Οι περιοχές που βρίσκονται στους πόλους της Γης είναι πολύ πιο ευάλωτες στην αύξηση της θερμοκρασίας από τις υπόλοιπες περιοχές της Γης: πρόσφατη έρευνα δείχνει ότι η θερμοκρασία στην Αρκτική αυξήθηκε τέσσερις φορές περισσότερο σε σχέση με τις άλλες περιοχές του πλανήτη. Οι επιδράσεις της κλιματικής αλλαγής στις περιοχές γύρω από τον Βόρειο Πόλο αποτελούν λοιπόν έναν «δείκτη» ο οποίος αποτυπώνει την ένταση της τρέχουσας κλιματικής αλλαγής.

Ανάμεσα στα επιβλητικά χιονισμένα βουνά, στην πόλη Ανκορατζ της Αλάσκας, βρίσκεται το Επιστημονικό Κέντρο της Αλάσκας (Alaska Science Center), όπου οι επιστήμονες επιχειρούν να αποκαλύψουν τα μυστικά ενός πλήθους γεωλογικών και βιολογικών φαινομένων. «Το Βήμα» συνομίλησε με τη δρα Ελένη Πέτρου, ερευνήτρια Μοριακής Οικολογίας στο Επιστημονικό Κέντρο της Αλάσκας, η οποία εξηγεί με ποιον τρόπο μελετούν οι ερευνητές τη βιοποικιλότητα σε μια τόσο εύθραυστη περιοχή και πόση σημασία έχει η έρευνα αυτή για τη μελέτη της κλιματικής αλλαγής αλλά και για τους τοπικούς πληθυσμούς.

Οι ιδιαιτερότητες της Αλάσκας

Αν και οι θερμοκρασίες που επικρατούν στην Αλάσκα είναι πολύ χαμηλές, η βιοποικιλότητα που συναντάται στις περιοχές αυτές είναι πολύ σημαντική, αφού υπάρχουν εξαιρετικά μεγάλες εκτάσεις που φιλοξενούν πολλά είδη άγριων ζώων και θαλάσσιες περιοχές στις οποίες συναντώνται πολλά είδη ψαριών. «Οσο κινείται κανείς από τροπικά σε πολικά οικοσυστήματα, μειώνεται η βιοποικιλότητα. Ωστόσο, τα πολικά οικοσυστήματα μπορούν να είναι εξαιρετικά παραγωγικά όσον αφορά τη βιομάζα», σημειώνει η δρ Πέτρου, αναφέροντας ότι «ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Βερίγγειος Θάλασσα, η οποία είναι εξαιρετικά παραγωγική από άποψης πλούτου ψαριών. Μπορεί να μην έχει τον απόλυτο αριθμό ειδών ενός κοραλλιογενούς υφάλου, αλλά είναι ένα πολύ παραγωγικό οικοσύστημα και συμπεριλαμβάνει μερικά από τα μεγαλύτερα αλιευτικά είδη στον κόσμο, όπως η φάλαινα, ο σολομός, ο μπακαλιάρος και άλλα είδη ψαριών». Παράλληλα, η Αλάσκα έχει εξαιρετικά μεγάλες δασικές εκτάσεις, οι οποίες φιλοξενούν έναν μεγάλο αριθμό ειδών άγριων ζώων, ενώ ταυτόχρονα δεσμεύουν ένα μεγάλο μέρος του διοξειδίου του άνθρακα που εκλύεται στην ατμόσφαιρα από τις ανθρώπινες δραστηριότητες. «Η Νοτιοανατολική Αλάσκα έχει ένα από τα μεγαλύτερα κομμάτια εύκρατου τροπικού δάσους στον κόσμο. Είναι λοιπόν εξαιρετικά σημαντικό όσο αφορά την παγκόσμια βιοποικιλότητα» αναφέρει η ερευνήτρια.

