Βρέθηκε πεσμένος ανάποδα, καλυμμένος από μαρμαρόσκονη που με τον καιρό και την υγρασία είχε γίνει ένα συμπαγές σώμα. Είχε μείνει εκεί, απρόσιτος επί είκοσι και πλέον αιώνες, έχοντας κατρακυλήσει σε κάποιο αθέατο άνοιγμα βάθους δυο μέτρων αλλά σε ύψος δέκα μέτρων από το έδαφος στη νότια μετωπική μαρμάρινη ζώνη. Εκεί όπου αναπαύεται η στέγη του Παρθενώνα, στον οπισθόναο στα ανατολικά των νοτίων επιστυλίων. Ακριβώς επάνω στο επίκρανο (το αρχιτεκτονικό μέλος που τοποθετείται στην κορυφή ενός στύλου) της νοτιοδυτικής παραστάδας που πλαισίωνε τη δυτική θύρα του περίλαμπρου μνημείου.
Είχε ζήσει και καλύτερες στιγμές στην Ακρόπολη. Ως χάλκινος αναθηματικός κύλικας με βάση και δύο λαβές. Αλλά το πέρασμα των Περσών το 490 π.Χ. άφησε πίσω του συντρίμμια τα ιερά της Ακρόπολης και τα αναθηματικά σκεύη τους. Ετσι, οι Αθηναίοι όταν επέστρεψαν στην πόλη τους (έχοντας καταφύγει πριν σε ακτές και νησιά), μετά τη νίκη στη Σαλαμίνα, κάποια αντικείμενα τα έθαψαν σε κοιλότητες του βράχου και κάποια τα διατήρησαν προς επανάχρηση.
Ανάμεσα σε αυτά τα τελευταία, ο ακρωτηριασμένος (χωρίς λαβές και βάση πλέον) κύλικας με την επιγραφή: «Ναύαρχος ανέθεκεν Αθεναίαι». Να θυμίζει παλαιές δόξες, όντας πλέον ένα απλό χρηστικό δοχείο, όπου ο τεχνίτης της εποχής είχε βάλει μέσα κόκκινη χρωστική. Και εκεί ψηλά, στους λίθους της Δυτικής Ζωφόρου του Παρθενώνα, και στις πλάκες πίσω από αυτήν, κάνοντας επάλειψη στις μεταξύ των επιπέδων πλακών επιφάνειες. Στόχος ήταν να διαπιστώσει από το διαλείπον ίχνος που άφηνε το χρώμα καθώς ακουμπούσαν η μια επάνω στην άλλη, πόση ακόμη λεπτή λάξευση χρειαζόταν για την τέλεια συναρμογή των μελών που χρησίμευαν για την έδραση των δοκαριών της οροφής του ναού.
Κάποια στιγμή όμως, ω τύχη αγαθή (για τους μεταγενέστερους), το κύπελλο ξεφεύγει από τα χέρια του και πέφτει σε ένα κενό μεταξύ των πλακών. Περνώντας εκεί, για είκοσι πέντε αιώνες, μια «ασάλευτη ζωή». Το κύπελλο αυτό βρέθηκε μόλις το 1994. Εντελώς ανέλπιστα. Αποσυναρμολογώντας, για λόγους αποκατάστασης, τα ανώτερα τμήματα του Παρθενώνα. Για να καταλήξει σήμερα ως έκθεμα στο Μουσείο της Ακρόπολης όντας πλέον το αντικείμενο «Ακρ 20 392», που ο ανυποψίαστος επισκέπτης ίσως και να το προσπεράσει βιαστικά.
Φυσικές γλυπτικές παραστάσεις
Όμως η Ελένη Αγγελακοπούλου, που είναι χημικός μηχανικός του ΕΜΠ και εργάζεται στην Υπηρεσία Συντήρησης Μνημείων της Ακρόπολης (ΥΣΜΑ), δεν το προσπέρασε το ίδιο βιαστικά. Διότι παράλληλα με την κυρίως εργασία της επάνω στην Ακρόπολη ως υπεύθυνη του τομέα Συντήρησης, μελετά από δική της πρωτοβουλία και μεράκι καθετί που έχει σχέση με χρώματα και χρωστικές ουσίες στον χώρο αυτόν.
