«Κρέας χοιρινό: 89% (πρέπει πάνω από 75%, άρα σωστός), Εξτρα παρθένο ελαιόλαδο: 3% (και εδώ πάμε καλά), αλάτι (πόσο δεν λέει, έπρεπε όμως), κόκκινο κρασί, δεξτρόζη, καρυκεύματα, πρωτεΐνη σόγιας, χοιρινή πρωτεΐνη, βότανα, Σταθεροποιητές: Διφωσφορικά/Τριφωσφορικά άλατα, αρωματικές ύλες (περιέχουν σόγια), σκόρδο σε σκόνη, Ενισχυτικά γεύσης: Οξινο γλουταμικό νάτριο, Αντιοξειδωτικά: ερυθορβικό νάτριο, σιρόπι γλυκόζης, εκχύλισμα αρωματικών φυτών, Συντηρητικά: νιτρώδες νάτριο, Χρωστική: καρμινικό οξύ, Περίβλημα: φυσικό χοιρινό έντερο».
Ολα αυτά, γραμμένα με πολύ μικρά γράμματα, χωρούν σε ένα και μόνον λουκάνικο μετρίου μεγέθους! Από την άλλη μπορείς και να ρωτήσεις, τόσα πράγματα χρειάζονται για να σταθεί… στα πόδια του ένα λουκάνικο; Η απάντηση είναι πως μάλλον ναι. Και εδώ έχουμε έναν αρκετά ειλικρινή επαγγελματία που προσφέρει μια εκτεταμένη ακτινογραφία του προϊόντος του και την αναρτά στη λεγόμενη «διατροφική δήλωση εμπρόσθιου πεδίου», όπως είναι στα «καλά ελληνικά» αυτό που λέμε ταμπελίτσα της συσκευασίας.
Η μεγάλη έκταση πάντως μιας διατροφικής δήλωσης ίσως να έχει και αποτρεπτικό χαρακτήρα αν την ώρα που ο καταναλωτής παίρνει στα χέρια του ένα προϊόν τυχαίνει να βιάζεται. Απλά τρομάζει και δεν διαβάζει. Τα σημεία πάντως που αξίζει να σταθεί κάποιος είναι:
Η περιεκτικότητα σε κρέας: Πρέπει να είναι από 75% και επάνω. Για παράδειγμα, βρήκαμε στις συσκευασίες, κυρίως στα λουκάνικα «τύπου Φρανκφούρτης» περιεκτικότητες σε κρέας 60%, 55% έως και 40%, με την πρόσθετη ένδειξη «και μηχανικά διαχωρισμένο κρέας πουλερικών». Βέβαια η ένδειξη «μηχανικά διαχωρισμένο κρέας πουλερικών» κανονικά συνεχίζεται με το εξής (που παραλείπεται συχνά): στρουθιονιδών ή άγριων πτερωτών θηραμάτων. Αλήθεια ο καταναλωτής τι συμπέρασμα να βγάλει;