Από την αρχαία Αίγυπτο μέχρι και τον 19ο αιώνα, η ημικρανία παρέμενε ένα ιατρικό μυστήριο, με θεραπείες που κυμαίνονταν από φυτικά σκευάσματα μέχρι τον τρυπανισμό – μια πρακτική κατά την οποία άνοιγαν τρύπες στο κρανίο για να «απελευθερώσουν» τον πόνο.
Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, άρχισαν να διατυπώνονται οι πρώτες επιστημονικές θεωρίες που συνέδεαν την ημικρανία με διαταραχές στα αιμοφόρα αγγεία του εγκεφάλου. Μέχρι και τη δεκαετία του 1990 όμως, ένα μεγάλο μέρος της ιατρικής κοινότητας την απέδιδε κυρίως σε ψυχολογικά αίτια με αποτέλεσμα οι ασθενείς με ημικρανία να παραπέμπονται σε ψυχιάτρους ή ψυχολόγους.
Σήμερα ξέρουμε ότι η ημικρανία δεν είναι ούτε ψυχολογική διαταραχή ούτε απλώς μια αγγειακή διαταραχή, αλλά μια πολυπαραγοντική νευροαγγειακή διαταραχή και οι έρευνες έχουν στραφεί στην εξιχνίαση των μηχανισμών που την προκαλούν.
Καθώς πρόκειται για μια νόσο που ταλαιπωρεί περισσότερους από 1 δισ. ανθρώπους παγκοσμίως, το ΒΗΜΑ-Science απευθύνθηκε στον Αρν Μέι, καθηγητή Νευρολογίας στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου και έναν από τους κορυφαίους ερευνητές στο πεδίο των κεφαλαλγιών και ειδικότερα στη νευροφυσιολογία της ημικρανίας, προκειμένου να πληροφορηθούμε τις τελευταίες εξελίξεις. Σύμφωνα με τον γερμανό ειδήμονα, οι πρόοδοι των τελευταίων ετών έχουν ανακουφίσει πολλούς ασθενείς, αλλά συνολικά ο γρίφος της ημικρανίας παραμένει ακόμη άλυτος.
Ο υποθάλαμος και ο ρόλος του
Οπως μας λέει, η κατανόηση της ημικρανίας έχει προχωρήσει σημαντικά, καθώς νέες μέθοδοι επιτρέπουν σήμερα μια πιο λεπτομερή ανάλυση των εγκεφαλικών μηχανισμών που εμπλέκονται σε αυτή: «Η έρευνά μας τα τελευταία χρόνια, με αξιοποίηση απεικονιστικών μέσων, έδειξε πως 48 περίπου ώρες πριν την έναρξη επεισοδίου κεφαλαλγίας ο εγκέφαλος ενεργοποιεί συνδέσεις μεταξύ του υποθαλάμου και του εγκεφαλικού στελέχους, προετοιμάζοντας το επεισόδιο.
Αυτό αποτέλεσε ισχυρό επιχείρημα για τον επαναπροσδιορισμό της ημικρανίας, αποδεικνύοντας ότι το μεταιχμιακό σύστημα του εγκεφάλου, και πιο συγκεκριμένα ο υποθάλαμος, είναι ο πραγματικός «κινητήρας» της. Αυτά τα ευρήματα κατέρριψαν οριστικά την θεωρία πως η ημικρανία αποτελεί ψυχολογική διαταραχή».
Κατά τον Μέι ο υποθάλαμος «χάνει» τον έλεγχο του μεταιχμιακού συστήματος περίπου δύο ημέρες προτού ξεκινήσει ένα επεισόδιο ημικρανίας, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται συμπτώματα όπως είναι η ευαισθησία στο φως και στον ήχο ή κάποιες νοητικές δυσλειτουργίες. Ταυτόχρονα, η απώλεια ελέγχου από τον υποθάλαμο διαταράσσει την ομοιόσταση του σώματος, εξηγώντας γιατί συμπτώματα όπως η κόπωση, η ναυτία, το χασμουρητό και η αυξημένη επιθυμία για φαγητό εμφανίζονται συχνά όταν πλησιάζει ένα επεισόδιο ημικρανίας.
Προδιαθέσεις και ερεθίσματα
Ποια είναι, όμως, τα ερεθίσματα που πυροδοτούν την ημικρανία και ποιοι παράγοντες ευνοούν την εμφάνισή της; «Εκτιμάται πως υπάρχει ένα όριο ή ένα κατώφλι ευαισθησίας που φέρνει τον εγκέφαλο σε κατάσταση νευρωνικής δυσλειτουργίας, το οποίο μπορεί να προκληθεί από περιβαλλοντικά ή βιολογικά ερεθίσματα» απαντά ο γερμανός επιστήμονας και συνεχίζει: «Μελέτες έχουν δείξει ότι ορισμένες τροφές, το στρες, οι ορμονικές αλλαγές, οι αλλαγές του καιρού ή κάποιες χημικές ουσίες στο περιβάλλον μπορούν να πυροδοτήσουν μηχανισμούς που προκαλούν την απελευθέρωση ενός πεπτιδίου (μικρού πρωτεϊνικού μορίου) το οποίο ονομάζεται Πεπτίδιο Σχετιζόμενο με το Γονίδιο της Καλσιτονίνης (CGRP). Αυτό το νευροπεπτιδικό μόριο παίζει σημαντικό ρόλο στη λειτουργία του νευρικού συστήματος και στην εμφάνιση πονοκεφάλων και ημικρανίας».
