Η κλιματική κρίση είναι εδώ και αναμένεται να δίνει ολοένα και ισχυρότερο «παρών» στο μέλλον αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα, σύμφωνα με συνεχώς αυξανόμενα ερευνητικά στοιχεία. Μόνο τις τελευταίες ημέρες δημοσιεύθηκαν διαφορετικές ανησυχητικές μελέτες που αποτυπώνουν τους τεράστιους κλιματικούς κινδύνους για την άγρια φύση, τους κοραλλιογενείς υφάλους, τις παράκτιες περιοχές, τα μεταναστευτικά πτηνά (και τελικώς για τον ίδιο τον άνθρωπο) εξαιτίας των πληγών που εμείς έχουμε προκαλέσει στο «σπίτι» μας, το οποίο σταδιακά καταρρέει. Μελέτες που σας παρουσιάζουμε σήμερα και οι οποίες κρούουν ισχυρή «καμπάνα» για δράση. Διότι διαφορετικά το «σπίτι» μας θα μας συμπαρασύρει μαζί του στην κατάρρευση. Οχι, δεν πρόκειται για σενάρια συνωμοσίας, ούτε είναι θέμα επιλογής. Είναι θέμα επιβίωσης.

Η άγρια φύση κινδυνεύει να «εξαφανιστεί από τον χάρτη»

Οι… επεκτατικές τάσεις της καλλιεργήσιμης γης αποτελούν αυτή τη στιγμή την κυριότερη αιτία απώλειας της βιοποικιλότητας στην άγρια φύση. Και τώρα μια νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Current Biology» δείχνει ότι μέσα στα επόμενα σαράντα χρόνια η αύξηση των ποσοστών της καλλιεργήσιμης γης, η οποία θα αποτελεί απόρροια του ολοένα και πιο θερμού πλανήτη μας, θα θέσει σε σημαντικό κίνδυνο την άγρια φύση και τη βιοποικιλότητά της.

EPA PHOTO AFP/SANJIB MUKHERJEE

Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Εξετερ, στους οποίους ανήκει η νέα μελέτη, ανέλυσαν στοιχεία σχετικά με 1.708 καλλιέργειες από μια βάση δεδομένων που έχει δημιουργηθεί από τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) του ΟΗΕ. Από την ανάλυση προέκυψε ότι όσο θα ανεβαίνει η παγκόσμια θερμοκρασία, οι περιοχές άγριας φύσης που βρίσκονται πιο κοντά στους Πόλους, συμπεριλαμβανομένων περιοχών του Καναδά, της Σκανδιναβίας και της Ρωσίας, θα καταστούν κατάλληλες για καλλιέργεια, θέτοντας αυτά τα πολύτιμα οικοσυστήματα σε κίνδυνο.

1,2 βαθμούς Κελσίου έχει ήδη ανέβει η μέση παγκόσμια θερμοκρα- σία σε σύγκριση με τα προβιομηχανικά επίπεδα

Πώς θα εξαφανιστεί η άγρια φύση

Συγκεκριμένα η μελέτη προβλέπει ότι 2,7 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα άγριας φύσης θα είναι κατάλληλα για καλλιέργεια μέσα στις επόμενες τέσσερις δεκαετίες – αριθμός που αντιπροσωπεύει το 7% της εναπομείνασας άγριας φύσης του πλανήτη μας (χωρίς να συνυπολογίζεται η Ανταρκτική). Σημειώνεται ότι ήδη τεράστιες περιοχές άγριας φύσης έχουν χαθεί εξαιτίας της γεωργικής δραστηριότητας: εκτιμάται ότι από την αρχή της δεκαετίας του 1990 ως σήμερα έχουν «εξαφανιστεί από τον χάρτη» 3,3 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα άγριας φύσης – έκταση σχεδόν διπλάσια σε μέγεθος από την Αλάσκα!

