφώς αρτιότερα και με απείρως μεγαλύτερη καλλιέπεια προταθείσα, είχε καταρριφθεί ως ανεπαρκής.2 Αλλά ποιος νευροφιλόσοφος παίρνει πλέον στα σοβαρά τα πορίσματα σκέτων φιλοσόφων τού πάλαι ποτέ, επομένως των αγνοούντων τις βασικές αρχές της νευροανατομίας και της νευροφυσιολογίας (παρότι ο ρόλος τους στη λύση του προβλήματος των σχέσεων ύλης και συνειδήσεως είναι αμελητέος!). Εν ολίγοις, δεν έχουμε, σε αυτούς τουλάχιστον τους τομείς, σημειώσει τόσο μεγάλη πρόοδο όσο γενικώς πιστεύεται, παρά την όντως ραγδαία πρόοδο στις παντός είδους τεχνολογίες – και σε σχεδόν όλους τους τομείς μελέτης της ύλης.
Ποιητικό αίτιο ευταξίας
Αλλά στο συμπέρασμα αυτό θα αντιταχθούν σθεναρώς οι διακηρύττοντες ότι το μυστήριο του συνειδέναι έχει πλέον διαλευκανθεί,3 ότι σήμερα διαβάζουμε σε απεικονιστικά μηχανήματα τις σκέψεις του άλλου4 ή ότι έχουμε ανακαλύψει τον νευρωνικό μηχανισμό της βουλήσεως, γεγονός που καθιστά την ελευθερία της απλή φενάκη.5 Δυστυχώς, όμως, οι αμφισβητούντες το αληθές αυτών των κηρυγμάτων και οι διακρίνοντες το επισφαλές αλλά και το φαιδρόν της επάρσεως των κηρύκων δεν διαθέτουμε το τάλαντο του Ροΐδη και προσπαθούμε με τα πεζότερα και, καθώς φαίνεται, τα ανεπαρκέστερα μέσα της λογικής να πείσουμε τους ενθουσιώδεις συναδέλφους μας ότι οι δογματισμοί παντός είδους είναι ασύμβατοι με την επαγωγική μέθοδο των φυσικών επιστημών. Και λίγοι εξ ημών διαθέτουμε την παρρησία του Ροΐδη να αντιτάσσουμε δημοσίως ευλογότερες υποθέσεις, όπως αυτήν της υπάρξεως ενός έστω φύσει ανεξιχνίαστου ποιητικού αιτίου ευταξίας στο κεκοσμημένο σύμπαν, απέναντι σε υποθέσεις ολιγοπίθανες, όπως στην υπόθεση της τυχαιότητας ως οντολογικής αρχής. Αυτός όμως, καίτοι πολέμιος των προλήψεων της εν πολλοίς θρησκόληπτης κοινωνίας του 19ου αιώνα, με υποδειγματικό σθένος αντέταξε στο εκ νέου προταθέν, αλλά καθόλου νέο παρά πανάρχαιο δόγμα της τυχαιότητας, το κατά τη γνώμη του προφανές αίτιο της υπάρξεως και ευταξίας του κόσμου:
«Ουδείς θέλει ποτέ παραδεχθή ότι η τυχαία μορίων συνάντησις αρκεί εις την κατασκευήν ωρολογίου ή ναυπήγησιν πλοίου, άνευ βοηθείας νοήμονος τινός διευθύνσεως. Πώς λοιπόν να υποθέση ότι η τοιαύτη συνάντησις ήρκεσεν εις παραγωγήν δένδρου ή οπώρας, των οποίων η σύνθεσις είναι μυριάκις της του ωρολογίου πολυπλοκωτέρα; Αν από των φυτών μεταβώμεν εις τα ζώα, η δυσκολία αυξάνει και έτι καταφανεστέρα καθίσταται η ανάγκη της παραδοχής οιασδήποτε ανωτέρας διευθύνσεως. Αλλ’ αν την διεύθυνσιν ταύτην αρνηθώμεν εις ένα παντοδύναμον Θεόν, ανάγκη πάσα να εμπιστευθώμεν αυτήν εις μυρίους θεΐσκους, οίτινες ωνομάσθηκαν δαίμονες, ασώματα