Σε πρόσφατη δημοσίευσή της, μαζί με τον καθηγητή του ΕΜΠ Αστέριο Μπακόλα, σε συνέχεια των όσων είχαμε παρουσιάσει στο ΒΗΜΑ-Science πριν ενάμιση χρόνο, έδωσε τα αποτελέσματα και από την εξέταση του χρωστικού υλικού μέσα στον κύλικα αλλά και των ανεπαίσθητων και αόρατων με γυμνό μάτι ιχνών χρώματος που βρέθηκαν στο δυτικό τμήμα του Παρθενώνα. Πιο συγκεκριμένα στις δυτικές μετόπες του Παρθενώνα, που απεικονίζουν σκηνές μάχης μεταξύ των Αμαζόνων και των Ελλήνων, όπως προκύπτει και από τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Archaeological and Anthropological Sciences» (Springer 2024).
Μιλώντας ξανά με την ερευνήτρια των «αόρατων» σήμερα χρωμάτων καταλαβαίνεις ότι καθώς προχωρεί στη δημοσίευση των επόμενων αποτελεσμάτων της εργασίας της, που σχετίζονται με τη δυτική πλευρά του Παρθενώνα (αυτήν προς την οδό Πειραιώς), ολοένα ενισχύονται οι αποδείξεις για την ύπαρξη χρωμάτων στον θριγκό του μνημείου, δηλαδή στο τμήμα που αρχίζει επάνω από τα κιονόκρανα και φθάνει έως κάτω από τη στέγη (συμπεριλαμβάνοντας τα επιστύλια, τις μετόπες, τα τρίγλυφα, τα γείσα, τις σίμες και το αέτωμα).
Την εξωτερική δωρική, εν είδει ταινίας, ζωφόρο (λόγω των γεμάτων ζωή γλυπτών παραστάσεων) του Παρθενώνα συγκροτούν δύο ειδών μεγάλες πλάκες. Οι μετόπες και τα τρίγλυφα, που αυτά τα τελευταία είναι τρία μακρόστενα κάθετα λαξεύματα στο μάρμαρο καθεμιάς αντίστοιχης πλάκας. Οι μετόπες είναι πλάκες που εναλλάσσονται μία παρά μία με τα τρίγλυφα. Βρίσκονται πάνω από τα επιστύλια, τις μαρμάρινες δοκούς που «γεφύρωναν» τις κολόνες ψηλά. Σε κάθε μετόπη υπάρχει κάποια γλυπτική παράσταση. Οπως εξήγησε η δρ Αγγελακοπούλου, «σε αυτή τη ζώνη, ψηλά στο μνημείο, όπου λάβαινε χώρα η αφήγηση μυθικών μαχών και θρησκευτικών τελετών, η χρήση του χρώματος είχε ως σκοπό να φαίνονται οι γλυπτικές παραστάσεις πιο φυσικές. Με περισσότερη πλαστικότητα και να οριοθετούνται καλύτερα στο μάτι του παρατηρητή που ατένιζε τον ναό από το έδαφος».
