«Μπήκε στο λεωφορείο λαχανιασμένος. Ετρεχε για να το προλάβει. Σχεδόν εγκλωβίστηκε ανάμεσα στα δύο φύλλα της πόρτας που εκείνη την ώρα έκλεινε. «Πρόλαβα» μου λέει. Ηταν ένας συμφοιτητής μου, αρκετά μεγαλύτερος από εμάς σε ηλικία. Στο αμφιθέατρο έμοιαζε σαν τη μύγα μες στο γάλα. Κατέβηκε στην ίδια στάση με μένα, και περπατούσε δίπλα μου.
«Μένεις εδώ κοντά;» τον ρώτησα. Δεν πήρα κάποια σαφή απάντηση. Στη γωνία τον χαιρέτησα και έστριψα προς το σπίτι. Την επόμενη ημέρα τον συνάντησα και στον ίδιο δρόμο. Υπέθεσα πως μένει κοντά μου ή ότι πηγαίνει στη Δημοτική Βιβλιοθήκη, για να διαβάσει. Δεν έδωσα και πολλή σημασία. Αλλωστε, εκείνο το διάστημα το μυαλό μου ήταν απασχολημένο με κάτι άλλο. Είχα αρχίσει να φοβάμαι πως τα βράδια κάποιος ήταν έξω από την πόρτα του σπιτιού μου.
Ακουγα έναν περίεργο θόρυβο μέσα στη νύχτα. Ακουγα βήματα. Ενιωθα μια μυστηριώδη παρουσία. Λίγους μήνες αργότερα αποφάσισα να μετακομίσω για να βρω την ηρεμία και τον ύπνο μου. Η μυστηριώδης παρουσία όμως ήταν και πάλι εκεί κάθε βράδυ. Μέχρι που το κουβάρι του μυστηρίου άρχισε να ξετυλίγεται. Τον είδα από το ματάκι της πόρτας. Ηταν ο ίδιος άνθρωπος που έβλεπα παντού, στη σχολή, στον δρόμο, κοντά στο σπίτι μου, κοντά στον γιατρό μου, στον καφέ μου, στο ποτό μου. Παντού. Ο συμφοιτητής μου. Τώρα όλα άρχισαν να εξηγούνται.
«Φοβόμουν»
Οι συμπτώσεις δεν ήταν συμπτώσεις. Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να πάω στην Αστυνομία, να τους πω ότι κάποιος με παρακολουθεί παντού, ότι μπαίνει ακόμα και μέσα στην πολυκατοικία μου! Οτι φοβάμαι, ότι δεν ξέρω μέχρι πού μπορεί να φτάσει. Η απάντηση που πήρα από τους αστυνομικούς ήταν ότι δεν μπορούν να κάνουν το παραμικρό, αφού σε όλα όσα τους περιγράφω δεν υπάρχει κανένα αδίκημα.
Συνέχισα για μήνες να ζω με τον φόβο, και να τον βλέπω να βγαίνει από κάθε στενό της διαδρομής μου. Να τον βλέπω να στέκεται κάτω από την πολυκατοικία μου και να περιμένει ώρες ατέλειωτες. Φοβόμουν. Αποφάσισα να πάω σε δικηγόρο, μου πρότεινε να κάνω ασφαλιστικά μέτρα, ώστε να μην μπορεί να με πλησιάσει».
Αυτή είναι η ιστορία της 20χρονης Μαρίας όπως την αφηγείται στο «Βήμα της Κυριακής». Μια ιστορία stalking (εμμονικής παρακολούθησης), φόβου και ταλαιπωρίας που διήρκεσε περισσότερο από δύο χρόνια, χωρίς να μπορεί να την προστατέψει κανένας, ούτε η Αστυνομία ούτε ο νόμος.
Ο νέος Ποινικός Κώδικας
Πράγματι, όπως εξηγεί ο ποινικολόγος, Ηλίας Σιδέρης, κατά το παρελθόν η αστική διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων ήταν μονόδρομος για τους δικηγόρους.
«Η απάντηση που πήρα από τους αστυνομικούς ήταν ότι δεν μπορούν να κάνουν το παραμικρό, αφού σε όλα όσα τους περιγράφω δεν υπάρχει κανένα αδίκημα. Συνέχισα για μήνες να ζω με τον φόβο, και να τον βλέπω να βγαίνει από κάθε στενό της διαδρομής μου»
Ωστόσο, στον νέο Ποινικό Κώδικα προβλέπεται η ποινικοποίηση της παρακολούθησης ή καταδίωξης που προκαλεί ανησυχία ή τρόμο. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 333, παράγραφος 1: «Οποιος προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία απειλώντας αυτόν με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη, τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή. Με την ποινή του προηγούμενου εδαφίου τιμωρείται και όποιος, χωρίς απειλή βίας ή άλλης παράνομης πράξης, προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία με την επίμονη καταδίωξη ή παρακολούθησή του, όπως ιδίως με την επιδίωξη διαρκούς επαφής με τη χρήση τηλεπικοινωνιακού ή ηλεκτρονικού μέσου ή με επανειλημμένες επισκέψεις στο οικογενειακό, κοινωνικό ή εργασιακό περιβάλλον αυτού, παρά την εκφρασμένη αντίθετη βούλησή του».
