Με τη φράση «πιστεύω ότι πρέπει να τα λέμε» φέρεται ότι έκλεισε το τηλεφώνημά του στον Νίκο Ανδρουλάκη ο Κυριάκος Μητσοτάκης, την ίδια ημέρα της εκλογικής του νίκης, μετά τις εσωκομματικές εκλογές στο ΠαΣοΚ.
Ηταν η δεύτερη φορά που ο Πρωθυπουργός απηύθυνε πρόσκληση στον αναβαπτισμένο πρόεδρο του ΠαΣοΚ, καθώς από το 2021 που εξελέγη στο τιμόνι του κόμματος οι δύο άνδρες δεν «τα έχουν πει» κατ’ ιδίαν, παρά μόνο μέσω διαξιφισμών από το βήμα της Βουλής. Μεγάλο «αγκάθι» στη σχέση των δύο ανδρών στάθηκαν οι υποκλοπές και ειδικότερα η προσπάθεια επιμόλυνσης του κινητού τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη μέσω του Predator, πίσω από την οποία ο πρόεδρος του ΠαΣοΚ είδε το ίδιο το Μέγαρο Μαξίμου. Εκτοτε, η «διάδραση» μεταξύ του Κ. Μητσοτάκη και του προέδρου του ΠαΣοΚ ήταν φορτισμένη πολύ αρνητικά, καθώς οι δυο τους δεν αντάλλασσαν λέξη, ενώ μετά βίας συνομιλούν στο Προεδρικό Μέγαρο, στη γιορτή για την αποκατάσταση της δημοκρατίας.
Τρία χρόνια μετά, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Το ΠαΣοΚ είναι αυτή τη στιγμή η μόνη πολιτική δύναμη στην οποία η Νέα Δημοκρατία θα μπορούσε να τείνει χείρα βοηθείας, είναι το μόνο κόμμα με το οποίο η κυβερνώσα παράταξη θα μπορούσε να συνομιλήσει για μείζονα θέματα όπως η συνταγματική αναθεώρηση, ή να ζητήσει συναίνεση για το πρόσωπο του/της Προέδρου της Δημοκρατίας. Το προηγούμενο της συγκυβέρνησης άλλωστε ΝΔ – ΠαΣοΚ δεν πηγαίνει πολύ πίσω στον χρόνο, και μάλιστα σε μία περίοδο πολύ κρίσιμη για τη χώρα.
Η πρώτη συνάντηση Μητσοτάκη – Ανδρουλάκη πάντως έγινε πριν από το ραντεβού τους, στη Βουλή προ ημερών, στην προ ημερησίας συζήτηση για τις πυρκαγιές, όπου ο Πρωθυπουργός αναγνώρισε στον πρόσωπο του προέδρου του ΠαΣοΚ τον βασικό του κομματικό αντίπαλο, ενώ ο Νίκος Ανδρουλάκης δεν φάνηκε διατεθειμένος να δώσει απλόχερα συναινέσεις στο κυβερνητικό στρατόπεδο. Σε αυτό το κλίμα, και ενώ η Νέα Δημοκρατία δείχνει να βρίσκεται μακριά από την αυτοδυναμία, η συνάντηση Μητσοτάκη – Ανδρουλάκη, η οποία υπολογίζεται να κλείσει εντός των επόμενων ημερών, αποκτά ιδιαίτερο πολιτικό ενδιαφέρον.
Πολιτικός αντίπαλος και όχι εχθρός
Στο κυβερνητικό επιτελείο επισημαίνουν ότι ο Πρωθυπουργός έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει, σηκώνοντας το τηλέφωνο, συγχαίροντας τον κ. Ανδρουλάκη και ζητώντας μία συνάντηση μαζί του. «Ο διάλογος είναι απαραίτητος, είναι ο εν δυνάμει αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης – τουλάχιστον δημοσκοπικά – και πρέπει να αποδείξει ο ίδιος ότι το ΠαΣοΚ μπορεί να εμφανιστεί ως αξιόπιστη πολιτική δύναμη, την ώρα μάλιστα που επιχειρεί να κάνει ένα ριμπάουντ» αναφέρει κυβερνητική πηγή.
