Αποκαλείται «σιωπηλή πανδημία» και όχι τυχαία. Πρόκειται μάλιστα για μια εμμένουσα «πανδημία» η οποία, σύμφωνα με τα στοιχεία, δεν έχει καν φθάσει στο ζενίθ της (και κανένας δεν ξέρει δυστυχώς πότε θα αγγίξει αυτό το ζενίθ).

Ο λόγος για την ανθεκτικότητα των μικροβίων στα αντιβιοτικά, η οποία μετρά ολοένα και περισσότερα θύματα παγκοσμίως – σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) είναι άμεσα «ένοχη» για περίπου 1,3 εκατομμύρια θανάτους ετησίως ενώ έμμεσα υπεύθυνη για σχεδόν 5 εκατομμύρια θανάτους κάθε χρόνο σε παγκόσμιο επίπεδο.

Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι η επιστήμη έχει «σκύψει» πάνω από αυτό το μείζον πρόβλημα δημόσιας υγείας καθώς οι προβλέψεις αναφέρουν ότι θα αποτελεί τον υπ’ αριθμόν 1 εχθρό της υγείας του παγκόσμιου πληθυσμού τις επόμενες δεκαετίες. Ετσι προσφάτως (18-24 Νοεμβρίου) ήταν η Παγκόσμια Εβδομάδα Ευαισθητοποίησης για τα Αντιβιοτικά και τη Μικροβιακή Αντοχή του ΠΟΥ, ενώ στις αρχές Νοεμβρίου έλαβε χώρα στην Κωνσταντινούπολη το παγκόσμιο συνέδριο της Διεθνούς Εταιρείας Αντιμικροβιακής Χημειοθεραπείας (ISAC).

Στο συνέδριο έδωσε το «παρών» ο καθηγητής Μικροβιολογίας στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ, κ. Αθανάσιος Τσακρής, ο οποίος μετέφερε στο ΒΗΜΑ-Science την ανησυχία των ειδημόνων για την εξάπλωση της «πανδημίας» της ανθεκτικότητας των μικροβίων στις θεραπείες, όπως αυτή εκφράστηκε σε κάθε τόνο στην Κωνσταντινούπολη.

Κοινωνικό βαρόμετρο

Ο κ. Τσακρής σημείωσε πως «η πανδημία της COVID-19 μάς έκανε να συνειδητοποιήσουμε ότι παρά την τεράστια πρόοδο της ιατρικής παραμένουμε ευάλωτοι απέναντι σε λοιμώξεις για τις οποίες δεν έχουμε θεραπείες. Αλλά και ότι αν έχουμε ισχυρά κίνητρα μπορούμε να κάνουμε τεράστιες αλλαγές σε σύντομο χρονικό διάστημα. Τα ίδια αντανακλαστικά θα έπρεπε να επιδείξουμε και για τον περιορισμό της «σιωπηλής πανδημίας» της μικροβιακής αντοχής, που λαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις».

Η μικροβιακή αντοχή, πρόσθεσε ο καθηγητής, δεν γνωρίζει σύνορα και αποτελεί ένα «βαρόμετρο» για πολλά από τα δεινά του πλανήτη: «Για τη φτώχεια, τις ανισότητες, τη δυσκολία πρόσβασης σε υγειονομική περίθαλψη, την αποδυνάμωση των συστημάτων Υγείας. Γι’ αυτό και υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις στον επιπολασμό της μεταξύ χωρών».

Για παράδειγμα, με βάση πρόσφατα στοιχεία, η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία έχουν τους λιγότερους θανάτους που αποδίδονται άμεσα ή έμμεσα στη μικροβιακή αντοχή: 6,5 και 28 θάνατοι ανά 100.000 κατοίκους αντίστοιχα. Στον αντίποδα, η δυτική Υποσαχάρια Αφρική έχει τη μεγαλύτερη επιβάρυνση, με 27,3 άμεσους και 114,8 έμμεσους θανάτους ανά 100.000 κατοίκους.

Θέμα ζωής και θανάτου

Αλλά και στην Ευρώπη οι αριθμοί αποτυπώνουν μια ζοφερή πραγματικότητα: περίπου 20 θάνατοι αποδίδονται άμεσα σε λοιμώξεις από πολυανθεκτικά μικρόβια και 75 έμμεσα ανά 100.000 κατοίκους στην Ανατολική Ευρώπη όπου το πρόβλημα είναι πιο έντονο. Σε όλη τη Γηραιά Ηπειρο καταγράφεται αύξηση κατά 80% των θανάτων από ανθεκτικές στα αντιβιοτικά λοιμώξεις στα άτομα ηλικίας άνω των 70 ετών.