Η έρευνα στις βόρειες πολικές περιοχές βοηθάει τους επιστήμονες να κατανοήσουν τις επιδράσεις παλαιότερων κλιματικών αλλαγών στα οικοσυστήματα και τις συνέπειες της τρέχουσας κλιματικής αλλαγής στη βιοποικιλότητα

Από το DNA στη βιοποικιλότητα

Αυτή η αφθονία των ζώων συγκροτεί μια τροφική αλυσίδα η οποία επηρεάζει άμεσα και τους ανθρώπινους πληθυσμούς που ζουν στις περιοχές αυτές. Εύκολα κατανοεί κανείς ότι μια μεταβολή στην ποικιλότητα των ψαριών επηρεάζει άμεσα ένα σύνολο δραστηριοτήτων στις τοπικές κοινωνίες, όπως παραδείγματος χάριν την αλιεία και το εμπόριο. Δεδομένης λοιπόν της αξίας των οικοσυστημάτων τόσο για τον πλανήτη όσο και για τις τοπικές κοινωνίες, οι ερευνητές επιχειρούν να μελετήσουν τον τρόπο με τον οποίο η κλιματική αλλαγή επηρεάζει τη βιοποικιλότητα, αλλά και πώς αυτή μεταβλήθηκε κατά τη διάρκεια κλιματικών αλλαγών που συνέβησαν στο παρελθόν. «Στην ομάδα της Μοριακής Οικολογίας μελετάμε μια σειρά διαφορετικών φαινομένων. Μια πτυχή της έρευνάς μας αφορά την πληθυσμιακή γενετική, δηλαδή μελετάμε τις διαφορές μεταξύ των ειδών σε γενετικό επίπεδο και πώς έχει διαμορφωθεί αυτή η γενετική ποικιλομορφία με βάση τους εξελικτικούς μηχανισμούς. Μελετώντας το γενετικό υλικό των ζώων, μπορούμε να κατανοήσουμε με ποιον τρόπο αυτά μετακινήθηκαν στο παρελθόν και εξακολουθούν να μετακινούνται σε διαφορετικά ενδιαιτήματα της Αλάσκας. Οι μετακινήσεις αυτές μας βοηθούν με τη σειρά τους να εκτιμήσουμε την κατανομή των ζώων στο οικοσύστημα και ως εκ τούτου να έχουμε μια πιο πλήρη εικόνα της βιοποικιλότητας στην Αλάσκα» εξηγεί η ερευνήτρια.

Αρχαία οστά ρέγγας από τα οποία οι ερευνητές εξάγουν DNA προκειμένου να μελετήσουν την εξέλιξη των ειδών ρέγγας στην Αλάσκα

Μελετώντας οργανισμούς

Για να πραγματοποιήσουν αυτού του είδους τις μελέτες, οι επιστήμονες συλλέγουν γενετικό υλικό από τους οργανισμούς. Το γενετικό υλικό συλλέγεται με δύο τρόπους: είτε κατευθείαν από τον βιολογικό οργανισμό είτε από το περιβάλλον, στο οποίο υπάρχουν ίχνη βιολογικού υλικού των ζώων όπως τρίχες ή μικρά κομμάτια δέρματος. Εκτός από ίχνη των σύγχρονων οργανισμών, στο περιβάλλον μπορούν να βρεθούν και οστά οργανισμών οι οποίοι έζησαν χιλιάδες χρόνια πριν. Τα οστά αυτά αποθηκεύονται στα ιζήματα του εδάφους και περιέχουν γενετικό υλικό των εν λόγω οργανισμών. Οπως εξηγεί η ερευνήτρια, «σε περιοχές που επικρατεί πολύ κρύο το DNA αποδομείται πιο αργά. Ετσι, σε τέτοιου είδους περιβάλλοντα είναι πιο εύκολο να βρεθεί DNA που προέρχεται από οργανισμούς που έζησαν στο παρελθόν». Μετά τη συλλογή και την ανάλυση δειγμάτων αρχαίου DNA που βρίσκουν στο περιβάλλον, οι επιστήμονες χρησιμοποιούν έναν συνδυασμό μεθόδων ώστε να προσδιορίσουν πότε έζησαν οι οργανισμοί. Μια από τις βασικές μεθόδους που επιστρατεύουν είναι η ραδιοχρονολόγηση του άνθρακα-14, ένα ραδιενεργό ισότοπο το οποίο υπάρχει στους ιστούς κάθε οργανισμού και του οποίου η συγκέντρωση αρχίζει να μειώνεται όταν ο οργανισμός αποβιώσει. Ετσι, προσδιορίζοντας τη συγκέντρωση του ισοτόπου στο δείγμα, οι ερευνητές μπορούν να βρουν σε ποια χρονολογική περίοδο απεβίωσε – και ως εκ τούτου έζησε – ένας οργανισμός. «Η ανάλυση του αρχαίου DNA μας επιτρέπει εν γένει να διαπιστώσουμε ποιοι βιολογικοί οργανισμοί επικρατούσαν στο παρελθόν και να τους συγκρίνουμε με τη σημερινή κατάσταση. Με αυτόν τον τρόπο αποκτούμε μια εικόνα σχετικά με το πώς άλλαξαν τα οικοσυστήματα στο πέρασμα του χρόνου» αναφέρει η δρ Πέτρου.

