Οι ερευνήτριες μητέρες στην Ελλάδα τού σήμερα σπάνια φθάνουν στις ανώτερες βαθμίδες, σε θέσεις ευθύνης, σε θέσεις διοικητικές και τελικώς σε θέσεις στις οποίες λαμβάνονται αποφάσεις.
Κανονικά θα ξεκινούσαμε εδώ με νούμερα και αναλογίες, αλλά στην Ελλάδα οι καταγραφές σταματούν στην καλύτερη περίπτωση στην αναλογία των δυο φύλων σε διάφορες πανεπιστημιακές ή ερευνητικές βαθμίδες. Μια αναλογία που είναι αποκαρδιωτική από μόνη της.
Από μια άποψη ο σχετικός προβληματισμός για τις αιτίες και συνεπακόλουθα για τη λύση του θέματος θα μπορούσε να είναι απλός: Η βάση για τη μεγάλη ανισορροπία έγκειται στο περιβάλλον και στις συνθήκες όπου ζούμε και θα πρέπει να αλλάξουμε. Εκτός αν κάποιοι πιστεύουν ότι οφείλεται στο διαφορετικό μας γενετικό υπόβαθρο, σε αυτό το ένα διαφορετικό χρωμόσωμα και η τωρινή κατάσταση είναι φυσική επιλογή.
Τι κυρίως σταματάει τις ερευνήτριες / καθηγήτριες μητέρες στην καριέρα τους:
- Η περιορισμένη ως ανύπαρκτη δυνατότητα κινητικότητας για τις μητέρες καθηγήτριες σε ένα πανεπιστημιακό περιβάλλον με πολύ λίγες νέες θέσεις και χωρίς καμία δυνατότητα χωροταξικής επιλογής. Καθηγήτριες γίνονται μητέρες σε πόλεις χωρίς στήριξη από το συγγενικό περιβάλλον και συχνά χωρίς την παρουσία του πατέρα του παιδιού τους. Η δυνατότητα επαγγελματικών ταξιδιών εξαλείφεται και η αντιμετώπιση επειγουσών καταστάσεων σε μια εργασία που δεν γνωρίζει οκτάωρα γίνεται εφιαλτική. Θα μπορούσε νομοθετικά να επιτραπεί για συγκεκριμένες ανάλογες περιπτώσεις η μετακίνηση με αναπλήρωση της θέσης.
- Η άδεια κύησης και ανατροφής υποχρεωτικά σήμερα συνοδεύεται και με παύση από κάθε ερευνητική εργασία, αφαιρώντας από την αιτούσα το δικαίωμα να επιβλέπει τα επιστημονικά της έργα και να χρηματοδοτεί την ερευνητική της ομάδα. Ενώ είναι θετικό το ότι δίνεται η σχετική άδεια στο πλαίσιο της οποίας σταματά το διδακτικό έργο και η υποχρέωση για φυσική παρουσία στον χώρο του πανεπιστημίου, για πολλές ερευνήτριες το παράλληλο «πάγωμα» των ερευνητικών δραστηριοτήτων δεν είναι θεμιτή επιλογή. Ειδικά σε τεχνολογίες αιχμής μια ομάδα δεν «κλείνει» και «ξανανοίγει» σαν διακόπτης και εδώ μια απλή διορθωτική κίνηση θα βοηθούσε πολύ.
- Η τεράστια γραφειοκρατία των ερευνητικών προγραμμάτων και η απόλυτη έλλειψη γραμματειακής υποστήριξης είναι ένα γενικό πρόβλημα της πανεπιστημιακής / ερευνητικής κοινότητας στην Ελλάδα. Για μια μητέρα αυτός ο επιπλέον φόρτος εργασίας κάνει πιο δύσκολη τη διαχείριση των ερευνητικών υποχρεώσεών της αφήνοντας λιγότερο χρόνο για διοικητική εμπειρία. Αργότερα σε αιτήσεις για θέσεις ευθύνης η αξιολόγηση έργου δεν υπολογίζεται επαρκώς αλλά προσμετράται κυρίως η διοικητική εμπειρία, που κατά κανόνα αξιολογείται ποσοτικά και όχι ποιοτικά, παράλληλα με τα γνωστά… πατροπαράδοτα πρότυπα. Ετσι απλά οι γυναίκες – και ειδικά οι μητέρες – μένουν εκτός των θέσεων που θα μπορούσαν να φέρουν και την αλλαγή. Εδώ μόνο μια υποχρεωτική ποσοστιαία συμμετοχή γυναικών θα μπορούσε να αλλάξει τα δεδομένα.
Οι τρεις παραπάνω κινήσεις θα μπορούσαν να έχουν γρήγορα και θεαματικά αποτελέσματα για το καλό όλων μας προσφέροντας τη δυνατότητα μεγάλων αλλαγών τα επόμενα χρόνια. Και ίσως έτσι μπορέσουμε σύντομα να έχουμε γυναίκα – ερευνήτρια – μητέρα Γενική Γραμματέα Ερευνας και Καινοτομίας, κάτι που δεν έχει συμβεί ποτέ ως τώρα.
Σήμερα το πρωί ο μικρός μου μού φώναξε «μαμά, σε αγαπώ», τρεις λέξεις που ασυζητητί προσωπικά μετρούν περισσότερο από κάθε δημοσίευση, κάθε ερευνητικό πρόγραμμα και κάθε κομβική θέση. Αλλά στην Ελλάδα του 2023 δεν θα έπρεπε να τίθεται θέμα επιλογής. Είναι ζήτημα πολιτισμού και θέλησης να αλλάξουμε προς το καλύτερο. Και αυτό πρέπει να το σκεφτόμαστε όχι μόνο σήμερα που είναι η Ημέρα της Μητέρας αλλά κάθε ημέρα…
Η κυρία Αρτεμις Χατζηγεωργίου είναι καθηγήτρια Βιοπληροφορικής στο Τμήμα Πληροφορικής με εφαρμογές στη Βιοϊατρική του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.