Ερχονται τα Χριστούγεννα, και αυτό σίγουρα δεν είναι είδηση. Μαζί τους φέρνουν όπως κάθε χρόνο και τα γνωστά: μελομακάρονα, δίπλες, λουκουμάδες και κάποια φαγητά, στα οποία ένα από τα χαρακτηριστικά συστατικά τους θα είναι και πάλι το μέλι.
Η παρακολούθηση όλων των ομιλιών στο 10ο Φεστιβάλ Μελιού το προηγούμενο Σαββατοκύριακο γενικά δεν μας έκανε και πολύ σοφότερους. Ενα από αυτά που έκαναν πάντως εντύπωση σε όσους παρακολούθησαν προσεκτικά τα όσα αναφέρθηκαν ήταν και το ότι η Πορτογαλία έχει καταφέρει να κατοχυρώσει τουλάχιστον επτά ή οκτώ μέλια ως ΠΟΠ (Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης), ενώ η Ελλάδα για χρόνια είχε μόλις ένα, το μέλι (μαύρου) ελάτου από το Μαίναλο, στην περιοχή Βυτίνα της Πελοποννήσου, και τώρα πρόσφατα προστέθηκε άλλο ένα, το πευκοθυμαρόμελο της Κρήτης. Τα πράγματα δηλαδή προχωρούν πολύ αργά εδώ (όχι και ότι αυτό είναι έκπληξη) ενώ δεν ξέρω πόσοι γνωρίζουν ότι το μέλι βελανιδιάς που παράγεται στη Μακεδονία με βάση έγκυρες μετρήσεις σε πανεπιστημιακό εργαστήριο παρουσιάζεται σε κάποια χαρακτηριστικά του καλύτερο και από το παγκόσμια γνωστό και πανάκριβο μέλι manuka.
Η πιο εύκολη κουβέντα λοιπόν που μπορεί να ξεκινήσει κάποιος και να μην αντιμετωπίσει αντιρρήσεις από τους γύρω συνέλληνες είναι το να κάνει λόγο για την ανωτερότητα και τη μοναδικότητα του ελληνικού μελιού. Αντίθετα όμως θα συναντήσει συνοφρυωμένα βλέμματα όταν εκεί, προς το τέλος ενός φιλικού τραπεζιού, κάποιος πετάξει την ερώτηση: «Να ήξερα σε ορισμένες περιπτώσεις τι μας ταΐζουν».
Και για να συνδεθεί αυτό με την αρχή και τις ημέρες που έρχονται, η ερώτηση της εποχής θα μπορούσε να είναι: Τι μέλι είναι αυτό που βάζουν τα μαγαζιά σε μελομακάρονα, δίπλες, λουκουμάδες και το βρίσκουμε μπροστά μας και στα διάφορα γλυκόξινα φαγητά κάποιων εστιατορίων;
Καλό λοιπόν είναι να ξέρουμε πως υπάρχει κάτι που ονομάζεται «μέλι ζαχαροπλαστικής». Εδώ η πρώτη παρατήρηση είναι πως το προϊόν αυτό έχει μια εντελώς ουδέτερη εμπορική ονομασία. Ετσι ώστε όποιος δεν έχει ψάξει το θέμα και αν πέσει επάνω στην ονομασία να μην ανησυχήσει. Τι βάζουν; Ε, σκέφτεσαι, αφού είναι ζαχαροπλάστες δεν θα βάζουν σπασμένα γυαλιά, μέλι ζαχαροπλαστικής θα χρησιμοποιούν, λογικό. Κάτι που θυμίζει και τα παιχνίδια με το ελαιόλαδο και εκείνο το πολύ εύηχο «έλαιον ραφινέ». Που παραπέμπει σε ευπατρίδη και σε καλούς τρόπους.
Αντιγράφω λοιπόν, κατά λέξη, από την παρουσίαση του προϊόντος «μέλι ζαχαροπλαστικής» μιας εταιρείας. Απευθύνεται σε αυτούς τους επαγγελματίες που θα το χρησιμοποιήσουν.
«Ονομασία προϊόντος: Μέλι ζαχαροπλαστικής (μείγμα μελιών ΕΕ & Εκτός ΕΕ).