είδη, κατηγορίαι, πλαστικαί δυνάμεις ή οπωσδήποτε άλλως κατά την όρεξιν των κατά καιρούς φιλοσόφων. Οι θεΐσκοι ούτοι καλούνται σήμερον «νόμοι της φύσεως», και ανηγορεύθησαν αυθύπαρκτοι, αιώνιοι και αμετάβλητοι υπό των διαδόχων του Διαγόρου και του Χρυσίππου, οίτινες από του ύψους της πανεπιστημιακής αυτών έδρας προφέρουσιν ημίν ως νέα, υπ’ αυτών δήθεν εφευρεθέντα φιλοσοφικά εδέσματα, τα ευρωτιώντα των Καϊνιτών αποφάγια».6
Επειδή πολλοί επώνυμοι κοσμολόγοι, αστροφυσικοί και βιολόγοι τής σήμερον επικαλούνται τους «νόμους της φύσεως» σε διαλέξεις, σε δημόσιες συζητήσεις, στο Διαδίκτυο και αλλού, για τους ίδιους λόγους που τους επικαλέστηκαν οι Καϊνίτες του 2ου μ.Χ. αιώνα, ας μου επιτραπεί το επόμενο σύντομο σχόλιο στην τελευταία πρόταση του Ροΐδη: Οι συνεχώς επικαλούμενοι από επιστήμονες και φιλοσόφους κάθε εποχής «νόμοι της φύσεως» σε αναζητήσεις των βαθυτέρων αιτίων των φαινομένων, μπορούν να εκληφθούν και εκλαμβάνονται υπό τις εξής δύο ριζικώς ανόμοιες έννοιες. Από την πλειονότητα των επιστημόνων και φιλοσόφων, ιδιαιτέρως εκείνων οι οποίοι τους αποδίδουν γενεσιουργικές δυνατότητες όπως οι Καϊνίτες, εκλαμβάνονται ως παράγωγα της ανθρωπίνης νοήσεως και ως περιγραφές ήδη υπαρχόντων φαινομένων. Αντιθέτως, από ευάριθμους διανοουμένους εκλαμβάνονται ως ανεξάρτητες του κάθε ανθρώπινου εγκεφάλου οντότητες, και ως αυθύπαρκτες, όπως οι Πλατωνικές ιδέες ή οι Πυθαγόρειοι Αριθμοί. Υπό αυτήν την έννοια οι «νόμοι της φύσεως», όπως και οι Πλατωνικές ιδέες, δεν έχουν ποτέ θεωρηθεί ως ποιητικά αίτια, δηλαδή ως γενεσιουργοί παράγοντες του σύμπαντος ή των περιεχομένων του ούτε από τους παλαιούς ούτε από τους συγχρόνους θιασώτες τους. Θεωρούνται όμως ποιητικά αίτια του σύμπαντος από εκείνους τους επιστήμονες και φιλοσόφους οι οποίοι τους θεωρούν, ταυτοχρόνως, γεννήματα του ανθρώπινου εγκεφάλου. Και διερωτώνται έκπληκτοι οι διαθέτοντες κοινή λογική: πώς είναι ποτέ δυνατόν οι έγκριτοι αυτοί διανοούμενοι, οι στα διαυγή νάματα της επιστήμης κολυμβώντες, να μην μπορούν να διακρίνουν την προφανέστατη αντίφασή τους!
Τι τράβηξε την προσοχή του Ροΐδη
Στη χρονική περίοδο κατά την οποία έζησε και έγραψε ο Ροΐδης (1836-1904) στην Ευρώπη υπήρξε μεγάλη πρόοδος στους τομείς που σήμερα ονομάζουμε νευροεπιστήμες και νευροψυχολογία.
Η άποψη ότι ο εγκέφαλος ευθύνεται τόσο για τις βασικές κινητικές και αισθητικές λειτουργίες όσο και για τις «ανώτερες», όπως ο λόγος, η προσοχή, η μνήμη κ.λπ., ήταν ευρέως αποδεκτή στους επιστημονικούς κύκλους. Το πώς όμως ο εγκέφαλος σχετιζόταν με τις επιμέρους λειτουργίες παρέμενε επίμαχο ζήτημα.
