Το να έχει κανείς πρόσβαση στη διαδικασία δημιουργίας ενός μουσείου, είναι πράγματι μια σπάνια εμπειρία. Ακόμη σπανιότερη όμως είναι η εμπειρία της δημιουργίας ενός μουσείου που ενώ δεν έχει ακόμη γεννηθεί, κουβαλά ήδη μια ιστορία αιώνων.
Αυτή την εμπειρία θα προσπαθήσουμε να μοιραστούμε με τους αναγνώστες του ΒΗΜΑ-Science, για χάρη των οποίων εξασφαλίσαμε πρόσβαση στο Μουσείο Μεταλλείας-Μεταλλουργίας Λαυρίου που βρίσκεται στο τελικό στάδιο δημιουργίας του.
Το Μουσείο βρίσκεται στο Τεχνολογικό Πολιτιστικό Πάρκο Λαυρίου, του οποίου τη διαχείριση έχει αναλάβει από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.
Δείτε το βίντεο:
Αρχαία σκουριά
Αν θέλαμε να πιάσουμε το νήμα της ιστορίας από την αρχή, θα έπρεπε να πάμε σχεδόν 3.000 χρόνια πίσω στον χρόνο και να θυμηθούμε ότι το αρχαίο Λαύριο (με τα αργυρομολυβδούχα μεταλλεύματά του) ήταν η μεγαλύτερη πλουτοπαραγωγός πηγή της αρχαίας Αθήνας.
Χάρη στον πλούτο που παρήγαν τα μεταλλεία Λαυρίου χτίστηκε ο Παρθενώνας, χάρη σε αυτά χτίστηκαν και οι τριήρεις που απώθησαν τους Πέρσες στη ναυμαχία της Σαλαμίνας.
Το αρχαίο Λαύριο «έσβησε» μαζί με την αρχαία Ελλάδα, αλλά οι αρχαίες σκωρίες (ή σκουριές), τα υπολείμματα δηλαδή της μεταλλευτικής δραστηριότητας, ήταν το θέλγητρο που οδήγησε στην αναβίωσή του κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.
Η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ιστορία του Λαυρίου και των ανθρώπων του δεν εμπίπτει, δυστυχώς, στους σκοπούς αυτού του άρθρου. Θα περιοριστούμε λοιπόν εδώ στην ίδρυση, το 1876, της Γαλλικής Εταιρείας Μεταλλείων Λαυρίου «Compagnie Francaise des Mines du Laurium» από τον ιταλό μεταλλειολόγο Σερπιέρι (J.B. Serpieri), η οποία μαζί με την ελληνική «Εταιρεία των Μεταλλουργείων του Λαυρίου» συνετέλεσαν στην αναγέννηση της πόλης του Λαυρίου.
Συγκροτήθηκε, δηλαδή, το Λαύριο ως μια τυπική πόλη-δορυφόρος βιομηχανικών εγκαταστάσεων (εν προκειμένω των δύο εταιρειών), χαρακτηριστική της περιόδου της πρώτης Βιομηχανικής Επανάστασης.
Έκθεμα του εαυτού του
Στους χώρους της Γαλλικής Εταιρείας και ειδικότερα στους χώρους του μηχανουργείου της δημιουργείται σήμερα το Μουσείο Μεταλλείας-Μεταλλουργίας Λαυρίου (ΜΜΜΛ). Στην πραγματικότητα, το ρήμα «δημιουργείται» δεν αποδίδει όλη την αλήθεια καθώς αυτό που γίνεται, από το 2018 που το Μουσείο άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά μέχρι σήμερα, είναι η λειτουργική αποκατάσταση του μηχανουργείου που για περισσότερο από έναν αιώνα υποστήριζε τις εξορυκτικές και όχι μόνο δραστηριότητες της Εταιρείας.
«Το Μουσείο είναι έκθεμα του εαυτού του» μας είπε χαρακτηριστικά ο κ. Νίκος Μπελαβίλας, καθηγητής Αρχιτεκτονικής και επιστημονικός υπεύθυνος του έργου, προσθέτοντας ότι πρόκειται για «το αρχαιότερο και πληρέστερο διασωζόμενο ιστορικό μηχανουργείο της Ελλάδας και μάλιστα με τον μηχανολογικό εξοπλισμό στη θέση του και ο οποίος έχει τεθεί ήδη σε επιδεικτική λειτουργία».
