Ζούμε αδιαμφισβήτητα σε έναν κόσμο πλαστικό. Νομίσαμε – και συνεχίζουμε προφανώς να νομίζουμε αφού η παγκόσμια παραγωγή πλαστικών αναμένεται να διπλασιαστεί ως το 2040 – ότι θα «κολυμπάμε» αενάως στην πλαστική ευδαιμονία του κόσμου της Barbie (η οποία έχει και την τιμητική της αυτό το καλοκαίρι), αλλά αποδεικνύεται περίτρανα μέρα με τη μέρα ότι ο κόσμος αυτός που εμείς δημιουργήσαμε είναι μια πλαστική «κόλαση» στην οποία κινδυνεύουμε να καούμε (δεν είναι άλλωστε τυχαίο, για όσους είδαν την ταινία, ότι ούτε η ίδια η… Βarbie δεν τον άντεξε!).
Στο (πλαστικό) εδώλιο του κατηγορουμένου έχουν μπει κατά κύριο λόγο τα τελευταία χρόνια τα… τοσοδούλικα «τέκνα» αυτού του κόσμου, τα μικροπλαστικά. Πρόκειται για σωματίδια με διάμετρο μικρότερη των πέντε χιλιοστόμετρων όπως ορίζονται επισήμως, τα οποία, σύμφωνα με διαφορετικές έρευνες, έχουν την ικανότητα να τρυπώνουν παντού, συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπινου σώματος, με άγνωστες (αλλά σίγουρα όχι ευοίωνες) συνέπειες. Και όταν λέμε ότι τρυπώνουν παντού, το εννοούμε – μικροπλαστικά βρέθηκαν πρόσφατα για πρώτη φορά ακόμη και στην ανθρώπινη καρδιά, όπως έδειξε νέα μελέτη, η οποία χτυπά ηχηρό καμπανάκι σχετικά με το ότι πρέπει επιτέλους αρμόδιοι και κοινωνίες να μπουν στην «καρδιά» του προβλήματος που αφορά τα μικροσκοπικά πλαστικά σωματίδια με τις εν δυνάμει τεράστιες συνέπειες για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον.
5
γραμμάρια μικροπλαστικών «καταναλώνει» ένας άνθρωπος εβδομαδιαίως – ποσότητα που αντιστοιχεί σε μια πιστωτική κάρτα – σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε πέρυσι
Ευρέως διαδεδομένα
Τα μικροπλαστικά, τα οποία προέρχονται από πλήθος πηγών όπως οι συσκευασίες τροφίμων και ποτών, τα ρούχα, τα καλλυντικά αλλά και πολλά άλλα αντικείμενα καθημερινής χρήσης, μπορούν λόγω του μικρού μεγέθους τους (που φτάνει μέχρι και ελάχιστα μικρόμετρα, δηλαδή εκατομμυριοστά του μέτρου) να εισέλθουν στον ανθρώπινο οργανισμό μέσω του στόματος, της μύτης και άλλων κοιλοτήτων. Και τελικώς να ταξιδέψουν και να εναποτεθούν παντού εντός του, ακόμη και στον καρδιακό ιστό, σύμφωνα με την ερευνητική ομάδα του Νοσοκομείου Anzhen στο Πεκίνο, η οποία ανέλυσε καρδιακό ιστό 15 ασθενών που υποβλήθηκαν σε επέμβαση καρδιάς.
Οι ερευνητές θέλησαν, όπως ανέφεραν στη δημοσίευσή τους στο επιστημονικό περιοδικό «Environmental Science and Technology», να διερευνήσουν αν τα μικροπλαστικά μπορούν να βρουν… καταφύγιο στο καρδιαγγειακό σύστημα μέσω άμεσης ή έμμεσης έκθεσης. Στο πλαίσιο αυτό συνέλεξαν δείγματα ιστού από το σύνολο των ασθενών κατά τη διάρκεια υποβολής τους σε επέμβαση καρδιάς καθώς και δείγματα αίματος από τους μισούς εξ αυτών. Ανίχνευσαν με χρήση υπέρυθρης απεικόνισης «δεκάδες ως και χιλιάδες μεμονωμένα κομμάτια μικροπλαστικών στα περισσότερα δείγματα ιστών καθώς και σε όλα τα δείγματα αίματος» σημειώνεται στη μελέτη.