EPA PHOTO AFP/ANNA ZIEMINSKI

Η μελέτη προβλέπει επίσης ότι η ποικιλία των καλλιεργειών θα μειωθεί κατά 72% μέσα στις επόμενες τέσσερις δεκαετίες. Γιατί αυτό είναι σημαντικό; Διότι, όπως εξήγησε σε σχετικό δελτίο Τύπου ο καθηγητής Ιλια Μακλίν από το Ινστιτούτο για το Περιβάλλον και τη Βιωσιμότητα του Πανεπιστημίου του Εξετερ, «η υπερθέρμανση του πλανήτη καθιστά την υπάρχουσα καλλιεργήσιμη γη λιγότερο παραγωγική, ενώ παράλληλα δημιουργεί νέες πιθανές περιοχές κατάλληλες για καλλιέργεια, κυρίως στον Βορρά. Χωρίς προστασία, αυτές οι πολύτιμες περιοχές άγριας φύσης – με τη μεγάλη βιοποικιλότητά τους και την πολιτισμική αξία τους – κινδυνεύουν να χαθούν οριστικά». Ενας λόγος παραπάνω για την ανάγκη περισσότερων καλλιεργειών στο μέλλον αποτελεί το γεγονός ότι ως το 2050 η παραγωγή τροφής θα πρέπει να διπλασιαστεί για να καλύψει τις ανάγκες του αυξανόμενου παγκόσμιου πληθυσμού.

Ποια θα ήταν η λύση για να μη γίνει πραγματικότητα αυτό το…. χρονικό του προαναγγελθέντος θανάτου της άγριας φύσης; Σύμφωνα με την κύρια συγγραφέα της μελέτης, δρα Αλεξάντρα Γκάρντνερ, επίσης από το Ινστιτούτο για το Περιβάλλον και τη Βιωσιμότητα του Πανεπιστημίου του Εξετερ, «χρειάζεται να μειώσουμε άμεσα τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, να μειώσουμε την κατανάλωση κρέατος που συμβάλλει σημαντικά στα αέρια του θερμοκηπίου και να χρησιμοποιούμε πιο αποδοτικά τις υπάρχουσες καλλιεργήσιμες εκτάσεις για να καταφέρουμε να θρέψουμε στο μέλλον τον αυξανόμενο παγκόσμιο πληθυσμό».

Τα κοράλλια καταστρέφονται ακόμη και στα μεγάλα βάθη

Ερευνητές του Πανεπιστημίου του Πλίμουθ εντόπισαν σημάδια αποχρωματισμού των κοραλλιογενών υφάλων στο μεγαλύτερο θαλάσσιο βάθος μέχρι σήμερα – συγκεκριμένα σε βάθος άνω των 90 μέτρων από την επιφάνεια του Ινδικού Ωκεανού. Η καταστροφή αυτή, που αποδίδεται στην αύξηση κατά 30% της θερμοκρασίας της θάλασσας, φάνηκε να έχει «πληγώσει» ως και το 80% των κοραλλιών σε ορισμένα τμήματα του βυθού και μάλιστα σε βάθη τα οποία μέχρι τώρα πιστευόταν ότι ήταν «άτρωτα» στη θέρμανση των ωκεανών.

Οι επιστήμονες σημειώνουν μάλιστα σε δημοσίευσή τους στο επιστημονικό περιοδικό «Νature Communications» ότι τα ευρήματα αυτά αποτελούν δραματική προειδοποίηση σχετικά με την τεράστια «κρυφή» καταστροφή που προκαλείται στον υδάτινο φυσικό κόσμο εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής.

Οπως ανέφερε σε δελτίο Τύπου σχετικά με τη μελέτη ο δρ Φιλ Χόουζγκουντ, αναπληρωτής καθηγητής Φυσικής Ωκεανογραφίας στο Πανεπιστήμιο του Πλίμουθ και επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας, «τα κοράλλια που βρίσκονται σε μεγαλύτερα βάθη εθεωρείτο ότι ήταν ανθεκτικά στη θέρμανση των ωκεανών καθώς τα νερά στα οποία «κατοικούν» έχουν χαμηλότερη θερμοκρασία από εκείνα στην επιφάνεια. Αποδεικνύεται ωστόσο ότι δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο και έτσι πιθανότατα υπάρχουν κοραλλιογενείς ύφαλοι σε παρόμοια βάθη σε ολόκληρο τον κόσμο που απειλούνται από παρόμοιες κλιματικές συνθήκες».

Οι πρώτες ενδείξεις σχετικά με την καταστροφή των κοραλλιών σε μεγάλα βάθη του Ινδικού Ωκεανού παρατηρήθηκαν σε ερευνητικό ταξίδι της ομάδας του Πανεπιστημίου του Πλίμουθ τον Νοέμβριο του 2019 – κατά το ταξίδι εκείνο οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν υποβρύχια οχήματα εξοπλισμένα με κάμερες για να καταγράψουν την υγεία των κοραλλιών κάτω από την επιφάνεια του ωκεανού. Οι εικόνες που μετέδωσαν τα οχήματα στο ερευνητικό σκάφος επέτρεψαν στους ειδικούς να δουν για πρώτη φορά τον αποχρωματισμό των κοραλλιών στον βυθό. Ανάλυση των δεδομένων έδειξε ότι οι θερμοκρασίες κάτω από την επιφάνεια του ωκεανού είχαν εκτοξευθεί από τους 22 στους 29 βαθμούς Κελσίου εξαιτίας του ότι η θερμοκλίνη (ένα μεσαίο στρώμα νερού όπου γίνεται ανάμειξη μεταξύ του θερμότερου νερού που βρίσκεται πιο κοντά στην επιφάνεια με το πολύ ψυχρότερο νερό που υπάρχει στα βάθη του ωκεανού) είχε επεκταθεί σημαντικά προς μεγαλύτερα βάθη.