Τι θα μπορεί λοιπόν να δει ο επισκέπτης όταν σε λίγους μήνες το Μουσείο θα ανοίξει τις πόρτες του στο κοινό; Η επίσκεψη στο Μουσείο θα μοιάζει με ένα ταξίδι στην εξέλιξη της τεχνολογίας από τον 19ο μέχρι τον 20ό αιώνα.
Θα ήταν όμως παράλειψη να μην αναφερθεί εδώ ότι η αίσθηση του ταξιδιού πίσω στον χρόνο δημιουργείται ήδη από την είσοδο στο Πάρκο με τη χαρακτηριστική αρχιτεκτονική των κτιρίων περασμένων εποχών.
«Η αρχιτεκτονική του μηχανουργείου είναι η τυπική βιομηχανική αρχιτεκτονική του 19ου αιώνα: οι αίθουσές του διατάσσονται εν σειρά, ενώ οι στέγες τους στηρίζονται σε ξύλινες δοκούς και σε χυτοσιδηρές κολόνες. Οι εξωτερικές όψεις χαρακτηρίζονται από τη χρήση κόκκινου τούβλου στα ανοίγματα και στρογγυλού φεγγίτη αερισμού στα αετώματα» εξήγησε ο κ. Μπελαβίλας.
Βιωματική εμπειρία
Καθεμία από τις αίθουσες του μηχανουργείου «διηγείται» την ιστορία της, η οποία γίνεται «χειροπιαστή» χάρη στην επιβλητικότητα του χώρου και κυρίως χάρη στη λειτουργική αποκατάστασή του.
Έτσι, αφού περάσει το κατώφλι της μεγάλης ξύλινης πόρτας και εισέλθει στην αίθουσα όπου υπάρχουν ακόμη τα 3 καμίνια με τον απαραίτητο για τη λειτουργία τους εξοπλισμό (αμόνια, τσιμπίδες, φυσερά κ.λπ.), ο επισκέπτης νιώθει σχεδόν τη ζέστη του πυρακτωμένου μετάλλου. Και η βιωματική αυτή εμπειρία γίνεται ολοένα και πιο ρεαλιστική καθώς προχωρεί κανείς στην κυρίως αίθουσα του μηχανουργείου.
«Η σημερινή εικόνα του μηχανουργείου είναι εν πολλοίς αυτή της τελευταίας ημέρας λειτουργίας του» επισήμανε ο κ. Μπελαβίλας και προσέθεσε:
«Η προέλευση του αρχικού μηχανολογικού εξοπλισμού είναι κυρίως γαλλική και βελγική, προερχόμενη από εργοστάσια του Παρισιού και της Λιέγης. Όπως φαίνεται όμως και από έναν τόρνο που σώζεται και φέρει την επιγραφή Laurium Atelier 1895, το μηχανουργείο ήδη από την πρώτη περίοδο της λειτουργίας του ήταν σε θέση να υλοποιεί μεγάλες κατασκευές».
Σταθερές βάσεις
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο συγκεκριμένος τόρνος βρίσκεται στην ίδια θέση από τότε που δημιουργήθηκε. Όσο και αν αυτό εξυπηρετεί τη φιλοσοφία του υπό διαμόρφωση Μουσείου, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι δεν θα ήταν εύκολο να μετακινηθεί ο βαρύτατος αυτός εξοπλισμός, ο οποίος είναι στερεωμένος στο έδαφος πάνω σε ογκώδεις, στην πλειονότητά τους μονολιθικές, πλάκες μαρμάρου.
«Προκειμένου να εξασφαλισθεί η σταθερότητα του μηχανολογικού εξοπλισμού, αφενός το μάρμαρο ήταν λαξευμένο ώστε να μην υπάρχουν κενά μεταξύ μαρμάρου και μηχανής.
