Τη δρομολόγηση της αναθεώρησης του Συντάγματος προς το τέλος του 2025 και τις αρχές του 2026 ανακοίνωσε ο Πρωθυπουργός την Παρασκευή το απόγευμα, μιλώντας στο συνέδριο για την εξωτερική πολιτική της περιόδου 1974-2024 που συνδιοργάνωσαν «Το Βήμα», το Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων και το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών.

Εν όψει της διαδικασίας, σημείωσε ότι απαιτείται ευρύτερη συναίνεση και εκτίμησε ότι η σύνθεση της σημερινής Βουλής δεν την ευνοεί. Προσέθεσε όμως ότι πιστεύει πως «μπορούμε να βρούμε 180 ψήφους», σε μία έμμεση πρόσκληση προς το ΠαΣοΚ. «Γι’ αυτό και υπάρχουν κόμματα τα οποία πιστεύω ότι, όπως έγινε και στην αναθεώρηση του 2001, θα μπορούν να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων και να μπορέσουμε να συμφωνήσουμε, αν μη τι άλλο, στο πλαίσιο των άρθρων που θέλουμε να κρίνουμε αναθεωρητέα» ανέφερε χαρακτηριστικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης.

Επιπλέον, ο Πρωθυπουργός επανέλαβε κατηγορηματικά ότι δεν πρόκειται να αλλάξει τον εκλογικό νόμο, εκτιμώντας πάντως ότι μπορεί να υπάρξει συναίνεση στο θέμα της ψήφου των ομογενών. «Θα πάμε με τον τωρινό νόμο, με μία παρέμβαση, που είναι η ψήφος των Ελλήνων του εξωτερικού και νομίζω θα βρούμε 200 ψήφους για να αλλάξουμε αυτή τη θεσμική ανορθογραφία» είπε ο Πρωθυπουργός.

Παράλληλα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έθεσε, μέχρι νεωτέρας, τέλος στις προσδοκίες για μια εποικοδομητική συνέχεια στον ελληνοτουρκικό διάλογο με αντικείμενο τη μοναδική διαφορά που αναγνωρίζει η Ελλάδα (ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα). «Δεν βλέπω προοπτική να μπορεί να συνεχιστεί αυτή η συζήτηση» είπε και προσέθεσε ότι πρέπει «να συμφωνήσουμε ότι μπορούμε να διαφωνούμε πολιτισμένα».

Για την Τουρκία μετά τη Συρία

Σε ερώτηση ως προς τις εκτιμήσεις που φέρουν την Τουρκία ενισχυμένη λόγω των δραματικών εξελίξεων στη Συρία, ο Πρωθυπουργός ανέφερε ότι είναι πολύ νωρίς να το πούμε. Επισήμανε όμως και ότι στην τεράστια μεταβολή η οποία συντελείται, η Ελλάδα έχει λόγο και ρόλο και υπογράμμισε τρεις παραμέτρους: α) την εγγύτητα στην περιοχή της κρίσης, β) ότι η χώρα είναι ο φυσικός θεματοφύλακας της Ορθοδοξίας στην ευρύτερη περιοχή και γ) ότι βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του προσφυγικού ζητήματος, με την ελπίδα ότι θα υπάρξει δυνατότητα επιστροφής προσφυγικών πληθυσμών στη Συρία.

Στην αρχική του τοποθέτηση, ο Πρωθυπουργός θέλησε να επισημάνει ότι η σημερινή ταύτιση του μεγαλύτερου μέρους των πολιτικών δυνάμεων στα θέματα εξωτερικής πολιτικής δεν ήταν ευθύγραμμη και χωρίς αναταράξεις στη διάρκεια των τελευταίων πενήντα χρόνων. Είπε χαρακτηριστικά ότι «στη δεκαετία του ’80 ορισμένοι πειραματίστηκαν με τριτοκοσμικές αναζητήσεις, δίχως να έχει αναγνωριστεί το Ισραήλ», ενώ υπενθύμισε και ότι πριν από σχεδόν δέκα χρόνια φτάσαμε πολύ κοντά στα βράχια και εκτός ΕΕ. Ως συνολική αποτίμηση, εξέφρασε την άποψη ότι συντελέστηκε μία σταδιακή ωρίμαση και κατά τη διάρκεια της διαδικασίας οι άλλες πολιτικές δυνάμεις προσχώρησαν στις βασικές αρχές εξωτερικής πολιτικής της ΝΔ.

«Είχε δίκιο ο Τραμπ»

Ως προς τις εξελισσόμενες πολεμικές κρίσεις και την αβεβαιότητα που προξενεί η νέα αμερικανική κυβέρνηση, ο Κυριάκος Μητσοτάκης εκτίμησε ότι βρισκόμαστε στο τέλος ενός ιστορικού κύκλου και την αρχή ενός καινούργιου, προσθέτοντας ότι πρόκειται για κάτι πολύ διαφορετικό, στο οποίο όμως υπάρχουν κάποιες σταθερές. Υπό αυτό το πρίσμα σημείωσε ότι η Ελλάδα είναι σήμερα οικονομικά πιο ισχυρή, ότι η ακούγεται η γνώμη της στο διεθνές πεδίο και ότι έχει εκμεταλλευτεί την ήπια ισχύ της και θα συνεχίσει να το κάνει.