51
τρισεκατομμύρια μικροπλαστικά σωματίδια – 500 φορές περισσότερα από τα αστέρια του γαλαξία μας! – εκτίμησε ο ΟΗΕ ότι υπήρχαν στις θάλασσες το 2017
Τα ανησυχητικά ευρήματα
Συγκεκριμένα, οι επιστήμονες εντόπισαν σωματίδια με μέγεθος της τάξεως των 20 ως 500 μικρομέτρων από οκτώ διαφορετικούς τύπους πλαστικού σε πέντε τύπους καρδιακού ιστού. Στους περισσότερους ιστούς της καρδιάς εντοπίστηκε πολυμεθακρυλικό μεθύλιο (ΡΜΜΑ), γνωστό και ως ακρυλικό γυαλί, το οποίο χρησιμοποιείται ως εναλλακτικό του γυαλιού σε πλήθος προϊόντων, όπως σε συσκευασίες τροφίμων αλλά και στους σκληρούς φακούς επαφής. Εντοπίστηκαν επίσης το τερεφθαλικό πολυαιθυλένιο (ΡΕΤ), ένα από τα ευρύτερα χρησιμοποιούμενα πλαστικά στις συσκευασίες τροφίμων και ποτών (όπως στα μπουκάλια νερού) αλλά και σε ρούχα, καθώς και το χλωριούχο πολυβινύλιο (PVC), ένα από τα πιο γνωστά θερμοπλαστικά το οποίο χρησιμοποιείται ευρέως σε κουφώματα, σωλήνες, μονώσεις καλωδίων, ανευρίσκεται επίσης σε πλήθος αντικειμένων εντός νοσοκομείων καθώς και σε κοινά καταναλωτικά προϊόντα, όπως αδιάβροχα, πλαστικές σακούλες, παιδικά παιχνίδια, πιστωτικές κάρτες.
«Η in vivo ανίχνευση μικροπλαστικών είναι ανησυχητική και απαιτούνται περαιτέρω μελέτες προκειμένου να διερευνηθεί πώς τα μικροπλαστικά εισέρχονται στους καρδιακούς ιστούς καθώς και ποιες μπορεί να είναι οι πιθανές επιδράσεις τους στη μακροπρόθεσμη πρόγνωση ύστερα από επέμβαση καρδιάς» κατέληξε η ερευνητική ομάδα, επικεφαλής της οποίας ήταν ο Σιοπίν Γιανγκ, γιατρός στο Τμήμα Καρδιοχειρουργικής του Νοσοκομείου Anzhen, και πρόσθεσε ότι «τα μικροπλαστικά είναι πολύ πιθανό να φτάσουν σε διαφορετικά όργανα σε ολόκληρο τον ανθρώπινο οργανισμό».