Αντιπαραβάλλοντας τις μεταβολές της βιοποικιλότητας με τις μεταβολές των περιβαλλοντικών συνθηκών του παρελθόντος, οι επιστήμονες μπορούν να συμπεράνουν τις επιπτώσεις των παλαιότερων κλιματικών αλλαγών σε διάφορους τύπους οικοσυστημάτων. Οπως αναφέρει η δρ Πέτρου, «η συλλογή πληροφοριών για το κλίμα του παρελθόντος είναι πολύ χρήσιμη επειδή μας επιτρέπει να δώσουμε ένα πλαίσιο στην τρέχουσα κλιματική κρίση. Μπορούμε να δούμε με ποιον τρόπο και σε τι βαθμό άλλαξαν τα οικοσυστήματα και να διαπιστώσουμε πόσο ανθεκτικά είναι απέναντι στις αλλαγές του κλίματος».

INFO

Τα παράδοξα του καιρού…

Βαρσοβία

Είχε 18,9 βαθμούς Κελσίου την Πρωτοχρονιά, σπάζοντας κατά 5,1 βαθμούς (!) το προηγούμενο ρεκόρ Ιανουαρίου, ενώ η μέση θερμοκρασία είναι κανονικά λίγο πάνω από το μηδέν

Μπιλμπάο

Είχε 25,1 βαθμούς Κελσίου την Πρωτοχρονιά, δηλ. περισσότερους από 10 βαθμούς πάνω από τον μέσο όρο του μήνα και αντίστοιχους με τον μέσο όρο Ιουλίου

Βαλ Τόρενς

Το γαλλικό χιονοδρομικό κέντρο, που βρίσκεται στο μεγαλύτερο υψόμετρο στην Ευρώπη, δεν άνοιξε στις 19 Νοεμβρίου φέτος όπως κάθε χρόνο λόγω έλλειψης χιονιού

Λευκορωσία

Κατέγραψε 16,4 βαθμούς Κελσίου την Πρωτοχρονιά, δηλ. 4,5 βαθμούς περισσότερους από το προηγούμενο ρεκόρ Ιανουαρίου

…οι δείκτες της κρίσης

7.472.995

στρέμματα γης κάηκαν από τις πυρκαγιές στις ΗΠΑ το 2022

3.000.000

στρέμματα έγιναν στάχτη στην Αλάσκα σε τουλάχιστον 500 πυρκαγιές από τον Απρίλιο

36 εκατ. άνθρωποι

επλήγησαν από την ξηρασία στην Ανατολική Αφρική το 2022

Η ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ

Ο κρίσιμος ρόλος του οικοσυστήματος

Η πορεία της ελληνίδας ερευνήτριας Ελένης Πέτρου προς την Αλάσκα ξεκίνησε μελετώντας τη μεταβολή των πληθυσμών ρέγγας, ενός ψαριού με εξαιρετική σημασία τόσο για τη θαλάσσια τροφική αλυσίδα όσο και για τους πληθυσμούς της Αλάσκας. «Οι ρέγγες είναι πολύ σημαντικές για το παράκτιο δίκτυο διατροφής επειδή αποτελούν λεία για έναν μεγάλο αριθμό ψαριών. Παράλληλα, είναι διαχρονικά σημαντικές για τους αυτόχθονες πληθυσμούς του Βορειοδυτικού Ειρηνικού Ωκεανού και της Αλάσκας. Ετσι, οι πληθυσμοί της ρέγγας έχουν ενδιαφέρον τόσο για τους βιολόγους όσο και για επιστήμονες της ανθρωπολογίας και της αρχαιολογίας. Είναι ενδεικτικό ότι σε αρχαιολογικές ανασκαφές σε περιοχές της Αλάσκας έχουν βρεθεί οστά ρέγγας» αναφέρει η δρ Πέτρου.

