Σαν «κερασάκι» στην… καυτή τούρτα που αφορά τις επιδράσεις των πυρκαγιών στην υγεία έρχεται μια πρόσφατη μελέτη ερευνητών του Πανεπιστημίου Monash στην Αυστραλία, η οποία είναι μία από τις μεγαλύτερες και πιο ενδελεχείς που έχουν διεξαχθεί ποτέ σχετικά με τις μακροπρόθεσμες συνέπειες στην υγεία του πληθυσμού από την έκθεση στον καπνό των πυρκαγιών. Η μελέτη αυτή, που είναι η πρώτη η οποία εξετάζει τη σχέση της μακροπρόθεσμης έκθεσης στα επιβλαβή αιωρούμενα μικροσωματίδια της ατμόσφαιρας ΡΜ2,5 και της θνησιμότητας για ένα διάστημα παρακολούθησης που φθάνει τα 11 έτη, κρούει τον «κώδωνα του κινδύνου».

Συγκεκριμένα, οι ερευνητές ανακάλυψαν, όπως ανέφεραν στο επιστημονικό περιοδικό «Journal of Hazardous Materials», ότι αύξηση των επιπέδων ΡΜ2,5 που σχετίζονται με τις πυρκαγιές κατά μόλις 10 μg/m3 συνδέεται με αύξηση του κινδύνου θνησιμότητας από όλα τα αίτια κατά 0,4% και κατά 0,5% σε ό,τι αφορά συγκεκριμένα τον κίνδυνο θανάτου από καρκίνο. Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι από τη μελέτη δεν προέκυψε ισχυρή σύνδεση μεταξύ της έκθεσης σε ΡΜ2,5 που σχετίζονται με τις πυρκαγιές και της μακροπρόθεσμης θνησιμότητας από καρδιαγγειακά και αναπνευστικά αίτια καθώς και από ψυχικές νόσους.

Οπως εξήγησε σε σχετικό δελτίο Τύπου για τη μελέτη η επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας, αναπληρώτρια καθηγήτρια της Σχολής Δημόσιας Υγείας και Προληπτικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Monash Σανσάν Λι, «θελήσαμε να εκτιμήσουμε τις μακροπρόθεσμες επιδράσεις της έκθεσης σε ΡΜ2,5 εξαιτίας πυρκαγιών σε ό,τι αφορούσε τη θνησιμότητα των ενηλίκων και για να το επιτύχουμε χρησιμοποιήσαμε μια μεγάλης κλίμακας εθνική βάση δεδομένων από τη Βιοτράπεζα του Ηνωμένου Βασιλείου – UK Biobank. Εξ όσων γνωρίζουμε πρόκειται για την πρώτη πληθυσμιακή προοπτική μελέτη κοόρτης η οποία μετρά τη συσχέτιση μεταξύ της μακροπρόθεσμης έκθεσης στα ΡΜ2,5 που συνδέονται με τις πυρκαγιές και της θνησιμότητας».

Τα δεδομένα αφορούσαν μια υπο-ομάδα της UK Biobank η οποία περιελάμβανε 492.394 άτομα που «συνελέγησαν» από το 2004 ως το 2010 και παρακολουθήθηκαν έως και επί 11 έτη σε συστηματική βάση – οι ειδικοί συνέλεγαν βιολογικά δείγματα και χορηγούσαν στους εθελοντές ερωτηματολόγια σχετικά με τον τρόπο ζωής τους ενώ όλα τα στοιχεία συνδέονταν με τους ιατρικούς φακέλους τους.

Στη συνέχεια η ερευνητική ομάδα εξήγαγε δεδομένα σχετικά με τη θνησιμότητα των εθελοντών, συμπεριλαμβανομένων της κύριας αιτίας θανάτου και της χρονολογίας θανάτου. Τα δεδομένα συνδέθηκαν με την πιθανή έκθεση σε ΡΜ2,5 που είχαν εκλυθεί από πυρκαγιές ένα ως πέντε έτη πριν από τον θάνατο.

Σύμφωνα με τη δρα Λι τα ευρήματα «δείχνουν ότι η έκθεση σε ΡΜ2,5 που συνδέονται με τις πυρκαγιές έχει μακροπρόθεσμη αρνητική επίδραση στη θνησιμότητα από όλα τα αίτια καθώς και στη θνησιμότητα εξαιτίας νεοπλασμάτων». Η καθηγήτρια κατέληξε τονίζοντας ότι με δεδομένες τις μεγάλες πυρκαγιές που έχουν ξεσπάσει στον πλανήτη, τα καινούργια ευρήματα καταδεικνύουν την ανάγκη μακροπρόθεσμης παρακολούθησης της υγείας του πληθυσμού μετά από έκθεση στον καπνό των πυρκαγιών.