Αφετέρου, στα σημεία όπου θα βιδώνονταν ένας τόρνος ή ένα τρυπάνι γίνονταν οπές στο μάρμαρο λίγο μεγαλύτερης διαμέτρου από τις βίδες που θα χρησιμοποιούνταν. Μετά το βίδωμα, έχυναν στις οπές τηγμένο θειάφι, το οποίο στερεοποιούμενο γινόταν σαν πέτρα» εξήγησε ο ηλεκτρολόγος μηχανολόγος κ. Αντώνης Πλυτάς, ο οποίος ανέλαβε το δύσκολο έργο της συντήρησης και αποκατάστασης του μηχανολογικού εξοπλισμού. Ενός εξοπλισμού ο οποίος είχε παραμείνει σε αχρησία για περίπου μισό αιώνα!
«Στην ακμή του, το μηχανουργείο ήταν σε θέση να κατασκευάζει και να επισκευάζει τα πάντα, από μια βίδα μέχρι το μεγαλύτερο τρυπάνι ή τόρνο» σημειώνει ο κ. Πλυτάς καθώς προχωρούμε κατά μήκος των αιθουσών.
Παρατηρούμε εδώ ότι ο εξοπλισμός (τόρνοι, τρυπάνια, πλάνες) γίνεται μικρότερος και ελαφρύτερος, όπως συμβαίνει πάντα όταν τα τεχνολογικά προϊόντα εξελίσσονται. «Τα τελευταία κομμάτια του εξοπλισμού είναι της δεκαετίας του 1980 και η προέλευση μερικών από αυτά είναι η ανατολική Ευρώπη, πιθανότατα λόγω χαμηλότερου κόστους» είπε ο κ. Πλυτάς.
Πρώιμη ηλεκτροκίνηση
Τι κινούσε (και συνεχίζει να κινεί) όμως τον εξοπλισμό του 19ου αιώνα; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό βρίσκεται πίσω από μια μικρή πόρτα η οποία οδηγεί σε έναν πολύ ιδιαίτερο χώρο, ένα επίπεδο χαμηλότερα. Εκεί βρίσκεται μια μη λειτουργούσα ατμομηχανή καθώς τμήματά της είχαν απομακρυνθεί στις αρχές του εικοστού αιώνα προκειμένου να εγκατασταθεί δίπλα της ένας ηλεκτροκινητήρας που όχι μόνο διατηρείται αυτούσιος αλλά επισκευάστηκε και είναι λειτουργικός.
«Πρόκειται για τον αρχαιότερο ηλεκτροκινητήρα μεγάλης ισχύος και μαζικής παραγωγής που εντοπίζεται στην Ελλάδα. Είναι κατασκευασμένος από την εταιρεία Siemens και εγκαταστάθηκε στο μηχανουργείο το 1905.
Δηλαδή η Γαλλική Εταιρεία, η οποία για να καλύψει τις ανάγκες της δημιούργησε ηλεκτρικό σταθμό, πέρασε από την ατμοκίνηση στην ηλεκτροκίνηση πολύ νωρίς σε σχέση με τα ελληνικά αλλά και τα ευρωπαϊκά βιομηχανικά δεδομένα» εξήγησε ο κ. Πλυτάς και προσέθεσε: «Η ισχύς του κινητήρα είναι 26 ίπποι και λειτουργεί με συνεχές ρεύμα που μπορεί να φτάσει μέχρι την τάση των 200 Volt».
Ο ηλεκτροκινητήρας και ο εντυπωσιακός μαρμάρινος πίνακας ελέγχου, ο οποίος βρίσκεται στην αίθουσα του μηχανουργείου, εξασφαλίζουν την τροφοδοσία του μηχανολογικού εξοπλισμού μέσω ενός συστήματος αξόνων, τροχαλιών και ιμάντων το οποίο μπορεί κανείς να θαυμάσει στην οροφή της αίθουσας και το οποίο έχει παραμείνει αυτούσιο από την εποχή που πρωτολειτούργησε το μηχανουργείο, όπως αποδεικνύεται και από φωτογραφικά τεκμήρια της περιόδου.
Κατά τη διάρκεια της ξενάγησής μας στον χώρο και ενώ έθετε σε λειτουργία τον ηλεκτροκινητήρα, ο κ. Πλυτάς επισήμανε ότι «ο πίνακας ελέγχου διαφέρει από αυτούς που έχουμε σήμερα στα σπίτια μας και τους οποίους μπορούμε να αγγίξουμε με ασφάλεια. Στον συγκεκριμένο πίνακα τα μπρούντζινα στοιχεία διαρρέονται από ρεύμα».
