Την περασμένη Τρίτη 16 Ιουλίου, πολιτικοί (μετρήσαμε 7 μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου) και επιστήμονες συγκεντρώθηκαν στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος προκειμένου να λάβουν μέρος σε ημερίδα σχετικά με το πανευρωπαϊκό ερευνητικό πρόγραμμα TREC (Traversing European Coastlines – Διασχίζοντας τις Ευρωπαϊκές Ακτογραμμές), στόχος του οποίου είναι η μελέτη των παράκτιων οικοσυστημάτων της Γηραιάς Ηπείρου. Οπως θα γνωρίζουν ίσως οι τακτικοί αναγνώστες μας, το διετές πρόγραμμα ολοκληρώθηκε με την παρουσία του ωκεανογραφικού σκάφους «Tara» στα ελληνικά ύδατα και βεβαίως του βαν (κινητού πολυεργαστηρίου) του Ευρωπαϊκού Εργαστηρίου Μοριακής Βιολογίας (European Molecular Biology Laboratory – EMBL) που ακολούθησε από ξηράς το ταξίδι του «Tara».
Παρούσα για να συμμετάσχει στην ημερίδα και οικοδέσποινα στην ξενάγηση των επισήμων στο σκάφος και στο κινητό εργαστήριο ήταν η κυρία Ίντιθ Χερντ (Edith Heard), γενική διευθύντρια του EMBL, η οποία μίλησε στο ΒΗΜΑ-Science για τη σύγχρονη βιολογία και γιατί αυτή οφείλει να είναι πλανητική!
DNA – οργανισμοί – περιβάλλον
Καθώς η ελληνοβρετανικής καταγωγής καθηγήτρια είναι η επιστήμονας που εμπνεύστηκε το πρόγραμμα TREC, αρχίσαμε τη συζήτησή μας ρωτώντας τους λόγους που την ώθησαν, αμέσως μόλις ανέλαβε επικεφαλής του EMBL το 2019, να ενορχηστρώσει ερευνητικά προγράμματα που βγάζουν τους βιολόγους από το παραδοσιακό εργαστήριο. «Η ζωή δεν σχετίζεται μόνο με το DNA. Βεβαίως, αυτό είναι ο κώδικας για τη δημιουργία των οργανισμών, αλλά το DNA δεν μπορεί να υπάρξει και να λειτουργήσει ανεξάρτητα από τους οργανισμούς και το περιβάλλον τους. Πάρτε για παράδειγμα τους ομοζυγωτικούς διδύμους: διαθέτουν το ίδιο ακριβώς DNA, αλλά αν εκτεθούν σε διαφορετικές περιβαλλοντικές συνθήκες διατρέχουν διαφορετικό κίνδυνο εμφάνισης ασθενειών» μας είπε η κυρία Χερντ, προσθέτοντας ότι «μέχρι σήμερα η τάση στη μοριακή βιολογία ήταν να μελετούμε πέντε-έξι οργανισμούς-μοντέλα, όπως είναι η μύγα του ξιδιού (δροσόφιλα) ή ο ποντικός, στο προστατευμένο εργαστηριακό περιβάλλον και από αυτούς να εξάγουμε γενικά συμπεράσματα. Αυτό ήταν ίσως χρήσιμο και βολικό στην αρχή, αλλά αφήνει αναπάντητα πολλά ερωτήματα που ανακύπτουν από την αλληλεπίδραση των οργανισμών με το περιβάλλον τους. Τώρα όμως δεν έχουμε μεθοδολογικούς περιορισμούς. Διαθέτουμε τα εργαλεία που μας επιτρέπουν να μελετήσουμε οποιονδήποτε οργανισμό στο φυσικό του περιβάλλον και αυτό ακριβώς γίνεται με το TREC».
Το πρόγραμμα αυτό δεν τελείωσε, αλλά «ολοκληρώθηκε μόνο η πρώτη πιλοτική φάση του, από την οποία προέκυψε ένας τεράστιος όγκος δεδομένων. Η δεύτερη φάση του θα είναι η ανάλυση των δεδομένων αυτών και ο εντοπισμός των σημείων ενδιαφέροντος, τα οποία θα πρέπει να παρακολουθούμε για να μελετήσουμε παραμέτρους, όπως παραδείγματος χάριν είναι η έκταση της ανθεκτικότητας των μικροοργανισμών στα αντιβιοτικά και ο τρόπος που αυτή περνά από οργανισμό σε οργανισμό στο φυσικό περιβάλλον».
Η υλοποίηση ενός οράματος
Το όραμα της κυρίας Χερντ για μια «εξωστρεφή» μοριακή βιολογία ενστερνίστηκαν και άλλοι επιστήμονες που ακολούθησαν στα χνάρια του EMBL. Είναι χαρακτηριστικό ότι η πλανητική, όπως ονομάζεται, βιολογία έχει τώρα υιοθετηθεί από μεγάλα αμερικανικά πανεπιστήμια, όπως αυτό του Στάνφορντ ή το Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ). Περιττό να πούμε ότι αυτό χαροποιεί ιδιαίτερα την επικεφαλής του EMBL, η οποία στη διάρκεια της θητείας της είχε στόχο «να εμπνεύσω, να ξεκινήσω καινούργια πράγματα και να δημιουργήσω ασφαλείς συνθήκες για τη συνέχιση του έργου αυτού του οργανισμού, ο οποίος μαζί με το CERN και την ESA αποτελούν τις τρεις συνεργατικές ευρωπαϊκές ερευνητικές δομές».