Δύο κύριες σχολές είχαν διαμορφωθεί δίνοντας η καθεμία διαφορετική λύση σε αυτό το «πώς». Η μία πρέσβευε ότι η ενεργοποίηση όλου του εγκεφάλου ήταν αναγκαία για την καθεμία λειτουργία. Την αντιπροσώπευε ο Πιερ Φλουρένς. Η δεύτερη ήταν η θεωρία του εντοπισμού, σύμφωνα με την οποία η κάθε λειτουργία απαιτούσε ένα ξέχωρο «κέντρο» στον εγκέφαλο, δηλαδή μια ανατομική δομή η οποία ήταν εξειδικευμένη για την καθεμία λειτουργία. Το πιο εντυπωσιακό εύρημα το οποίο συνηγορούσε υπέρ αυτής της απόψεως ήταν το εύρημα του Πολ Μπροκά: καταστροφή της κάτω μετωπιαίας έλικας του αριστερού ημισφαιρίου προκαλούσε αφασία, δηλαδή αδυναμία εκφοράς λόγου. Περίπου την ίδια εποχή υπήρξαν επιπρόσθετα ευρήματα, όπως του Βέρνικε, σύμφωνα με τα οποία καταστροφή του οπίσθιου τμήματος της άνω κροταφικής έλικας πάλι στο αριστερό ημισφαίριο είχε ως αποτέλεσμα τη δυσκολία ή την αδυναμία προσλήψεως λόγου.
Τα ευρήματα αυτά φάνηκε να τεκμηριώνουν την αβάσιμη (όπως απεδείχθη αργότερα) θεωρία της φρενολογίας η οποία είχε προταθεί στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα από τον ανατόμο Φραντς Γιόζεφ Γκαλ και είχε εκλαϊκευθεί από τον Σπουρτσχάιμ. Σύμφωνα με αυτήν, ο ψυχισμός του ανθρώπου απαρτίζεται από έναν μικρό αριθμό λειτουργιών ή δυνατοτήτων (γύρω στις 30), καθεμία εκ των οποίων εδράζεται σε ένα συγκεκριμένο σημείο της επιφάνειας του εγκεφάλου (δηλαδή του φλοιού). Επιπλέον η ανάπτυξη του κάθε κέντρου είχε ως αποτέλεσμα να σπρώχνει και να διογκώνει το αντίστοιχο σημείο του κρανίου, έτσι ώστε ο χαρακτήρας του κάθε ανθρώπου να μπορεί να διαγνωστεί με την ψηλάφηση των εξογκωμάτων του κρανίου!
Οξυδερκή άτομα της εποχής όπως ο Ροΐδης διέκριναν την αστειότητα της θεωρίας. Ομοίως, αστεία βρήκαν την επίσης αβάσιμη θεωρία του μεσμερισμού (από τον νευρολόγο Μέσμερ), η οποία διατεινόταν ότι ο υπνωτισμός κατορθώνεται μέσω του «ζωικού» μαγνητισμού του υπνωτιστή (ένα είδος ενέργειας που βέβαια δεν υπάρχει).
Οι Καϊνίτες στους οποίους αναφέρεται ο Ροΐδης ήταν μια αίρεση των «γνωστικών» (χριστιανών) του 2ου αιώνα μ.Χ., οι οποίοι θεωρούσαν την ακολασία θεμιτή έκφραση της ελευθερίας και της χριστιανικής αγάπης (έκαναν δηλαδή το άσπρο μαύρο). Ετσι και κάποιοι επώνυμοι σύγχρονοι του Ροΐδη ακαδημαϊκοί της Ευρώπης αναμασούσαν (κατά τον Ροΐδη) τα μουχλιασμένα αποφάγια των Καϊνιτών με το να προτείνουν τέτοιες εξωπραγματικές θεωρίες.
Ο κ. Ανδρέας Κ. Παπανικολάου είναι ομότιμος καθηγητής Νευροεπιστημών της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Tennessee (USA) και επισκέπτης καθηγητής Νευρολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.