15%-31%
των μικροπλαστικών στους ωκεανούς είναι πρωτογενή μικροπλαστικά – πλαστικά μικροσωματίδια που σχεδιάζονται για εμπορική χρήση και εμπεριέχονται σε συνθετικά ρούχα, ελαστικά αυτοκινήτων αλλά και σε προϊόντα προσωπικής φροντίδας όπως οι κρέμες απολέπισης
Ιατρογενής έκθεση
Από τη μελέτη προέκυψε επίσης και μια υποεκτιμημένη ως σήμερα πηγή έκθεσης του ανθρώπου στα μικροπλαστικά: και αυτή δεν ήταν άλλη από την ίδια την επέμβαση στην οποία υπεβλήθησαν οι ασθενείς! Ηταν χαρακτηριστικό ότι ένα μικρό ποσοστό των μικροπλαστικών (της τάξης του 0,34%) που εντόπισαν οι ερευνητές είχαν διάμετρο πολύ μεγάλη ώστε να δικαιολογείται η εισαγωγή τους στον οργανισμό μέσω εισπνοής ή κατάποσης. Το γεγονός αυτό, υπογραμμίζεται στη μελέτη, μαρτυρεί ότι «η ίδια η επέμβαση καρδιάς μπορεί να επιτρέψει άμεση πρόσβαση των μικροπλαστικών στην κυκλοφορία του αίματος και στους ιστούς».
Οι ειδικοί συμπλήρωσαν, βασιζόμενοι σε στοιχεία προηγούμενων μελετών, ότι μικροπλαστικά έχουν ανιχνευθεί στον αέρα μέσα σε χειρουργικές αίθουσες και έτσι είναι πιθανό να διεισδύουν στον οργανισμό ασθενών των οποίων τα όργανα είναι εκτεθειμένα στον αέρα κατά τη διάρκεια επεμβάσεων. Μεγαλύτερα πλαστικά σωματίδια μπορεί να καταλήγουν στον οργανισμό των χειρουργουμένων και μέσω του εξοπλισμού και των υλικών που χρησιμοποιούνται στις επεμβάσεις, όπως είναι τα σωληνάκια που τοποθετούνται στους ασθενείς, οι σύριγγες ή οι πλαστικοί ασκοί για την ενδοφλέβια χορήγηση φαρμάκων.
Πρέπει βέβαια να τονιστεί ότι η μελέτη αυτή ήταν μικρού εύρους και σίγουρα δεν θα μπορούσε κάποιος να παροτρύνει έναν ασθενή που χρειάζεται επέμβαση να μην υποβληθεί σε αυτή εξαιτίας της πιθανής έκθεσής του σε μικροπλαστικά. Ωστόσο, κατά τους ειδικούς, τα νέα ευρήματα έρχονται να προστεθούν σε πολλά άλλα τα οποία δείχνουν ότι η «πλαστική μαύρη τρύπα» που έχουν δημιουργήσει οι σύγχρονες κοινωνίες απειλεί να τις καταπιεί αν δεν υπάρξουν δραστικές αλλαγές στον τρόπο που τρώμε, που πίνουμε, που ντυνόμαστε, που εξοπλίζουμε τα σπίτια, τα γραφεία, τα σχολεία και τα νοσοκομεία μας, στον τρόπο που μετακινούμαστε – στον τρόπο που αντιμετωπίζουμε συνολικά το περιβάλλον και τελικά τους ίδιους τους εαυτούς μας. Και αυτή είναι η «καρδιά» του θέματος η οποία απαιτεί επείγουσα… επέμβαση.
3
εκατομμύρια και άνω μικροπλαστικά σωματίδια – και τρισεκατομμύρια πλαστικά νανοσωματίδια – φάνηκε ότι «καταπίνουν» ημερησίως τα βρέφη που τρέφονται με μπιμπερό, σύμφωνα με μελέτη ερευνητών του Κολεγίου Trinity στο Δουβλίνο
Οι πιθανοί κίνδυνοι για την υγεία
Η Ολγα-Ιωάννα Καλαντζή, αναπληρώτρια καθηγήτρια Περιβαλλοντικής Χημείας και Τοξικολογίας στο Τμήμα Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αιγαίου
Οποια και αν είναι η οδός εισόδου των μικροπλαστικών στον οργανισμό, το μεγάλο ερώτημα είναι αν τα πλαστικά αυτά σωματίδια μπορεί να έχουν κόστος για την ανθρώπινη υγεία. Ερευνητικά στοιχεία έχουν ήδη δείξει πιθανούς κινδύνους.
