Εδώ και μερικές εβδομάδες με την ταυτόχρονη και μάλιστα ελαφρώς πρόωρη για το βόρειο ημισφαίριο εμφάνιση του ιού της γρίπης και του αναπνευστικού συγκυτιακού ιού (RSV), ένας νέος όρος έκανε την εμφάνισή του, κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Για χρέος ή έλλειμμα ανοσίας (immunity debt) μιλούν όσοι προσπαθούν να εξηγήσουν τα αυξημένα σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν κρούσματα των δύο ιών. Ωστόσο ο όρος όχι μόνο δεν είναι δόκιμος αλλά μπορεί να οδηγήσει και σε ολισθηρά μονοπάτια με ολέθριες συνέπειες.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο RSV είναι ένας πολύ κοινός ιός (υπολογίζεται ότι το 80% των παιδιών έχει «συναντηθεί» μαζί του μέχρι να συμπληρώσει το 2ο έτος της ηλικίας του), για τον οποίο δεν υπάρχει εμβόλιο και ο οποίος μπορεί να είναι επικίνδυνος για τα παιδιά μέχρι 6 μηνών. Ειδικότερα, στον RSV αποδίδεται ένας στους 50 θανάτους παιδιών κάτω των 5 ετών παγκοσμίως.
Τα μέτρα που ελήφθησαν για την καταστολή της πανδημίας είχαν ως αποτέλεσμα να «εξαφανιστούν» τους περασμένους χειμώνες οι κλασικές ιώσεις της γρίπης και του RSV. Η πρόσφατη άρση των περιοριστικών μέτρων έδωσε την ευκαιρία εξάπλωσης στους ιούς που τώρα είχαν πολύ περισσότερους ευάλωτους στόχους (παιδιά νεαρής ηλικίας που δεν είχαν έρθει ποτέ σε επαφή μαζί τους), εξ ου και ο αυξημένος αριθμός παιδιατρικών κρουσμάτων.
Παρόλο που από τα παραπάνω φαίνεται εύκολο να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι τα περιοριστικά μέτρα ευνοούν εν τέλει τη μετάδοση των ιών, οι επιδημιολόγοι επισημαίνουν ότι το φαινόμενο της αύξησης των κρουσμάτων πρέπει να ιδωθεί μόνο σε συλλογικό επίπεδο και όχι σε ατομικό. Και εξηγούν ότι θα ήταν ολέθριο λάθος να πιστεύουμε ότι ο καθένας από εμάς θα πρέπει να επιδιώκει να αρρωσταίνει για να μην έχει έλλειμμα ανοσίας. Σκεφτείτε το: αν ήταν όντως σωστό κάτι τέτοιο θα έπρεπε να μην κάνουμε εμβόλια στα παιδιά και να αφήνουμε τις παιδικές ασθένειες να θερίζουν, όπως θέριζαν πριν από μερικές δεκαετίες!
Αντιθέτως, οι ειδικοί τονίζουν ότι ο ενδεδειγμένος τρόπος εκπαίδευσης του ανοσοποιητικού συστήματός μας είναι ο εμβολιασμός, ενώ για ευαίσθητους πληθυσμούς (όπως τα πολύ μικρά παιδιά και οι ηλικιωμένοι) και περιπτώσεις όπως ο RSV όπου δεν υπάρχει εμβόλιο, η καλύτερη στρατηγική είναι τα μέτρα προφύλαξης και η αποφυγή συνάντησης με το παθογόνο.