Τι αποκαλύπτει το κόκκινο
Οι δέκα μετόπες στη δυτική πλευρά διατηρούν μόνον κάποια ανεπαίσθητα από μακριά ίχνη χρώματος. Και αυτό διότι έχουν ταλαιπωρηθεί πολύ από τα καιρικά φαινόμενα αλλά και την αποτρόπαια συμπεριφορά εκείνων των χριστιανών, που κάποια στιγμή πριν από τον 6ο μ.Χ. αιώνα χτυπούσαν με σφυριά τις αρχαίες γλυπτές παραστάσεις, κύρια τις ανθρώπινες μορφές, θέλοντας να μετατρέψουν διά της βίας τον Παρθενώνα σε χριστιανικό μνημείο! Οι έρευνες της κυρίας Αγγελακοπούλου στη δυτική πλευρά του Παρθενώνα έδειξαν ότι το φόντο στις μετόπες ήταν ζωγραφισμένο με ερυθρό χρώμα ενώ η ταινία που βρίσκεται στο άνω τμήμα τους (ζωγραφισμένη με ανθέμια) ήταν μπλε. Τα ευρήματά της διαψεύδουν τμήμα της βιβλιογραφίας και κάποιες αναφορές που κάνουν λόγο για απουσία κόκκινου και χρήση άλλων χρωμάτων όπως άσπρου ή μπλε στις μετόπες.
Η κόκκινη απόχρωση στο φόντο τους προέκυπτε από την ανάμειξη τριοξειδίου του σιδήρου (Fe2Ο3, αιματίτης) και μονοξειδίου του μολύβδου (PbO, ο αποκαλούμενος και λιθάργυρος), «ονομασία από την εποχή του Διοσκουρίδη (1ος αιώνας μ.Χ.). Αναφέρεται στο υλικό που παραγόταν κατά τη μεταλλουργία του αργύρου ως παραπροϊόν μολυβδοαργυρούχων ορυκτών» σημείωσε η κυρία Αγγελακοπούλου και εξήγησε ότι η συνύπαρξη χημικών ενώσεων που περιέχουν σίδηρο και μόλυβδο στα μικροδείγματα που ανέλυσε «μπορεί να οφείλεται είτε στη χρήση μιας φυσικής κόκκινης ώχρας η οποία περιέχει και ενώσεις του μολύβδου είτε στη σκόπιμη μέχρι τελειομανίας ανάμειξη από τους αρχαίους ζωγράφους της κόκκινης ώχρας με το κόκκινο του μολύβδου, ώστε να επιτύχουν ένα συγκεκριμένο αισθητικό αποτέλεσμα. Μάλιστα, ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος στο βιβλίο 35 «Περί ζωγραφικής και χρωμάτων» της «Φυσικής Ιστορίας», αναφέρεται σε τεχνητά χρώματα κόκκινης απόχρωσης που προκύπτουν από ανάμειξη διαφορετικών κόκκινων χρωστικών με τους όρους sandyx ή syricum».
Επιμονή στη λεπτομέρεια όμως φαίνεται πως επιδεικνύει και η ίδια η κυρία Αγγελακοπούλου. Η οποία σε ένα σημείο, εκεί όπου το ανάγλυφο περίγραμμα της ουράς ενός αλόγου σε κάποια από τις δυτικές μετόπες συναντά το λείο υπόβαθρο της πλάκας, διακρίνει υπολείμματα από μια λίγο πιο σκούρα λεπτή γραμμή. Και διατυπώνει δύο εικασίες: «Είτε πρόκειται για αισθητά πιο ζωηρόχρωμα ίχνη διότι στα κάπως πλέον προστατευμένα αυτά σημεία μπόρεσε το χρώμα να διατηρηθεί λίγο καλύτερα (=με μικρότερη αλλοίωση) είτε θα μπορούσε να είναι ένδειξη ζωγραφικής ενός περιγράμματος με πιο έντονο χρώμα, το οποίο πλαισίωνε τη γλυπτή ουρά του αλόγου».
Η «μαρτυρία» ενός κόκκου
Ο κύλικας, το κατ’ εξοχήν νέο αντικείμενο αυτής της έρευνας (χρονολογημένος από το 500-480 π.Χ.), εξετάστηκε από τους Αγγελακοπούλου και Μπακόλα μέσα στο Μουσείο της Ακρόπολης, κατόπιν της σχετικής άδειας μελέτης που τους δόθηκε. Η αρχαιολογική τεκμηρίωση του αντικειμένου είχε δημοσιευθεί το 2017 από την υπεύθυνη αρχαιολόγο Χρ. Βλασσοπούλου ενώ στην τωρινή έρευνα ταυτοποιήθηκε η μοριακή δομή της κόκκινης χρωστικής (για την ανάλυση χρησιμοποιήθηκε η μη καταστρεπτική φορητή τεχνική της φασματοσκοπίας Raman του Διαγνωστικού Κέντρου Εργων Τέχνης Ορμύλια, από τον Γ. Καραγιάννη).