«Με δεδομένη τη γήρανση του πληθυσμού και τη μεγαλύτερη ευπάθεια των ηλικιωμένων στις λοιμώξεις, το κόστος σε απώλειες ζωών της συγκεκριμένης ηλικιακής ομάδας αναμένεται να παρουσιάζει ολοένα και μεγαλύτερη αύξηση τις επόμενες δεκαετίες» υπογράμμισε ο κ. Τσακρής και συμπλήρωσε ότι αν το σήμερα είναι ζοφερό, το αύριο προβλέπεται ακόμη πιο ερεβώδες. «Εως το 2050 περισσότεροι από 39 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλον τον κόσμο θα κινδυνεύουν με θάνατο από λοιμώξεις ανθεκτικές στα αντιβιοτικά. Πέρα από τους θανάτους, υπάρχει και η οικονομική διάσταση: το κόστος για τα ευρωπαϊκά συστήματα Υγείας υπολογίζεται σήμερα σε 12 δισ. ευρώ, ενώ οι ετήσιες απώλειες στο παγκόσμιο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν θα ανέρχονται έως και σε 3,4 τρισ. δολάρια έως το 2030».

Μέσα σε όλα αυτά τα παγκόσμια ανησυχητικά στοιχεία, τα δεδομένα για τη χώρα μας είναι ακόμη πιο ανησυχητικά καθώς η Ελλάδα έχει ευρωπαϊκή πρωτιά σε πολυανθεκτικά μικρόβια και ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις. Είναι χαρακτηριστικά τα όσα κατέγραψαν επιστήμονες του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC) σε πρόσφατη έκθεσή τους έπειτα από επίσκεψη στην Ελλάδα την περασμένη άνοιξη.

Διαπίστωσαν έλλειμμα και διαφορετικά επίπεδα στελέχωσης των νοσοκομείων σε μικροβιολόγους και λοιμωξιολόγους, καθώς και χαμηλό επίπεδο στελέχωσης νοσηλευτών στις κλινικές των νοσοκομείων αλλά και στις ΜΕΘ, γεγονός που οδηγεί σε μη βέλτιστη συμμόρφωση με τους κανόνες ελέγχου των λοιμώξεων. Εντόπισαν επίσης ευρεία απουσία μονόκλινων θαλάμων (μόλις το 4,5% των κλινών έναντι 11,3% του μέσου όρου στην ΕΕ), η οποία καθιστά αδύνατη την αποτελεσματική απομόνωση ασθενών που έχουν προσβληθεί από πολυανθεκτικά μικρόβια.

Ανθεκτικοί μύθοι

Μαζί με τα ανθεκτικά μικρόβια ανθεκτικοί παραμένουν και οι μύθοι που αποτελούν μέρος της ελληνικής κουλτούρας, όπως η αντίληψη πολλών πολιτών ότι τα αντιβιοτικά ενδείκνυνται για ιογενείς λοιμώξεις του αναπνευστικού. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 16% των πολιτών προμηθεύεται από το φαρμακείο αντιβιοτικά χωρίς συνταγή, ενώ συχνά οι ασθενείς ασκούν πίεση στους γιατρούς για συνταγογράφηση αντιβιοτικών χωρίς λόγο και εκείνοι υποκύπτουν. «Ετσι έχει δημιουργηθεί ένας φαύλος κύκλος» τόνισε ο κ. Τσακρής.

Κατά τον καθηγητή, για να σπάσει αυτός ο φαύλος κύκλος πρέπει να υπάρξει σωστή ενημέρωση των πολιτών αλλά και συμμόρφωση των εργαζομένων στον υγειονομικό τομέα σε ό,τι αφορά την τήρηση απλών αλλά σωτήριων κανόνων υγιεινής των χεριών. «Γι’ αυτό και είναι αναγκαίες εκτεταμένες δράσεις εκπαίδευσης. Σύμφωνα με πρόσφατα δεδομένα της ISAC, η εκστρατεία εκπαίδευσης του νοσηλευτικού προσωπικού σε νοσοκομεία της Κίνας αύξησε κατά 16% έως 24% το ποσοστό των νοσηλευτών που ακολουθούν πιστά τις οδηγίες υγιεινής των χεριών». Πρέπει να γίνουν οι σωστές κινήσεις εδώ και τώρα, διότι στον συνεχιζόμενο πόλεμο με τα μικρόβια οι ανθεκτικοί οφείλουμε να είμαστε εμείς και όχι εκείνα.

Ενας Ελληνας ηγείται της μάχης

Στην επιστημονική μάχη ενάντια στη μικροβιακή αντοχή ο κ. Τσακρής θα… πολεμά πλέον από ένα πολύ σημαντικό «μετερίζι» καθώς πρόσφατα ανέλαβε επικεφαλής του περιοδικού «Journal of Global Antimicrobial Resistance» (JGAR) της ISAC, που είναι ένα από τα πιο επιδραστικά επιστημονικά περιοδικά στο πεδίο της μικροβιακής αντοχής.

Οπως μας είπε ο καθηγητής, «με πολλή υπερηφάνεια και αίσθημα ευθύνης ανέλαβα τα ηνία του “JGAR”, το οποίο στα δέκα και πλέον χρόνια παρουσίας του έχει εξελιχθεί σε μία από τις πιο ισχυρές επιστημονικές φωνές διεθνώς για τον περιορισμό της μικροβιακής αντοχής, αναδεικνύοντας τη σημασία της ενιαίας υγείας. Διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η υγεία των ανθρώπων προϋποθέτει την υγεία των ζώων και των οικοσυστημάτων».