Ανάλυση που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Journal of Hazardous Materials» και η οποία περιέλαβε 17 μελέτες που εξέτασαν την επίδραση των μικροπλαστικών σε ανθρώπινα κύτταρα φανέρωσε ότι η κατάποση μικροπλαστικών μπορεί να συμβάλει στον κυτταρικό θάνατο, σε βλάβες στα κυτταρικά τοιχώματα αλλά και σε αλλεργικές αντιδράσεις. Αλλη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Circulation» από τον Τίμοθι Ο’Τουλ, αναπληρωτή καθηγητή Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Λούισβιλ στο Κεντάκι, και τους συνεργάτες του και η οποία διεξήχθη σε ποντίκια κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα μικροπλαστικά πιθανότατα αποτελούν ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για εμφάνιση αθηροσκλήρωσης (στένωσης και σκλήρυνσης των αρτηριών) και τελικώς καρδιαγγειακής νόσου.
Οπως σχολίασε στο ΒΗΜΑ-Science η Ολγα-Ιωάννα Καλαντζή, αναπληρώτρια καθηγήτρια Περιβαλλοντικής Χημείας και Τοξικολογίας στο Τμήμα Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αιγαίου, «οι επιπτώσεις από την εισαγωγή των μικροπλαστικών στον ανθρώπινο οργανισμό δεν είναι ξεκάθαρες, αλλά υπάρχει λόγος ανησυχίας καθώς τα εισπνεόμενα σωματίδια μπορεί να ερεθίσουν τους πνεύμονες και να προκαλέσουν βλάβες παρόμοιες με εκείνες που προκαλούνται από άλλα αιωρούμενα σωματίδια».
10
φορές υψηλότερα επίπεδα μικροπλαστικών έχουν ανιχνευθεί στα κόπρανα βρεφών σε σύγκριση με τα κόπρανα ενηλίκων
Σύμφωνα με την καθηγήτρια, «η πιο σημαντική επίπτωση αφορά τη χημική σύσταση των μικροπλαστικών. Ορισμένες από τις χημικές ουσίες που προστίθενται για την κατασκευή πλαστικών κατάλληλων για συγκεκριμένες χρήσεις είναι γνωστό ότι έχουν επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία. Ουσίες όπως η δισφαινόλη Α (BPA), οι φθαλικοί εστέρες και τα επιβραδυντικά φλόγας είναι γνωστοί ενδοκρινικοί διαταράκτες που έχουν συνδεθεί με αναπτυξιακές επιπτώσεις στα παιδιά και με προβλήματα στην αναπαραγωγή και στον μεταβολισμό των ενηλίκων.
Παράλληλα μελέτες σε ποντίκια δείχνουν ότι η έκθεση σε μικροπλαστικά μπορεί να διαταράξει το μικροβίωμα του εντέρου, να οδηγήσει σε φλεγμονή, χαμηλότερη ποιότητα σπέρματος και χαμηλότερα επίπεδα τεστοστερόνης και να επηρεάσει αρνητικά τη μάθηση και τη μνήμη».
Ωστόσο, επισήμανε η κυρία Καλαντζή, ορισμένες από αυτές τις μελέτες χρησιμοποίησαν συγκεντρώσεις υψηλότερες από εκείνες στις οποίες μπορεί να εκτεθεί ο ανθρώπινος οργανισμός. «Αυτό είναι και το μεγαλύτερο ερώτημα, εάν δηλαδή οι συγκεντρώσεις στις οποίες εκτίθεται στην καθημερινότητά του ο άνθρωπος είναι ικανές να προκαλέσουν κάποια ανεπιθύμητη ενέργεια. Κι αυτό γιατί η μέτρηση του βαθμού έκθεσης σε μικροπλαστικά είναι υποεκτιμούμενη, λόγω της έλλειψης αναλυτικών εργαλείων και μεθόδων μέτρησης».