Ο δρ Νίκολα Φόστερ, λέκτορας Θαλάσσιας Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Πλίμουθ, εκ των συγγραφέων της μελέτης, υπογράμμισε ότι «τα νέα αποτελέσματα αποδεικνύουν το πόσο ευάλωτα είναι στο θερμικό στρες τα οικοσυστήματα των κοραλλιών που βρίσκονται σε βάθη 30-150 μέτρων από την επιφάνεια και παρέχουν νέα στοιχεία σχετικά με την επίδραση που έχει η κλιματική αλλαγή σε όλα τα τμήματα των ωκεανών. Ο αυξανόμενος αποχρωματισμός των κοραλλιών στα μεγάλα βάθη θα οδηγήσει τελικά στον θάνατό τους και σε μείωση της δομικής πολυπλοκότητας των κοραλλιογενών υφάλων. Πιθανότατα αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια της βιοποικιλότητας και τη μείωση των ζωτικής σημασίας οφελών που έχουν οι κοραλλιογενείς ύφαλοι για τον πλανήτη μας».

3πλάσια είναι η επιτάχυνση της τήξης της τράπεζας πάγου της Δυτικής Ανταρκτικής κατά τον 21ο αιώνα σε σύγκριση με τον 20ό, γεγονός που δείχνει ότι ακό- μη και αν μειωθούν οι εκπομπές άνθρακα, το στρώμα πάγου της Δυτικής Ανταρκτικής τελικώς θα καταρρεύσει αλλάζοντας τον παγκόσμιο χάρτη, σύμφωνα με νέα μελέτη στο «Nature Climate Change».

Οι τυφώνες γίνονται πιο «σαρωτικοί»

Οι τυφώνες στον Ατλαντικό Ωκεανό έχουν πλέον περισσότερες από διπλάσιες πιθανότητες να ενισχύονται μέσα σε 24 ώρες και να περνούν από την κατηγορία 1 στην κατηγορία 3 ή και σε μεγαλύτερη, σύμφωνα με νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Scientific Reports».

Η γρήγορη ενίσχυση των κυκλωνικών τροπικών καταιγίδων λαμβάνει συνήθως χώρα σε περιοχές όπου υπάρχουν ασυνήθιστα υψηλές θερμοκρασίες των επιφανειακών νερών, εξ ου και έχει συνδεθεί με την κλιματική αλλαγή. Ωστόσο μέχρι σήμερα παρέμενε ασαφές τι ακριβώς τροφοδοτεί τις αλλαγές στην ενίσχυση των τυφώνων συγκεκριμένα του Ατλαντικού Ωκεανού.

Η δρ Αντρα Γκάρνερ λοιπόν, επίκουρη καθηγήτρια Περιβαλλοντικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Ρόουαν στο Νιου Τζέρσεϊ, αποφάσισε να επικεντρωθεί στους τυφώνες του Ατλαντικού Ωκεανού και διεξήγαγε μια άκρως αναλυτική μελέτη: εξέτασε πώς άλλαξε η ταχύτητα του ανέμου σε κάθε τυφώνα που σχηματίστηκε στον Ατλαντικό μεταξύ του 1970 και του 2020. Ανακάλυψε ότι η πιθανότητα να αυξηθεί σημαντικά η ταχύτητα του ανέμου μέσα σε ένα 24ωρο κατά τη διάρκεια ενός τυφώνα και να φτάσει τους 20 κόμβους (37 χιλιόμετρα την ώρα) ή και περισσότερο αυξήθηκε από 42,3% το 1970-1990 σε 56,7% το 2001-2020. Επιπροσθέτως η πιθανότητα να μετατραπεί ένας ανίσχυρος τυφώνας σε ισχυρό τυφώνα μέσα σε 24 ώρες αυξήθηκε από 3,23% το 1970-1990 σε 8,12% μετά το 2000. Οπως μάλιστα προέκυψε από τη μελέτη, οι τυφώνες είναι πλέον πιο πιθανό να ενισχυθούν κατά μήκος της Ανατολικής Ακτής των ΗΠΑ.

