Μια από τις μεθόδους κρυπτογράφησης που οι υπολογιστές χρησιμοποιούν για τις όποιες συναλλαγές γίνονται με τη μεσολάβησή τους είναι η κρυπτογράφηση RSA (από τα αρχικά των ονομάτων των εμπνευστών της, Ron Rivest, Adi Shamir, Leonard Adleman). Παρουσιάστηκε με τη μορφή δημοσίευσης και στη συνέχεια καταχωρίστηκε ως πατέντα από το ΜΙΤ το 1978. [Αργότερα έγινε γνωστό πως το ίδιο είχε σκεφτεί από το 1973 κάποιος που εργαζόταν για τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες (Government Communications Headquarters – GCHQ), ο Κλίφορντ Κοκς, αλλά όπως είναι κατανοητό οι προϊστάμενοί του είχαν απαγορεύσει να κοινοποιηθεί η επινόησή του αυτή, αν και διαπιστώθηκε αργότερα ότι δεν παρέλειψαν να τη γνωστοποιήσουν στους αμερικανούς «ομοτέχνους» τους και συνεργάτες]. Ωστόσο και πάλι στους κύκλους αυτών των υπηρεσιών η μέθοδος κρυπτογράφησης RSA δεν εκτιμήθηκε τόσο όσο στην κοινότητα των προγραμματιστών, αρχικά, αλλά και όσων συναλλάσσονταν μέσω του Διαδικτύου, στη συνέχεια.
Κατά την επικοινωνία μας με μια τράπεζα θέλουμε να διακινηθούν τα προσωπικά μας στοιχεία κρυπτογραφημένα με τέτοιον τρόπο ώστε ακόμα και αν καταφέρει να παρεμβληθεί κάποιος να μην μπορεί να τα αποκωδικοποιήσει και να τα εκμεταλλευθεί. Για τη δουλειά αυτή χρησιμοποιούνται τα λεγόμενα κλειδιά. Που έχει επικρατήσει να διακρίνονται σε ιδιωτικά και δημόσια, και θα δούμε στη συνέχεια τους ρόλους τους.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.