Στο ερώτημα εάν θα υπάρχει ατζέντα σε αυτό το ραντεβού, κυβερνητικές πηγές απαντούν αρνητικά, σημειώνοντας ωστόσο ότι ο κ. Μητσοτάκης είναι πρόθυμος να συζητήσει όλα τα μείζονα θέματα. Το τηλέφωνο ωστόσο δεν έχει ακόμη χτυπήσει από την πλευρά του ΠαΣοΚ, χωρίς πάντως να αποκλείεται μία κίνηση εντός Νοεμβρίου. Τα θέματα άλλωστε που θα έχουν προκύψει μπορούν να φτιάξουν μία καλή ατζέντα: οι αμερικανικές εκλογές, η συνάντηση Γεραπετρίτη – Φιντάν, η επικείμενη συζήτηση για τον προϋπολογισμό, είναι θέματα που μπαίνουν άνετα στο μενού ενός τετ α τετ δύο πολιτικών αρχηγών, οι οποίοι μάλιστα δεν έχουν συναντηθεί ποτέ κατ’ ιδίαν. «Δεν κουράζομαι να επαναλαμβάνω ότι στη δημοκρατία μπορεί να είμαστε αντίπαλοι, αλλά δεν είμαστε εχθροί» επανέλαβε στη συνάντησή του με την Πρόεδρο της Δημοκρατίας ο κ. Μητσοτάκης, ζητώντας την αποφυγή του τοξικού λόγου, «τον οποίο η χώρα μας έχει πληρώσει στο παρελθόν» όπως είπε, φέρνοντας ως παράδειγμα όσα ακούστηκαν στην προεκλογική εκστρατεία του Ντόναλντ Τραμπ και της Κάμαλα Χάρις.
Στρατηγική αυτοδυναμίας
Αν και με το ένα… μάτι το Μέγαρο Μαξίμου λοξοκοιτάζει για πιθανό εταίρο του, στην περίπτωση που δεν είναι εφικτή η αυτοδυναμία, εν τούτοις ο στόχος δεν είναι άλλος από μία ισχυρή κυβερνητική πλειοψηφία. Στο κυβερνητικό επιτελείο υποστηρίζεται η άποψη ότι τα δυόμισι χρόνια που απομένουν έως το 2027 είναι ικανά για να αποτυπωθεί το μήνυμα της πολιτικής της Νέας Δημοκρατίας, να φανούν τα βήματα της σύγκλισης με την Ευρώπη, και να γίνουν πράξη οι προεκλογικές δεσμεύσεις. «Η στρατηγική μας τώρα είναι στρατηγική αυτοδυναμίας και όχι συγκυβερνήσεων» λέει στενός συνεργάτης του Πρωθυπουργού, επιμένοντας ότι ο κ. Μητσοτάκης «δεν θα μπει στον πειρασμό» της αλλαγής του εκλογικού νόμου, ρίχνοντας τον πήχη της αυτοδυναμίας.
Δεν κρύβεται ωστόσο ο προβληματισμός για τη δημοσκοπική ανάταση του ΠαΣοΚ, το οποίο στην εκτίμηση ψήφου αγγίζει στις τελευταίες έρευνες το 19%. Τα συμβαίνοντα στον ΣΥΡΙΖΑ, με πιθανή ακόμη και μία διάσπαση μετά το συνέδριο, είναι πιθανό να εξαϋλώσουν το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, μετακινώντας ψηφοφόρους προς τη Χαριλάου Τρικούπη και δίνοντας στο ΠαΣοΚ μία περαιτέρω δυναμική. Δεν αποκλείεται έτσι το σημερινό 19% ή και 20% να παγιωθεί ή ακόμη και να ανέβει εάν το ΠαΣοΚ καταφέρει να «ακουστεί» ως αξιόπιστη δύναμη στην αντιπολίτευση και πιθανώς ως εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης. Ολα δείχνουν ότι το παλιό δίπολο αναβιώνει, μέσα σε ένα κατακερματισμένο σκηνικό στα αριστερά και παράλληλη αύξηση (τουλάχιστον προσώρας) των δυνάμεων δεξιότερα της Νέας Δημοκρατίας, φαινόμενο που τείνει να κυριαρχήσει σε ολόκληρη την Ευρώπη.