«Είναι κόλλημα η κάππαρη» μου λέει η Θεοδώρα Πετανίδου, εκθειάζοντας ένα φυτό που για κάποιους σε αυτή τη χώρα είναι γνωστό μόνο από τον φαγώσιμο καρπό του. Εκείνη όμως, όντας καθηγήτρια στο Τμήμα Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου του Αιγαίου, με γνωστικό αντικείμενο την Οικολογία και την Οικογεωγραφία, ήδη από τον καιρό που εκπονούσε το διδακτορικό της, με επιβλέποντα τον αείμνηστο Νίκο Μάργαρη, είχε καταλάβει ότι σε αυτό το τόσο «χαμηλών τόνων» και έρπον «χαμαίφυτο», που επωφελείται των πιο ανεπαίσθητων ξερολιθικών ρωγμών και των πιο γλίσχρων εδαφικών παροχών, αξίζει κάτι πολύ περισσότερο από την αμβλυμένη προσοχή μας για τα φυτά που βρίσκουμε να φυτρώνουν ελεύθερα, χωρίς την ανθρώπινη φροντίδα.
Την κάππαρη (Capparis spinosa ως επί το πλείστον) μπορούμε να τη συναντήσουμε οπουδήποτε: «Πρόκειται για ένα πολύ προικισμένο φυτό», συνεχίζει η συνομιλήτριά μου προσθέτοντας ότι «χρησιμοποιεί το αέριο άζωτo για να φωτοσυνθέσει, κάτι που λίγα φυτά μπορούν. Δεν είναι ανεξήγητο λοιπόν το ότι μπορεί να φωτοσυνθέτει, να συνθέτει πρωτεΐνες, να μεγαλώνει, να βγάζει φύλλα, να ανθοφορεί επί μακρόν και να δίνει καρπό και στα πιο άγονα εδάφη στην πιο δύσκολη για κάθε φυτό εποχή, αυτήν του καλοκαιριού. Εχοντας επίσης την ικανότητα να εξαφανίζεται σχεδόν, αφήνοντας στην επιφάνεια μερικά ξερόκλαδα να εξέχουν τον χειμώνα, και να επανεμφανίζεται όταν αρχίζουν οι ζέστες. Διαθέτοντας μια ρίζα που μπορεί να φτάσει και τα είκοσι μέτρα, στο θερμό και άνυδρο καλοκαίρι βρίσκει και την τελευταία σταγόνα νερού σε εδάφη όπου η βροχή μπορεί να κάνει μήνες να εμφανιστεί».
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.