Ιδωμένη με όρους μηχανικής, η καρδιά θα μπορούσε να περιγραφεί σαν μια αντλία και μάλιστα ιδιαίτερα αποδοτική: χτυπώντας περισσότερες από 100.000 φορές το 24ωρο (60-80 χτύποι το λεπτό) πετυχαίνει να μετακινεί περίπου 6,8 λίτρα αίματος ανά λεπτό στα αιμοφόρα αγγεία του κυκλοφορικού συστήματος, των οποίων το συνολικό μήκος υπολογίζεται στα 97.000 χιλιόμετρα!
Ως γνωστόν, η μετακίνηση του αίματος είναι απολύτως κατευθυνόμενη: το αίμα που φτάνει στην καρδιά μέσω των φλεβών διοχετεύεται στους πνεύμονες (όπου ανταλλάσσει το διοξείδιο του άνθρακα που μεταφέρει με οξυγόνο) και στη συνέχεια επιστρέφει στην καρδιά προκειμένου να διοχετευθεί μέσω των αρτηριών σε ολόκληρο τον οργανισμό. Η κατευθυνόμενη μετακίνηση του αίματος επιτυγχάνεται με τη βοήθεια τεσσάρων βαλβίδων (αορτική, πνευμονική, μιτροειδής και τριγλώχινα) οι οποίες ανοιγοκλείνουν (το άνοιγμά τους εξασφαλίζει τη ροή του αίματος, ενώ το κλείσιμό τους παρεμποδίζει την επιστροφή του).
Με την πάροδο του χρόνου, ασβέστιο επικάθεται στις βαλβίδες προκαλώντας τη σκλήρυνσή τους και ως εκ τούτου επιδρώντας στην καλή λειτουργία τους. Για δεκαετίες, η αντικατάσταση της δυσλειτουργικής αορτικής βαλβίδας, η οποία εντοπίζεται ανάμεσα στην αορτή και στην αριστερή κοιλία της καρδιάς, απαιτούσε χειρουργείο ανοιχτής καρδιάς. Το δύσκολο αυτό χειρουργείο, το οποίο στην πραγματικότητα ήταν μονόδρομος, δεν μπορούσε να εφαρμοστεί σε ηλικιωμένους ή γενικότερα εξασθενημένους ασθενείς. Χάρη στις πολύχρονες προσπάθειες του καθηγητή Κριμπιέ εδώ και είκοσι χρόνια, το χειρουργείο ανοιχτής καρδιάς έχει πάψει να είναι μονόδρομος για την αντικατάσταση της αορτικής βαλβίδας. Η τεχνική που ανέπτυξε ο γαλλος επιστήμονας είναι ένα είδος καθετηριασμού: ο επεμβατικός καρδιολόγος προσεγγίζει την αορτική βαλβίδα μέσω των αγγείων ξεκινώντας από τη μηριαία αρτηρία. Η βαλβίδα αντικαθίσταται από μια τεχνητή βιοσυμβατή βαλβίδα η οποία μεταφέρεται «διπλωμένη» και η οποία ανοίγει όταν τοποθετηθεί στη θέση της. Η τεχνική, η οποία ονομάζεται TAVI (Transcatheter Aortic Valve Implantation) και εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στις 16 Απριλίου στη Ρουέν, έχει πλέον εφαρμοστεί σε εκατομμύρια ασθενείς, ενώ οι ενδείξεις για την αξιοποίησή της διευρύνονται συνεχώς ως αποτέλεσμα ειδικά σχεδιασμένων κλινικών μελετών.