Προσέθεσε όμως και ότι η Ευρώπη θα πρέπει να πάρει πολύ σοβαρά το θέμα της ασφάλειας και της κοινής άμυνας και ότι ο Ντόναλντ Τραμπ είχε πρακτικά δίκιο όταν από το 2017 είχε θέσει στους ευρωπαίους ηγέτες το θέμα της αύξησης των αμυντικών δαπανών τους. «Η Ελλάδα προσέρχεται σε αυτή τη συζήτηση με το κεκτημένο των υψηλών δαπανών για την άμυνά της» ανέφερε σχετικά ο Πρωθυπουργός.

Σχολίασε επίσης το έλλειμμα ηγεσίας στην Ευρώπη, λέγοντας ότι η διατήρηση του γαλλογερμανικού άξονα είναι πολύ σημαντική και εκτιμώντας ότι η Γερμανία θα έχει κυβέρνηση με κεντροδεξιό κορμό μετά τις εκλογές του Φεβρουαρίου.

Παράλληλα όμως εξέφρασε την άποψη ότι αυτό το τοπίο ρευστότητας δημιουργεί και ένα πεδίο ευκαιριών για την Ελλάδα, η οποία μπορεί να εκμεταλλευθεί το κενό άλλων χωρών.

Εν αναμονή της ανάληψης καθηκόντων από τον εκλεγέντα πρόεδρο των ΗΠΑ στα τέλη Ιανουαρίου, ο Κυριάκος Μητσοτάκης σημείωσε ότι είναι ένας από τους λίγους ηγέτες του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που είχε θεσμική επικοινωνία με τον Ντόναλντ Τραμπ και κατά τη διάρκεια της προηγούμενης θητείας του. Οπως τόνισε, «είμαι πλέον ένας από τους παλαιότερους» στο Συμβούλιο.

Ως προς τις εκτιμήσεις για τη στάση του αμερικανού προέδρου και ειδικότερα ως προς τη στρατηγική έναντι της Ελλάδας, ο Πρωθυπουργός ανέφερε ότι κανείς δεν μπορεί να είναι απολύτως βέβαιος πώς θα συμπεριφερθεί. Τόνισε όμως ότι το διπλωματικό επιτελείο του γνωρίζει πολύ καλά την περιοχή και έχει βρεθεί πάγια κοντά στις ελληνικές θέσεις.

Στο ερώτημα κατά πόσον η εξωτερική πολιτική χαράσσεται με εσωτερικούς όρους, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανέφερε μεταξύ άλλων το παράδειγμα της Ουκρανίας. «Οταν ταχθήκαμε απερίφραστα υπέρ της Ουκρανίας ξέραμε ότι η θέση αυτή δεν είχε απήχηση, όμως προφανώς γνωρίζαμε ότι είναι η σωστή επιλογή» είπε.

Το άνοιγμα και το «σκορ»

Απαντώντας στην κριτική περί μετάλλαξης της ΝΔ και στο ερώτημα αν ο ίδιος αισθάνεται ότι το κόμμα έχει μετατραπεί σε κάτι άλλο από αυτό που ήταν τα προηγούμενα χρόνια, ο κ. Μητσοτάκης είπε: «Προφανώς και ναι και γι’ αυτό πήραμε τρεις φορές 40%». Επανέλαβε ότι είναι στρατηγική επιλογή το άνοιγμα στο Κέντρο, επισημαίνοντας ότι «θα μείνω πιστός στις ιδρυτικές αρχές της ΝΔ αλλά θα προσαρμόσω το κόμμα στις απαιτήσεις των καιρών» και καταλήγοντας: «Καλά και ωραία όλα αυτά, αλλά το σκορ μετράει».

Σχολιάζοντας τις δημοσκοπήσεις, ανέφερε ότι είναι λογική η φθορά και η κούραση έπειτα από έξι χρόνια, συμπλήρωσε όμως: «Αρέσει δεν αρέσει, υπηρετούμε ένα σχέδιο (…) και θα κριθούμε το ’27 πρωτίστως αν τηρήσαμε τις δεσμεύσεις τις οποίες δώσαμε το 2023». Τόνισε σε αυτό το σημείο εμφατικά ότι η ΝΔ, παρά τη φθορά, έχει σταθερή και ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Θέλησε όμως και να εξορκίσει τα φαινόμενα αλαζονείας της κυβέρνησης και τους κινδύνους απομόνωσης του ιδίου στο πρωθυπουργικό γραφείο.