Μετά την καταιγίδα Otis στο Ακαπούλκο του Μεξικό

Η ερευνήτρια σημείωσε ότι τέσσερις από τους πέντε πιο καταστροφικούς τυφώνες του Ατλαντικού Ωκεανού «χτύπησαν» από το 2017 και μετά και στο σύνολό τους ενισχύθηκαν μέσα σε λίγες ώρες αλλάζοντας κατηγορία και κατ’ επέκταση καταστροφικότητα. Πρόσθεσε ότι η συνεχής θέρμανση των νερών στους ωκεανούς – όπως οι θερμοκρασίες-ρεκόρ που κατεγράφησαν το καλοκαίρι που μας πέρασε κοντά στις ακτές της Φλόριδας –είναι ιδιαιτέρως ανησυχητική με δεδομένο ότι οι τροπικές καταιγίδες «τρέφονται» με ενέργεια από τους ωκεανούς και όσο πιο θερμά είναι τα ωκεάνια νερά τόσο μεγαλύτερη δύναμη αποκτούν και οι ίδιες.«Ποσοστό μεγαλύτερο του 90% της υπερθέρμανσης που βιώνουμε εξαιτίας των ανθρωπογενών αερίων του θερμοκηπίου καταλήγει στους ωκεανούς» τόνισε η δρ Γκάρνερ και συμπλήρωσε ότι «το γεγονός πως αυξάνονται οι τυφώνες που σε σύντομο διάστημα μετατρέπονται από κατηγορίας 1 σε μεγάλες καταιγίδες (κατηγορίας 3 ή και μεγαλύτερης) είναι άκρως ανησυχητικό, αφού οι μεγάλοι τυφώνες προκαλούν και τις μεγαλύτερες καταστροφές στις κοινότητες που ζουν σε παράκτιες περιοχές». Αν δεν απομακρυνθούμε εδώ και τώρα από τα ορυκτά καύσιμα, η τάση αυτή μόνο χειρότερη θα γίνει στο μέλλον, θέτοντας σε κίνδυνο εκατομμύρια ζωές, κατέληξε η ερευνήτρια.

Η αλλαγή στη μετανάστευση των πτηνών και ο κίνδυνος μετάδοσης ασθενειών

Σε ένα επιστημονικό «κυνήγι» των μεταναστευτικών πτηνών έχουν επιδοθεί ερευνητές ανά τον κόσμο και ο λόγος είναι σοβαρός: η κλιματική αλλαγή φαίνεται να επηρεάζει τα μεταναστευτικά μοτίβα πολλών ειδών πτηνών, γεγονός που μεταφράζεται και σε αύξηση των πιθανοτήτων μετάδοσης παθογόνων στον άνθρωπο. Αυτό αναφέρεται σε εκτενές δημοσιογραφικό άρθρο που παρουσιάστηκε πρόσφατα στην ιστοσελίδα του επιστημονικού περιοδικού «Science».

Οι πάπιες και άλλα μεταναστευτικά πτηνά μεταφέρουν πλήθος μικροβίων σε ολόκληρο τον πλανήτη, όπως νέα στελέχη γρίπης που απειλούν τα πουλερικά και τους ανθρώπους, τον ιό του Δυτικού Νείλου αλλά και πολλά εν δυνάμει επικίνδυνα βακτήρια. Ετσι διαφορετικές ερευνητικές ομάδες, με συντονίστρια την καταξιωμένη καθηγήτρια Ιολογίας του Ιατρικού Κέντρου Erasmus στην Ολλανδία Μάριον Κούπμανς, συμμετέχουν σε μια ευρωπαϊκή συνεργασία που με χρηματοδότηση της τάξεως των περίπου 30 εκατομμυρίων ευρώ από το Παρατηρητήριο VEO (Versatile Emerging infectious disease Observatory) έχει ως στόχο να βελτιώσει τα συστήματα προειδοποίησης για την εμφάνιση παθογόνων στα μεταναστευτικά πουλιά, τα οποία θα μπορούσαν να αποτελέσουν την αιτία της επόμενης πανδημίας.