Η ποικιλία των ερεθισμάτων που, σύμφωνα με τις αναφορές των ασθενών, πυροδοτούν την ημικρανία δεν είναι το μόνο αξιοσημείωτο ως προς την αιτιολογία της νόσου. Εκείνο που ο γερμανός καθηγητής και οι συνεργάτες του προσπαθούν να κατανοήσουν είναι γιατί ορισμένα ερεθίσματα προκαλούν ημικρανίες σε κάποιους ασθενείς ενώ σε άλλους όχι. Οπως υπογραμμίζει, εκτιμάται πως σημαντικό ρόλο παίζουν γενετικοί παράγοντες που επηρεάζονται από πολλά γονίδια. Μάλιστα, η εκτιμώμενη κληρονομικότητα της ημικρανίας κυμαίνεται από 35% έως 60%, γεγονός που επιβεβαιώνει την ισχυρή γενετική της βάση.
Θεραπείες που έκαναν μεγάλη διαφορά
Σημαντική εξέλιξη στην ανακούφιση των ασθενών με ημικρανία έφερε μια νέα κατηγορία φαρμάκων – ονομάζονται gepants –, τα οποία όπως και κάποια μονοκλωνικά αντισώματα έχουν σχεδιαστεί για να εμποδίζουν τη δραστηριότητα του CGRP. Αυτές οι νέες μέθοδοι ανακούφισης έχουν αποδειχθεί ιδιαίτερα χρήσιμες για ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται επαρκώς στις παραδοσιακές αγωγές (εργοταμίνες και τριπτάνες), φέρνοντας επαναστατικές αλλαγές στη διαχείριση της νευρολογικής αυτής διαταραχής. Ωστόσο, υπάρχει ακόμη ένα μεγάλο ποσοστό πασχόντων που δεν εμφανίζει βελτίωση των συμπτωμάτων ούτε με τη λήψη αυτών των φαρμάκων.
«Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι εξακολουθεί να υπάρχει ένα σημαντικό κενό στη βιολογική κατανόηση της ημικρανίας. Tα φάρμακα αυτά εστιάζουν στον πόνο και δεν επηρεάζουν τον κεντρικό μηχανισμό που ευθύνεται για τις ημικρανίες. H χρήση τους δεν μπορεί να είναι μακροχρόνια, ενώ μόλις διακοπεί η αγωγή, ο πόνος επιστρέφει. Αυτό αποτελεί ένδειξη ότι ο «κινητήρας» της ημικρανίας παραμένει ενεργός. Γι’ αυτό, στόχος μας είναι να κατανοήσουμε βαθύτερα τα αίτια της διαταραχής και να αναπτύξουμε θεραπείες που όχι μόνο ανακουφίζουν τα συμπτώματα, αλλά τροποποιούν τον μηχανισμό που προκαλεί τις ημικρανίες, ώστε να αντιμετωπίσουμε τη ρίζα του προβλήματος» μας είπε κλείνοντας ο γερμανός ειδήμονας.
Ο ρόλος της ΑΙ στην πρόβλεψη
Επιστήμονες από την Κλινική Mayo μελετούν τις σχέσεις μεταξύ της βιολογικής προδιάθεσης των ανθρώπων για ημικρανία και των ερεθισμάτων που την προκαλούν, με τη βοήθεια τεχνητής νοημοσύνης. Σε μελέτη που δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο του 2024, παρουσίασαν έναν αλγόριθμο που έχει ακρίβεια 80% στην πρόβλεψη της αντίδρασης ενός ατόμου στα αντι-CGRP φάρμακα, λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες όπως ο δείκτης μάζας σώματος, το οικογενειακό ιστορικό και η συχνότητα και διάρκεια των επεισοδίων ημικρανίας.
Η έρευνα εστιάζει επίσης στην ανάπτυξη αλγορίθμων που προβλέπουν τα επεισόδια ημικρανίας με βάση μια σειρά από παράγοντες και συμπτώματα, όπως οι διαταραχές ύπνου, οι αλλαγές του καιρού, η ευαισθησία στο φως και η ναυτία – δεδομένα που συγκεντρώνονται από τα ημερολόγια και τις φορητές συσκευές των ασθενών. Αυτές οι τεχνολογίες αναμένεται να είναι διαθέσιμες τα επόμενα χρόνια, προσφέροντας στους ασθενείς τη δυνατότητα να γνωρίζουν πότε να λάβουν προληπτικά μέτρα ή να ξεκινήσουν τις θεραπείες τους έγκαιρα.