Αναλυθήκαν διάφορα σημεία του περιεχομένου του κυπέλλου για να προκύψει ότι περιείχε την ουσία αιματίτης που χρησιμοποιείτο ως ερυθρά χρωστική. Όμως ένας(!) κόκκος αποκάλυψε με το φάσμα του πως υπήρξε ίσως και πρόσμειξη με λιθάργυρο, που βρέθηκε και στο κόκκινο στις δυτικές μετόπες. Οδηγώντας σε νέες υποθέσεις ίσως και περιπέτειες τους ερευνητές. Οπως για παράδειγμα το αν αναμείγνυαν χρωστικές διαφόρων προελεύσεων του ιδίου περίπου χρώματος. Ή αν χρησιμοποιούσαν για την επισήμανση των περιοχών που χρειάζονταν καλύτερη λείανση την ίδια χρωστική που χρησιμοποιούσαν και στη ζωγραφική τους.
Το γενικό συμπέρασμα από τα παραπάνω είναι ότι «πλέον, εκτός από το ότι επιτέλους γνωρίζουμε ποια ήταν τα πραγματικά χρώματα που χρησιμοποιήθηκαν σε κάθε περιοχή του Παρθενώνα, αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε ότι η εργασία της επιζωγράφισης των ναών ήταν μια υψηλού επιπέδου τέχνη που ολοκλήρωνε την τελική αισθητική και φινέτσα των μοναδικών αυτών ναών. Μια τέχνη που χρησιμοποιούσε μείξεις διαφορετικών χρωστικών ακόμη και της ίδιας απόχρωσης, που ζωγράφιζε περιγράμματα και που εφάρμοζε τα χρώματα με εξαιρετική τεχνική και θρησκευτική ευλάβεια πάνω στα μάρμαρα, διασώζοντας ίχνη χρωμάτων ακόμη και χιλιάδες χρόνια μετά. Ουσιαστικά πρόκειται για μια τέχνη υψηλής ακρίβειας που όμως εφαρμοζόταν στην τεραστίων διαστάσεων κλίμακα των ναών. Όσο περισσότερα επιστημονικά δεδομένα έχουμε από ναούς και γλυπτά της κλασικής εποχής τόσο πιο κοντά θα έλθουμε στο πώς τελικά έμοιαζαν οι ναοί και τα γλυπτά στην αρχαιότητα».
Κλείνοντας τη συζήτησή μας η ερευνήτρια θέλησε να ευχαριστήσει «τον γενικό διευθυντή του Μουσείου της Ακρόπολης, τον καθηγητή Νίκο Σταμπολίδη, για τη δυνατότητα που μου έδωσε να μελετήσω το περιεχόμενο του αρχαίου κύλικα ώστε νέα στοιχεία να προστεθούν στην έρευνα. Όπως επίσης θα ήθελα να ευχαριστήσω τη Δ/ντρια της ΥΣΜΑ Β. Ελευθερίου για τη σταθερή υποστήριξη και τον καθηγητή Μ. Κορρέ, πρόεδρο της Επιτροπής Συντήρησης των Μνημείων της Ακρόπολης, για τις πολύτιμες συμβουλές και την καθοδήγησή του».