6
κιλά σκόνης που προέρχεται από ίνες μικροπλαστικών συσσωρεύονται κάθε χρόνο σε ένα σπίτι
Πανταχού παρόντα στο ανθρώπινο σώμα
Τα μικροπλαστικά δεν έχουν «αλώσει» μόνο την ανθρώπινη καρδιά. Μελέτες δείχνουν ότι είναι… πανταχού παρόντα στον ανθρώπινο οργανισμό. Ας δούμε κάποια από τα χαρακτηριστικότερα σημεία που βρέθηκαν:
Στον πλακούντα
Τον Δεκέμβριο του 2020 ιταλοί ερευνητές από το Νοσοκομείο Fatebenefratelli στη Ρώμη δημοσίευσαν στο «Environment International» μελέτη σύμφωνα με την οποία εντόπισαν για πρώτη φορά μικροπλαστικά στον πλακούντα ανθρώπινων εμβρύων. Οι επιστήμονες εξέφρασαν την ανησυχία τους καθώς, όπως ανέφεραν, χημικά τα οποία περιέχονται στα μικροπλαστικά θα μπορούσαν να διαταράξουν το αναπτυσσόμενο ανοσοποιητικό σύστημα και άλλα συστήματα του εμβρύου.
Συγκεκριμένα τα σωματίδια εντοπίστηκαν στον πλακούντα – τόσο στη μητρική πλευρά του όσο και στην εμβρυϊκή πλευρά του – τεσσάρων υγιών γυναικών που είχαν φυσιολογική εγκυμοσύνη και έφεραν στον κόσμο υγιή μωρά. Ανιχνεύθηκαν δεκάδες πλαστικά σωματίδια – ωστόσο μόνο το 4% του κάθε πλακούντα αναλύθηκε, γεγονός που μαρτυρεί ότι ο συνολικός αριθμός των σωματιδίων θα πρέπει να ήταν πολύ υψηλότερος. Εκτιμήθηκε ότι τα σωματίδια πιθανότατα προέρχονταν από συσκευασίες τροφίμων, βαφές, καλλυντικά και προϊόντα προσωπικής φροντίδας.
Τα περισσότερα από τα πλαστικά σωματίδια είχαν διάμετρο της τάξεως των 10 μικρομέτρων – ήταν δηλαδή αρκετά μικρά ώστε να μπορούν να «ταξιδέψουν» στην κυκλοφορία του αίματος. Πιθανότατα τα σωματίδια αυτά να διείσδυσαν και στα έμβρυα, ωστόσο δεν υπήρχε τρόπος εξέτασης αυτού του ενδεχομένου.
Στο αίμα
Τον Μάρτιο του 2022 οικοτοξικολόγοι του Πανεπιστημίου Vrije στο Αμστερνταμ ανέφεραν στο «Environment International» ότι εντόπισαν για πρώτη φορά μικροπλαστικά στο ανθρώπινο αίμα. Οι ερευνητές ανέλυσαν δείγματα αίματος 22 δοτών που ήταν στο σύνολό τους υγιείς ενήλικοι και εντόπισαν πλαστικά σωματίδια στο 80% εξ αυτών. Τα μισά δείγματα περιείχαν ΡΕΤ ενώ το ένα τρίτο περιείχε πολυστυρένιο, το οποίο χρησιμοποιείται ευρέως στις συσκευασίες τροφίμων και άλλων προϊόντων. Το ένα τέταρτο των δειγμάτων περιείχε πολυαιθυλένιο από το οποίο φτιάχνονται οι πλαστικές σακούλες. Σύμφωνα με τον επικεφαλής των ερευνητών, καθηγητή Ντικ Βέθαακ, τα ευρήματα ήταν ανησυχητικά – παρότι η μελέτη, όπως παραδέχθηκε ο καθηγητής, ήταν μικρού εύρους και τώρα βρίσκονται σε εξέλιξη μεγαλύτερες αντίστοιχες μελέτες – και αυτό διότι μέσω του αίματος τα σωματίδια αυτά μεταφέρονται σε ολόκληρο το σώμα.