Με πρωτοβουλία της καναδής αρχαιολόγου και εθνοβιολόγου Ντάνα Λεπόφσκι, συγκεντρώθηκαν γύρω από το ίδιο τραπέζι επιστήμονες από διαφορετικές ειδικότητες αλλά και εκπρόσωποι ιθαγενών, οι οποίοι παρείχαν στους επιστήμονες πολύτιμες πληροφορίες που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν στο πλαίσιο της έρευνας. «Ο στόχος του προγράμματος ήταν να μελετήσουμε με ποιον τρόπο άλλαξε ο πληθυσμός της ρέγγας μέσα στον χρόνο και να εκτιμήσουμε εάν ο πληθυσμός της ρέγγας που εντοπίζεται στους αρχαιολογικούς χώρους διαφέρει από τον αντίστοιχο πληθυσμό που συναντάται σήμερα στο υδάτινο περιβάλλον» αναφέρει η ερευνήτρια. Η συγκριτική ανάλυση σύγχρονων ποικιλιών ρέγγας με δείγματα ρέγγας αρχαιολογικών ανασκαφών έδειξε ότι, παρ’ όλο που ανά χρονικές περιόδους οι άνθρωποι έτρωγαν διαφορετικές ποικιλίες ρέγγας, τα είδη ρέγγας τα οποία καταναλώνονταν τότε είναι τα ίδια με αυτά που καταναλώνονται από πληθυσμούς που κατοικούν στα παράκτια ύδατα σήμερα. «Ενώ αναμέναμε να βρούμε μεγάλες διαφορές στην κατανάλωση, είδαμε στην πραγματικότητα ότι οι προτιμήσεις των ανθρώπων για τα συγκεκριμένα ψάρια παρέμειναν σταθερές και συνδέονταν με ψάρια τα οποία μπορούν να βρεθούν σε κοντινή απόσταση από τις ακτές» σημειώνει καταλήγοντας η δρ Πέτρου.

Η μελέτη λοιπόν της βιοποικιλότητας στις βόρειες πολικές περιοχές έχει πολλαπλό ρόλο: βοηθάει τους επιστήμονες να κατανοήσουν τις επιδράσεις παλαιότερων κλιματικών αλλαγών στα οικοσυστήματα και τις συνέπειες της τρέχουσας κλιματικής αλλαγής στη βιοποικιλότητα, ενώ παράλληλα δίνει πολύτιμες πληροφορίες στους τοπικούς πληθυσμούς για την ιστορία τους αλλά και για να αντιμετωπίσουν τις σύγχρονες προκλήσεις που επιβάλλει η κλιματική κρίση.

INFO

Κέντρο επιστημών ανάμεσα στους πάγους

Το Επιστημονικό Κέντρο της Αλάσκας συγκεντρώνει μία πληθώρα ερευνητών από διαφορετικά επιστημονικά πεδία. «Στόχος του είναι να παρέχει επιστημονικές πληροφορίες στους ιθύνοντες και στο κοινό σχετικά με τη φροντίδα των φυσικών πόρων και τη διαχείριση των φυσικών κινδύνων και των οικοσυστημάτων», σημειώνει η δρ Ελένη Πέτρου. «Ετσι γεωλόγοι μελετούν τα ορυκτά της περιοχής, παγολόγοι μελετούν τους παγετώνες, τα υδρολογικά φαινόμενα και τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, ηφαιστειολόγοι μελετούν τη σεισμική ζώνη του δακτυλίου της φωτιάς του Ειρηνικού, βιολόγοι μελετούν τα αποδημητικά πουλιά, τους πληθυσμούς πολικών αρκούδων και θαλάσσιων ίππων, τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην αλιεία».