Δεν μπορούσαμε να μη θέσουμε στη διευθύντρια του ECDC το ερώτημα σχετικά με το αν η Ευρώπη άργησε να αντιδράσει απέναντι στον ιό με αποτέλεσμα – όπως όλοι βιώσαμε – εκείνος να σαρώσει μεγάλο μέρος της. «Από όσα γνωρίζουμε ως τώρα, η COVID-19 είναι μια νόσος με πολύ ήπια συμπτώματα σε πολλά από τα άτομα που την εμφανίζουν. Επιπλέον, η εισαγωγή ενός ιού σε μια κοινότητα μπορεί να μη γίνει γρήγορα αντιληπτή καθώς τα άτομα με ήπια συμπτώματα συνήθως δεν αναζητούν ιατρική βοήθεια αλλά μπορούν να μεταδώσουν τη νόσο, όπως δείχνουν πρόσφατα στοιχεία. Το πρώτο κρούσμα που ανιχνεύθηκε στη Λομβαρδία δεν είχε σαφή επιδημιολογική σύνδεση με κάποιο επιβεβαιωμένο κρούσμα, γεγονός που υπογραμμίζει ότι υπήρχε ήδη κάποιος βαθμός μετάδοσης στην κοινότητα». Από την άλλη πλευρά, όπως επεσήμανε η δρ Αμον, οι πρώτες ομάδες κρουσμάτων που ανιχνεύθηκαν στη Γαλλία, στη Γερμανία και στη Βρετανία είχαν σαφή επιδημιολογική σύνδεση με επιβεβαιωμένο κρούσμα. «Ετσι, ήταν δυνατόν να τεθούν άτομα σε απομόνωση και να γίνει ιχνηλάτηση των επαφών τους. Ωστόσο, όπως μάθαμε το τελευταίο διάστημα, όταν πλέον οι επαφές εντοπίστηκαν, όσα από αυτά τα άτομα είχαν μολυνθεί είχαν πιθανώς προλάβει να μολύνουν και άλλους προτού παρουσιάσουν συμπτώματα. Αυτό συνέβη και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες στη συνέχεια». Το ΕCDC παρακολουθεί και καταγράφει την εξέλιξη της πανδημίας παρέχοντας μεταξύ άλλων εκτιμήσεις κινδύνου, οδηγίες για θέματα δημόσιας υγείας καθώς και συμβουλές για την απόκριση ενάντια στον ιό στα κράτη-μέλη της ΕΕ και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τόνισε η επικεφαλής του Κέντρου. «Μάλιστα στο πλαίσιο ενίσχυσης των κρατών-μελών για την απόκριση στον νέο κορωνοϊό, το ECDC στέλνει ειδικούς του σε διάφορες χώρες – πρόσφατα αυτό συνέβη στην Ιταλία και στην Ελλάδα» (η προσπάθειά μας να πληροφορηθούμε από το Ευρωπαϊκό Κέντρο πόσοι και ποιοι ήταν αυτοί οι ειδικοί δεν στέφθηκε με επιτυχία). Το Κέντρο έχει δημιουργήσει έναν ιστότοπο αφιερωμένο στην πανδημία του νέου κορωνοϊού ο οποίος ανανεώνεται σε καθημερινή βάση.