Περιττό να πούμε ότι η επιδεικτική λειτουργία των μηχανών στον χώρο προκαλεί θαυμασμό αλλά και δέος, ενώ η αίσθηση ότι ο επισκέπτης έχει μεταφερθεί σε μια άλλη εποχή γίνεται εντονότερη. Ίσως επειδή δεν έχουν ακόμη διαμορφωθεί οι διάδρομοι όπου θα κινούνται οι επισκέπτες και ο χώρος δεν θυμίζει μουσείο.
«Το επόμενο και τελικό στάδιο δημιουργίας του Μουσείου προβλέπει την κατασκευή διαδρόμων με διαφανή πετάσματα στους οποίους οι επισκέπτες θα κινούνται με ασφάλεια» εξήγησε ο κ. Μπελαβίλας και προσέθεσε ότι «υπάρχει ειδικός σχεδιασμός για την ασφάλεια, με τα απαιτούμενα πιστοποιητικά και τα μέτρα προστασίας, είτε για τους γενικούς επισκέπτες είτε για το ειδικό κοινό όπως είναι οι μαθητές ή οι ερευνητές».
Σε λίγους μήνες, ο χώρος του πρώην μηχανουργείου της Γαλλικής Εταιρείας Μεταλλείων Λαυρίου που παρέμεινε σιωπηλός για σχεδόν τέσσερις δεκαετίες, θα γεμίσει και πάλι ζωή. Αυτή τη φορά όμως ο θόρυβος των μηχανημάτων δεν θα μπλέκεται με φωνές εργατών, αλλά με φωνές παιδιών και ενήλικων επισκεπτών του Μουσείο Μεταλλείας-Μεταλλουργίας Λαυρίου.
Ένας πλούτος ιστορικής πληροφορίας
Τα εκθέματα στο Μουσείο Μεταλλείας-Μεταλλουργίας Λαυρίου δεν είναι μόνο μηχανήματα, αλλά και ιστορικά ντοκουμέντα. Στους χώρους του Τεχνολογικού-Πολιτιστικού Πάρκου Λαυρίου του ΕΜΠ εντοπίστηκε ένα ανεκτίμητης αξίας αρχείο.
Όπως εξηγεί ο ιστορικός δρ Γιώργος Δερμάτης, επιμελητής του καταλόγου εκθεμάτων και της μουσειακής έκθεσης: «Το αρχείο, ο όγκος του οποίου ανέρχεται σε 1.000 τρέχοντα μέτρα, περιλαμβάνει όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων της Γαλλικής Εταιρείας Μεταλλείων Λαυρίου από το 1875 μέχρι το 1981 αλλά και μέρος του αρχείου της πρώτης εταιρείας του Λαυρίου (1864-1873) και της Ελληνικής Μεταλλευτικής-Μεταλλουργικής Εταιρείας (1983-1989).
Από τους καταλόγους του προσωπικού μέχρι τα βιβλία και τα οικονομικά, τεχνικά και διοικητικά έγγραφα, το αρχείο διηγείται την ιστορία των εταιρειών αλλά και της ιστορικής περιόδου που διατρέχει. Αντικατοπτρίζει δηλαδή το οικονομικό, πολιτικό, τεχνολογικό και κοινωνικό γίγνεσθαι της χώρας μας αλλά και της Ευρώπης».
Πρόκειται για το μεγαλύτερο βιομηχανικό αρχείο της Ελλάδας, αποτελούμενο από 1.150 δερματόδετους τόμους, 700 φακέλους και 3.000 σχέδια και χάρτες.
«Τα σχέδια και οι χάρτες είναι εξαιρετικής αισθητικής και στη συντριπτική πλειονότητά τους φτιαγμένα από γάλλους σχεδιαστές. Τα σχέδια είναι αρχιτεκτονικά, μηχανολογικά, τοπογραφικά, ενώ οι χάρτες δεν αφορούν μόνο τον χώρο των μεταλλείων. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλοί από αυτούς είναι χάρτες περιοχών της Ελλάδας ή της λεκάνης της Μεσογείου με γεωλογικό ή μεταλλευτικό ενδιαφέρον».