Ωστόσο υπάρχει μια σημαντική προϋπόθεση: «Πρέπει να υπάρχει «εκφρασμένη αντίθετη βούληση»: δηλαδή, «Σταμάτα να με ενοχλείς». Αν το θύμα συνομιλεί με τον δράστη, τότε δεν υπάρχει αδίκημα».
Το επόμενο στάδιο
Η ιστορία της νεαρής κοπέλας έχει συνέχεια. Μόλις ο «stalker» ενημερώθηκε για την κατάθεση ασφαλιστικών μέτρων επισκέφθηκε το γραφείο του δικηγόρου. Για πρώτη φορά η Μαρία θα μάθαινε τη δική του εκδοχή. «Είπε στον δικηγόρο ότι και εγώ τον αγαπούσα. Οτι ήθελα να είμαι μαζί του αλλά δίσταζα να το ζητήσω. Ολες οι ανύπαρκτες για μένα στιγμές, για εκείνον ήταν ένα μήνυμα. Το μήνυμα που εκείνος ήθελε να λάβει. Ενα κάλεσμα». Πώς το εξηγούσε; «Μου κράτησε την πόρτα του ασανσέρ για να μπω μαζί της». «Χάρηκε όταν πρόλαβα το λεωφορείο». «Μου δάνεισε το στυλό της». «Μαλώνει συνέχεια με τον φίλο της!». «Θέλει εμένα!».
«»Σε φοβάται»του απάντησε ο δικηγόρος μου» λέει σήμερα η Μαρία. «Αυτή ήταν μια φράση που δεν ήθελε να ακούσει. Από τότε έγινε επιθετικός. Με ακολουθούσε μέσα και έξω από τη σχολή φωνάζοντας: «Ποια νομίζεις ότι είσαι!». Μου πετούσε σκουπίδια, φώναζε, έκανε πλέον την παρουσία του αισθητή. Και ύστερα άρχισε να πλησιάζει τους ανθρώπους μου, να τους εξηγεί ότι τον αγαπάω, ότι θέλω να είμαστε μαζί. Η απόρριψη τον έκανε επιθετικό. Ο φόβος μου άρχισε να πολλαπλασιάζεται. Ολα όσα εγώ έκανα από λύπηση για έναν φοιτητή μεγαλύτερο σε ηλικία, άσχημο, μοναχικό, για εκείνον ήταν μια έκφραση έρωτα».
Η τελευταία φράση της, θυμίζει την ιστορία του Nτόνι Νταν, στη πολυσυζητημένη σειρά «Μικρό Ταρανδάκι» (Baby Reindeer), μια αυτοβιογραφική ιστορία του δημιουργού της σειράς, Ρίτσαρντ Γκαντ. Ολα ξεκίνησαν όταν ο μπάρμαν, ο Ντόνι, λυπήθηκε τη Μάρθα, την πρωταγωνίστρια, που ήταν στενοχωρημένη και μόνη στο μπαρ. Την κέρασε ένα φλιτζάνι τσάι από λύπηση και εκεί έλαβε το μήνυμα που ήθελε να λάβει. Ο Ντόνι τής έγινε εμμονή. Τον παρακολουθούσε, του έστελνε ασταμάτητα μηνύματα. Στο δικό της μυαλό, οι δυο τους είχαν σχέση.
«Δεν σέβονται τα όχι»
Οι ιστορίες stalking έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά. Οι stalkers φέρονται μεθοδικά, σαν επαγγελματίες, ένα μυστηριώδες πέπλο καλύπτει τη προσωπική τους ζωή, δεν ξέρει κανένας πού μένουν, δεν έχουν φίλους, παρερμηνεύουν τα πιο απλά πράματα και γίνονται επιθετικοί στην απόρριψη. O ψυχίατρος Χρίστος Χ. Λιάπης λέει ότι «υπάρχουν κοινά στοιχεία διαταραχής προσωπικότητας.
Αυτό που ονομάζουμε στοιχεία Cluster Β, όπου κυριαρχούν η αντικοινωνικότητα (εξαιτίας αυτού και η έλλειψη ενσυναίσθησης, και η αδυναμία να καταλάβουν τα συναισθήματα που προκαλούν) και στοιχεία ναρκισσιστικά, γι’ αυτό και η μειωμένη αντοχή στη ματαίωση και την απόρριψη. Από την άλλη, υπάρχουν και στοιχεία διαταραχής προσωπικότητας Cluster A, δηλαδή παρανοειδή χαρακτηριστικά, γι’ αυτό και παρερμηνεύουν τα μικρά σημάδια. Το πρωταρχικό τους βίωμα είναι ένα βίωμα βαθιάς υποτίμησης του εαυτού τους, γι’ αυτό κάνουν υπεραναπλήρωση, παρερμηνεύουν τις συμπεριφορές και δεν σέβονται τα όχι» συνεχίζει ο κ. Λιάπης.
Η ανάπτυξη των social media ενισχύει τη δράση των stalkers, ανοίγει ένα τεράστιο πεδίο όπου ο «κυνηγός» διευκολύνεται να παρακολουθεί το «θήραμά» του με ελάχιστη προσπάθεια. Οπως λένε οι ειδικοί, και το θύμα-θήραμα έχει μερίδιο ευθύνης, όταν αφήνει ανοιχτές χαραμάδες και επιδεικνύει ανεκτικότητα, καθώς τo κύριο χαρακτηριστικό των stalkers είναι ότι είναι χειριστικοί αλλά και θρασύδειλοι.