Κρίνοντας από την επιτυχία του TREC και άλλων προγραμμάτων που ξεκίνησαν όταν ανέλαβε τα ηνία του EMBL, η κυρία Χερντ έχει σίγουρα επιτύχει τον στόχο να εμπνεύσει και να ανοίξει νέους ερευνητικούς ορίζοντες. Οσο για τον τρίτο στόχο, αυτή η μόνη γυναίκα επικεφαλής στην 50χρονη ιστορία του EMΒL, πέτυχε κάτι πρωτοφανές: αύξησε τη συνολική χρηματοδότησή του από τις χώρες-μέλη κατά 60% (10% κάθε χρόνο, στη διάρκεια της μέχρι τώρα θητείας της).
Η σωστή ώρα αποχώρησης
Θα έλεγε κανείς ότι ύστερα από όλα αυτά η κυρία Χερντ δεν θα είχε παρά να απολαύσει τους καρπούς της σκληρής δουλειάς και μάλιστα σε αντίξοες συνθήκες, καθώς «πολλές σημαντικές αποφάσεις έπρεπε να παρθούν εν μέσω πανδημίας, όταν ήταν αδύνατον να πραγματοποιηθούν διά ζώσης κρίσιμες συναντήσεις». Και όμως, λίγες μόνο ημέρες πριν από την επίσκεψή της στην Ελλάδα ανακοινώθηκε ότι εξελέγη ως η επόμενη επικεφαλής του περίβλεπτου Ινστιτούτου Φρανσις Κρικ στο Λονδίνο, όπου πρόκειται να διαδεχθεί τον νομπελίστα βιολόγο Πολ Νερς. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι θα διακόψει τη θητεία της ως επικεφαλής του EMBL σχεδόν τέσσερα χρόνια νωρίτερα από το προβλεπόμενο. Γιατί; «Εκτιμώ πως ό,τι είχα να προσφέρω στο EMBL το πρόσφερα. Τα προγράμματα, όπως το TREC, που έχω ξεκινήσει μπορούν να συνεχιστούν χωρίς να απαιτείται η παρουσία μου. Τώρα είναι λοιπόν ο καιρός να παραδώσω τα ηνία στους επόμενους. Εξαλλου, πιστεύω ότι θα αποφεύγονταν πολλά προβλήματα αν οι επικεφαλής οργανισμών αντιλαμβάνονταν πότε ήρθε ο καιρός να αποχωρήσουν…» μας είπε σιβυλλικά.
Απολαύσεις και καθήκοντα
Τι ήταν αυτό που την οδήγησε όμως να δεχθεί τη θέση στο συγκεκριμένο βρετανικό ερευνητικό κέντρο; «Το όραμα του Πολ Νερς, ο οποίος ηγήθηκε της δημιουργίας του Ινστιτούτου Φράνσις Κρικ και δημιούργησε μια εντελώς διαφορετική ερευνητική κουλτούρα. Ξέρετε, δεν υπάρχουν στεγανά σε αυτό το ινστιτούτο, δεν υπάρχουν ξεχωριστά τμήματα, ούτε ερευνητικές μονάδες, κάτι που ξένισε πολλούς στην αρχή. Ομως όλοι συνεργάζονται με όλους. Αυτό το ανοιχτό κλίμα και το γεγονός ότι προσλαμβάνεται κανείς εκεί με μόνο κριτήριο τα προσόντα του κατέστησε το Ινστιτούτο Φράνσις Κρικ έναν φάρο αριστείας που συγκεντρώνει ήδη τα λαμπρότερα πνεύματα. Και είναι πραγματική απόλαυση το να συνεργάζεται κανείς με ευφυείς ανθρώπους».
Η κυρία Χερντ, η οποία διετέλεσε καθηγήτρια στο Κολέγιο της Γαλλίας πριν αναλάβει το EMBL, θεωρεί ότι την απόλαυση που εμφανώς της παρέχει η ερευνητική δραστηριότητα θα πρέπει να τη μοιράζεται με το ευρύ κοινό: «Ενα από τα καθήκοντά μου ως καθηγήτριας του Κολεγίου της Γαλλίας ήταν η ετήσια διάλεξη για το κοινό, η οποία είχε διαφορετικό θέμα κάθε φορά. Ηταν μια εμπειρία που μου δίδαξε πολλά και ενστάλαξε μέσα μου την πεποίθηση ότι είναι κοινωνικό καθήκον των επιστημόνων να εξηγούν το έργο τους. Οπως φάνηκε και στην πανδημία, η άγνοια για τα επιστημονικά θέματα δημιούργησε πολλές παρεξηγήσεις με ολέθρια αποτελέσματα».
Κλείνοντας τη συνάντησή μας δεν μπορέσαμε να μη ρωτήσουμε τη διαπρεπή βιολόγο, της οποίας η μητέρα ήταν Ελληνίδα, αν παρακολουθεί τα ελληνικά ερευνητικά δρώμενα. «Ασφαλώς! Εξάλλου η Ελλάδα συμμετέχει στο EMBL και θα ήθελα πριν από το τέλος της θητείας μου να ενισχύσω αυτή τη συνεργασία εφόσον μου ζητηθεί» απάντησε αυθόρμητα.