Κατακερματισμένο εντοπίστηκε το αρχείο, το οποίο αφού καθαρίστηκε, τοποθετήθηκε σε ειδικά για αρχειακή φύλαξη κιβώτια. «Μετά τη γενική καταγραφή του περιεχομένου του, το αρχείο ταξινομήθηκε και καταλογογραφήθηκε» σημείωσε ο κ. Δερμάτης και προσέθεσε ότι «επόμενο στάδιο είναι η επιλεκτική ψηφιοποίηση αντιπροσωπευτικών δειγμάτων κάθε αρχειακής ενότητας, ώστε να διευκολυνθεί η συνεργασία με την παγκόσμια ερευνητική κοινότητα».
Κλείνοντας ο κ Δερμάτης σημείωσε ότι το έργο του Μουσείου είναι συλλογικό και ότι εκτός από τον κ. Νίκο Μπελαβίλα και τον αρχιτέκτονα Κώστα Μάνθο, η τελευταία ομάδα ιστορικών που δούλεψε στο αρχείο είναι η Ελένη Κυραμαργιού, ο Γιάννης Παπακονδύλης και ο Αντώνης Σαραντίδης.
Η αξία μιας διάσωσης
Το 1989 η Γαλλική Εταιρεία Μεταλλείων Λαυρίου (ΓΕΜΛ) έκλεισε οριστικά. Και ενώ προγραμματίζονταν η εκκαθάρισή της και η κατεδάφιση των κτιριακών εγκαταστάσεών της, ο Δήμος Λαυρίου, η τοπική κοινωνία και το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο ανέλαβαν τις απαιτούμενες πρωτοβουλίες για τη διάσωση του χώρου.
Πράγματι, το 1992, η Κτηματική Εταιρεία του Ελληνικού Δημοσίου αγόρασε το σύνολο των εγκαταστάσεων της ΓΕΜΛ, οι οποίες παραχωρήθηκαν στο υπουργείο Πολιτισμού και στη συνέχεια στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (ΕΜΠ).
«Το ΕΜΠ είναι το μόνο εκπαιδευτικό-ερευνητικό ίδρυμα της χώρας που θα μπορούσε να φέρει εις πέρας το έργο της αποκατάστασης και αξιοποίησης του χώρου ο οποίος από το 1999 λειτουργεί ως Τεχνολογικό Πολιτιστικό Πάρκο Λαυρίου (ΤΠΠΛ)» σημείωσε μιλώντας στο ΒΗΜΑ-Science ο πρύτανης του ΕΜΠ καθηγητής Ιωάννης Χατζηγεωργίου και εξήγησε ότι «η διαχείριση και οργάνωση του ΤΠΠΛ έχει αναληφθεί από την Εταιρεία Αξιοποίησης και Διαχείρισης της Περιουσίας (ΕΑΔΙΠ) του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, η οποία συστάθηκε το 1996 με Προεδρικό Διάταγμα. Τη μόνη μετοχή της ΕΑΔΙΠ κατέχει το ΕΜΠ και η Σύγκλητός του αποτελεί τη Γενική της Συνέλευση».
Η δημιουργία του Μουσείου Μεταλλείας-Μεταλλουργίας Λαυρίου είναι το πλέον πρόσφατο μιας σειράς έργων που έχουν υλοποιηθεί τα τελευταία 30 χρόνια «με ελληνικούς και ευρωπαϊκούς πόρους.
Φυσικά το πρόγραμμα αποκατάστασης συνεχίζεται» τόνισε ο πρύτανης, προσθέτοντας ότι «το ΤΠΠΛ, το οποίο λειτουργεί ως χώρος φιλοξενίας πολιτιστικών εκδηλώσεων, ενώ στις εγκαταστάσεις του λειτουργεί πληθώρα νεοφυών εταιρειών υψηλής τεχνολογίας, είναι ένα απτό παράδειγμα του κοινωνικού ρόλου του ΕΜΠ. Διότι η προσφορά στο κοινωνικό σύνολο είναι συνυφασμένη με το ΕΜΠ από την ίδρυσή του».