Προέλευση: Ελλάδα, Βουλγαρία, Ισπανία, Αργεντινή, Μεξικό, Κίνα.
Ορισμός προϊόντος: Μέλι ζαχαροπλαστικής είναι το μέλι το οποίο είναι μεν κατάλληλο για κατανάλωση από τον άνθρωπο, αλλά παρουσιάζει ασυνήθιστη γεύση και οσμή, έχει αρχίσει να υφίσταται ζύμωση, χωρίς ωστόσο να υπερβαίνει τη μέγιστη περιεκτικότητα σε ελεύθερα οξέα των 80 χιλιοστοϊσοδύναμων ανά χιλιόγραμμο ή έχει θερμανθεί και ο δείκτης διαστάσης ή η περιεκτικότητά του σε υδροξυμεθυλοφουρφουράλη δεν ανταποκρίνονται στα χαρακτηριστικά που καθορίζονται.
Οργανοληπτικά χαρακτηριστικά:
n Χρώμα: σχεδόν άχρωμο έως καφέ σκούρο.
n Υφή: ρευστό, παχύρρευστο ή, μερικά ή ολικά, κρυσταλλωμένο.
n Γεύση: χαρακτηριστική του προϊόντος.
n Οσμή: χαρακτηριστική του προϊόντος.
Προσδιορισμός χρήσης: Κατάλληλο για επαγγελματική χρήση. Απευθύνεται σε όλες τις υγιείς καταναλωτικές ομάδες, εξαιρουμένων των βρεφών, παιδιών μικρής ηλικίας (1-3 ετών) και καταναλωτών με αλλεργίες και δυσανεξία»
Και από μια άλλη πηγή ας δει ο αναγνώστης πώς ορίζεται αυτό το προϊόν: «Μέλι ζαχαροπλαστικής» – Εχει υποστεί έντονη θερμική επεξεργασία ή έχουν αποθηκευτεί με κακές συνθήκες για μεγάλο χρονικό διάστημα με συνέπεια η HMF και τα ένζυμά τους να έχουν περάσει τα όρια που ορίζει η νομοθεσία. Παλαιότερα τα λέγαμε βιομηχανικά μέλια και τελευταία “ζαχαροπλαστικής” και λιγότερο “μαγειρικής”».
Και η αλήθεια είναι πως δεν πρόκειται για κάτι που διακινείται παράνομα, αφού και η οδηγία 200/110 /ΕΚ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης για το μέλι αναφέρει στο Παράρτημα: «Μέλι ζαχαροπλαστικής: Το μέλι το οποίο α) είναι κατάλληλο για βιομηχανικές χρήσεις ή ως συστατικό σε άλλα τρόφιμα που υφίστανται στη συνέχεια μεταποίηση και β) μπορεί:
n να παρουσιάζει ασυνήθιστη γεύση ή οσμή, ή
n να έχει αρχίσει να υφίσταται ή να έχει υποστεί ζύμωση, ή
n να έχει υπερθερμανθεί».
Βρίσκω «υπέροχες» τις εκφράσεις «ασυνήθιστη γεύση ή οσμή» ή «γεύση χαρακτηριστική του προϊόντος». Επειδή πιστεύω πως δεν έχει και μεγάλη σημασία αν ένα μαγαζί φτιάχνει τα ίδια πράγματα από το 1936 ή από το 2016 αλλά τι υλικά έβαζε όλα αυτά τα χρόνια, θα προτιμούσα να ψωνίζω από εκείνο το μαγαζί που θα μου είχε σε εμφανή θέση όχι μόνο μια δήλωση ότι δεν χρησιμοποιεί αυτό το «μέλι ζαχαροπλαστικής» αλλά και μια δήλωση από έναν έλληνα μελισσοκόμο ότι έχει παραδώσει στην εν λόγω επιχείρηση συγκεκριμένη ποσότητα κανονικού μελιού, είδος και χρόνο παράδοσης.
Ας γίνει και αυτό μια καινούρια και ωφέλιμη τάση για έλληνες παραγωγούς και καταναλωτές.
Καλές Γιορτές.