Συνέβη πριν από τρία και πλέον δισεκατομμύρια χρόνια, προτού καν εμφανιστούν οι πρώτοι πολυκύτταροι οργανισμοί: ένας διαστημικός βράχος τέσσερις φορές μεγαλύτερος από το Εβερεστ χτύπησε τον νεαρό πλανήτη, έκανε τους ωκεανούς να βράσουν και άλλαξε την πορεία της εξέλιξης.
Ο αστεροειδής «S2» είχε μάζα 50 με 200 φορές μεγαλύτερη από το αντικείμενο που προκάλεσε την εξαφάνιση των δεινοσαύρων πριν από 66 εκατομμύρια χρόνια, εκτιμά μελέτη που δημοσιεύεται στο «PNAS». Η Γη διήνυε τότε τον Αρχαιοζωικό Αιώνα και δεν είχε ίχνος οξυγόνου στην ατμόσφαιρα. Στις θάλασσες βασίλευαν τα βακτήρια και οι συγγενείς τους, τα αρχαιοβακτήρια.
Ιχνη του μετεωρίτη, τα οποία χρονολογούνται στα 3,2 με 3,6 δισεκατομμύρια χρόνια πριν, βρέθηκαν στη βορειοανατολική Νότια Αφρική, σε μια ορεινή περιοχή που ονομάζεται Μπάρμπερτον Γκρίνστοουν Μπελτ. Πρόκειται για μικροσκοπικά σφαιρίδια βράχου που έλιωσε κατά την πρόσκρουση, καθώς και κομμάτια του ωκεάνιου πυθμένα (εικόνα) που εκτοξεύτηκαν στην ατμόσφαιρα.
Ο αστεροειδής, διαμέτρου 37-58 χιλιομέτρων, άλλαξε τον πλανήτη μέσα σε λίγες ώρες. Το πιθανότερο είναι ότι η πρόσκρουση συνέβη στη θάλασσα και σήκωσε τσουνάμι που ξήλωσε τον πυθμένα και κατέκλυσε τις ακτές, ενώ η σκόνη μαύρισε τον ουρανό σε όλον τον κόσμο.
«Επίσης, ένα μεγάλο μέρος της ενέργειας της πρόσκρουσης μετατράπηκε σε θερμότητα, κάτι που σημαίνει ότι η ατμόσφαιρα ζεστάθηκε τόσο πολύ ώστε το ανώτερο στρώμα των ωκεανών άρχισε να βράζει» είπαν οι ερευνητές.
Προφανώς, όλοι οι φωτοσυνθετικοί οργανισμοί εξοντώθηκαν από τη θερμότητα και το σκοτάδι. Πιθανότατα χρειάστηκαν αρκετά χρόνια, ή ακόμα και δεκαετίες, για να κρυώσει η ατμόσφαιρα και να επιστρέψει στις θάλασσες ο υδρατμός.
Για τη ζωή στη Γη, πάντως, η πρόσκρουση του S2 είχε και μια καλή πλευρά. Ο αστεροειδής ήταν ένας «ανθρακούχος χονδρίτης», μια κατηγορία αστεροειδών που περιέχουν μεγάλες ποσότητες άνθρακα αλλά και φώσφορο – ένα στοιχείο απαραίτητο για τη ζωή, το οποίο μεταξύ άλλων περιλαμβάνεται και στα μόρια του DNA και του RNA. Επιπλέον, το τσουνάμι ανέμειξε το νερό ωκεανών και έφερε σίδηρο από τα βάθη στην επιφάνεια, προσφέροντας έτσι σε κάποια μικρόβια μια πολύτιμη πηγή ενέργειας.
Οπως σχολίασαν οι ερευνητές, «φανταστείτε αυτές τις προσκρούσεις σαν βόμβες λιπάσματος» για τον πλανήτη.