Στο μητρικό γάλα
Τον Μάρτιο του 2022 εντοπίστηκαν για πρώτη φορά μικροπλαστικά στο μητρικό γάλα – συγκεκριμένα σε δείγματα μητρικού γάλακτος που ελήφθησαν από 34 υγιείς μητέρες μια εβδομάδα αφότου γέννησαν στη Ρώμη, σύμφωνα με δημοσίευση στο «Polymers». Οι ερευνητές, που ήταν οι ίδιοι οι οποίοι είχαν βρει μικροπλαστικά και στον πλακούντα, εντόπισαν μικροπλαστικά στο 75% των δειγμάτων και εξέφρασαν φόβους για πιθανές επιπτώσεις στην υγεία των βρεφών – τονίζοντας πάντως ότι σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να αποθαρρυνθεί ο μητρικός θηλασμός, αλλά να λαμβάνονται μέτρα ώστε να μειώνεται η έκθεση των γυναικών που θηλάζουν σε πηγές μικροπλαστικών. Συμβούλευσαν μάλιστα τις εγκύους και τις θηλάζουσες μητέρες να αποφεύγουν τροφές και ποτά που βρίσκονται σε πλαστικές συσκευασίες, καλλυντικά και οδοντόκρεμες που περιέχουν μικροπλαστικά καθώς και ρούχα που είναι φτιαγμένα από συνθετικές ίνες. Τα μικροπλαστικά που εντόπισαν οι ερευνητές προέρχονταν κυρίως από πολυαιθυλένιο, PVC και πολυπροπυλένιο. Σημειώνεται ότι οι ερευνητές ανέλυσαν σωματίδια με διάμετρο έως και 2 μικρομέτρων και υπέθεσαν ότι στα δείγματα υπήρχαν πολύ περισσότερα μικρότερα σωματίδια τα οποία δεν αναλύθηκαν.
Στους πνεύμονες
Τον Απρίλιο του 2022 ερευνητές του Πανεπιστημίου του Χαλ στη Βρετανία εντόπισαν μικροπλαστικά σε ιστό των πνευμόνων που είχε ληφθεί από ασθενείς οι οποίοι είχαν υποβληθεί σε επέμβαση. Οπως ανέφεραν στο «Science of the Total Environment», χρησιμοποίησαν μια μέθοδο που ονομάζεται φασματοσκοπία μFTIR προκειμένου να διακρίνουν τα μικροπλαστικά στον ιστό – με αυτή τη μέθοδο ήταν σε θέση να ανιχνεύσουν πλαστικά σωματίδια με διάμετρο ως και τριών μικρομέτρων.
Ανακάλυψαν μικροπλαστικά σε όλες τις περιοχές των πνευμόνων – ακόμη και στις κατώτερες περιοχές τους. Συγκεκριμένα εντόπισαν 39 μικροπλαστικά σε 11 από τα 13 δείγματα ιστού των πνευμόνων που έλαβαν (κατά μέσο όρο ανιχνεύθηκαν 3 μικροπλαστικά ανά δείγμα). Οπως ανέφεραν οι ερευνητές, εξεπλάγησαν από τα αποτελέσματα καθώς δεν ανέμεναν να εντοπίσουν τον υψηλότερο αριθμό σωματιδίων – και μάλιστα σωματιδίων μεγάλου μεγέθους – στις κατώτερες περιοχές των πνευμόνων. «Και αυτό διότι οι αεραγωγοί είναι πιο στενοί στις κατώτερες περιοχές των πνευμόνων, οπότε θα αναμέναμε σωματίδια τέτοιου μεγέθους να έχουν απομακρυνθεί ή παγιδευθεί προτού φτάσουν τόσο βαθιά στους πνεύμονες».