Έχοντας τελειώσει την επικοινωνία μας με την κυρία Αγγελακοπούλου θυμηθήκαμε ότι την προηγούμενη φορά είχε γίνει συζήτηση και για τη σκέψη που είχε για τη συνέχιση της έρευνάς της στο πλαίσιο της πειραματικής αρχαιολογίας. Δηλαδή να έχει τη δυνατότητα να εφαρμόσει τα νέα επιστημονικά δεδομένα σε δοκίμια μαρμάρων με τα υλικά και τον τρόπο που περιγράφεται στις προαναφερόμενες εργασίες. Ένα πολύ ενδιαφέρον και ελκυστικό πείραμα, μια ωραία ιδέα που θα μπορούσε να προχωρήσει, λέμε εμείς, υπό την αιγίδα βεβαίως των αρμόδιων φορέων.
Από το αιγυπτιακό μπλε στο κόκκινο
Τα συμπεράσματα για τα χρώματα της δυτικής πλευράς του Παρθενώνα κάθε άλλο παρά βασίστηκαν σε οπτικές εντυπώσεις διά γυμνού οφθαλμού. Αντιθέτως, από τους ερευνητές χρησιμοποιήθηκαν όργανα ακριβείας και σύγχρονες τεχνικές.
Ειδικότερα, όπως εξήγησε η κυρία Αγγελακοπούλου, αξιοποιήθηκαν σύγχρονες απεικονιστικές μέθοδοι καταγραφής και για την ακρίβεια «φορητό οπτικό μικροσκόπιο όπου καταγράφονται τα εναπομείναντα χρώματα σε μεγέθυνση (x30, x50, x120), αλλά και απεικόνιση της επαγόμενης φωταύγειας στην υπέρυθρη περιοχή προκαλούμενη από ορατή πηγή (VIL, Visible induced luminescence). Πρόκειται για την κύρια τεχνική ανίχνευσης του αιγυπτιακού μπλε, έως σήμερα». Η ερευνήτρια θέλησε να προσθέσει ότι «οι απεικονιστικές τεχνικές έχουν εφαρμοστεί από το προσωπικό του Τομέα Συντήρησης της ΥΣΜΑ». Εκτός από την ίδια, στην ομάδα εργασίας συμμετείχαν οι Α. Πάνου, Α. Μαριδάκη, Κ. Δημόπουλος, Τ. Σουβλάκης, Κ. Φραντζικινάκη, Γ. Φραντζή, Γ. Κοτσιφάκος.
Την παρατήρηση στον χώρο ακολούθησε λήψη επιλεγμένων μικροδειγμάτων (μεγέθους μικρομέτρων) τα οποία μελετήθηκαν στο εργαστήριο. Η ηλεκτρονική μικροσκοπία σάρωσης με μικροαναλυτή (SEM/EDX) χρησιμοποιήθηκε για τη μορφολογική εξέταση των δειγμάτων σε μεγέθυνση και τη στοιχειακή τους ανάλυση, ενώ η μικροφασματοσκοπία Raman και υπέρυθρη φασματοσκοπία με μετασχηματισμό Fourier (FT-IR) χρησιμοποιήθηκαν για τη μοριακή ανάλυση των χρωματικών στρωμάτων. Από το φάσμα που προέκυψε με τη μικροφασματοσκοπία Raman οι ερευνητές διαπίστωσαν την ύπαρξη του πλατνερίτη (b-PbO2). «Αυτή η χημική ένωση προκύπτει από την αλλοίωση με τον καιρό του επιτεταρτοξειδίου του μολύβδου, της ουσίας που είναι γνωστή και σήμερα ως μίνιο ή κόκκινο του μολύβδου».
Από το εύρημα του πλατνερίτη προέκυψε η εικασία ότι ηθελημένα κάποια περιγράμματα τονίζονταν ζωγραφικά, ενώ από τον συνδυασμό των τεχνικών VIL και FT-IR πιστοποιήθηκε ότι η ταινία που στεφανώνει τις μετόπες χρωματιζόταν με αιγυπτιακό μπλε και επομένως η μπλε ταινία διαχωριζόταν από το κόκκινο βάθος (φόντο) των μετοπών, κάτι το οποίο ανατρέπει προηγούμενες απόψεις.