Στις διαφορετικές μεταβλητές που επηρεάζουν τα μοτίβα μετανάστευσης των πτηνών και τη μεταφορά παθογόνων ανά τον πλανήτη – όπως είναι η συμπεριφορά των πτηνών, η φύση του εκάστοτε παθογόνου, τα έντομα και άλλα «οχήματα μεταφοράς» παθογόνων που συμβάλλουν στην εξάπλωσή τους, αλλά και οι ανθρώπινες συνήθειες με την παρεπόμενη επίδρασή τους στο περιβάλλον – έχει μπει πλέον και άλλη μια σημαντική παράμετρος: δεν είναι άλλη από τον συνεχώς και θερμότερο κόσμο μας, όπως σημειώνει στο άρθρο του «Science» ο Μάρτιν Μπιρ, κτηνίατρος στο Ινστιτούτο Friedrich Loeffler (FLI), που είναι το Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο για την Υγεία των Ζώων της Γερμανίας. «Η μετανάστευση των πτηνών, η αναπαραγωγή τους, όλα συνδέονται με την κλιματική αλλαγή» αναφέρει.

Αφιξη πολύ νωρίτερα

Η κλιματική αλλαγή αλλάζει ήδη τον σχεδιασμό του ταξιδιού ορισμένων πτηνών, όπως έχουν παρατηρήσει επιστήμονες. Στο Παρατηρητήριο Πτηνών Ottenby στη Σουηδία, το οποίο βρίσκεται στο νησί Ολαντ στη Βαλτική Θάλασσα και αποτελεί προορισμό για πολλά είδη μεταναστευτικών πτηνών, ο Γιόνας Βάλντενστρομ εδώ και περισσότερα από 20 χρόνια έχει παρακολουθήσει περισσότερα από 100 είδη πτηνών.

Από μελέτη που δημοσίευσε στο «Science» ήδη από το 2006 και στην οποία αναλύονταν δεδομένα από το 1980 ως το 2004 προέκυψε ότι στρουθιόμορφα πτηνά (μεγάλη τάξη που περιλαμβάνει περίπου τα μισά είδη πτηνών) έφταναν νωρίτερα την άνοιξη στο Ottenby και σε τέσσερα άλλα ευρωπαϊκά παρατηρητήρια, πιθανότατα εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής. Και αυτό διότι εκείνη την περίοδο η φύση άνθιζε νωρίτερα και ο Απρίλιος και ο Μάιος ήταν πιο θερμοί σε σύγκριση με το παρελθόν, οδηγώντας έτσι σε πληθώρα εντόμων με τα οποία τρέφονται αυτά τα πτηνά.

Το πώς οι αλλαγές στα μοτίβα μετανάστευσης των πτηνών επιδρούν στον κίνδυνο μετάδοσης ασθενειών στους ανθρώπους εξαρτάται από ένα πολύπλοκο δίκτυο παραγόντων, επισημαίνουν οι επιστήμονες. Πτηνά που ακολουθούν το παραδοσιακό μοτίβο του ταξιδιού τους φτάνουν σε μέρη όπου η άνοιξη είναι πιο προχωρημένη ελέω της κλιματικής αλλαγής, συναντώντας ένα διαφορετικό οικοσύστημα και πιθανώς διαφορετικά παθογόνα.

Αλλα πτηνά, που λόγω των θερμοκρασιών και της υγρασίας επισπεύδουν το ταξίδι τους, ξοδεύουν περισσότερη ενέργεια, γεγονός που κάνει το ανοσοποιητικό τους σύστημα πιο αδύναμο και τα καθιστά πιο ευάλωτα στο να μολυνθούν με παθογόνα. Για ορισμένα πουλιά, πάλι, η κλιματική αλλαγή μπορεί να μετατρέψει μια στάση του ταξιδιού τους σε τελικό προορισμό για αναπαραγωγή, γεγονός που και πάλι πιθανώς μεταφράζεται σε μεγαλύτερο κίνδυνο έκθεσης σε νέα παθογόνα.

Και, βέβαια, μέσα σε όλα αυτά η κλιματική αλλαγή μπορεί να καταστήσει πιο επικίνδυνα τα ίδια τα παθογόνα και πιο ικανά να περνούν από το ένα πτηνό στο άλλο με αποτέλεσμα να «ζουν και να βασιλεύουν» απειλώντας τελικά και τους ανθρώπους. Στο ήδη ανησυχητικό αυτό τοπίο ας προσθέσουμε και την αύξηση των πληθυσμών κουνουπιών και άλλων εντόμων εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής που μπορούν να μεταδώσουν νέα παθογόνα στα πουλιά. Και έτσι συμπληρώνουμε την εικόνα, που δείχνει ότι αν δεν υπάρξει δράση, μάλλον θα επιβάλλεται… η μετανάστευσή μας σε άλλον πλανήτη.