Η έρευνα για την υπόθεση των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων, που έριχνε βαριά τη σκιά της στην πολιτική σκηνή τα τελευταία δύο και πλέον χρόνια, μπορεί να ολοκληρώθηκε με την αρχειοθέτηση της δικογραφίας από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου ως προς την ΕΥΠ (καθώς δεν διαπιστώθηκε κοινό κέντρο μεταξύ της συγκεκριμένης υπηρεσίας και των εταιρειών που εμπλέκονται με το κακόβουλο λογισμικό Predator), ωστόσο πολλά είναι τα ερωτήματα που εξακολουθούν να μένουν αναπάντητα.
Οι απαντήσεις μάλιστα δεν αφορούν μόνο όσα θύματα των υποκλοπών είχαν δηλώσει από την αρχή «παρόντα» σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας, περιμένοντας από τη Δικαιοσύνη να μην αφήσει αφώτιστη καμία πλευρά της σύνθετης υπόθεσης, αλλά και τους ίδιους τους πολίτες, οι οποίοι όλο αυτό το χρονικό διάστημα παρακολουθούν την εξέλιξη μιας έρευνας σχετικής με την ασφάλεια των προσωπικών επικοινωνιών τους, αλλά και των επικοινωνιών στελεχών της αντιπολίτευσης, της ηγεσίας του στρατού, ανώτατων εισαγγελικών λειτουργών και δημοσιογράφων, και τελικά τη βλέπουν να καταλήγει στο αρχείο.
Σύμφωνα με νομικές πηγές που έχουν γνώση του συνόλου των χιλιάδων σελίδων της δικογραφίας και του πολυσέλιδου πορίσματος, που είδε το φως της δημοσιότητας παρά την αρχειοθέτηση, προκύπτουν τα εξής ερωτήματα:
Πλήρη διαλεύκανση του λόγου για τον οποίο είχαν τεθεί υπό παρακολούθηση όλα αυτά τα υψηλόβαθμα στελέχη
1. Εάν η παρακολούθηση κάποιων ανώτατων κρατικών λειτουργών είναι νόμιμη και αιτιολογημένη, με βάση την κείμενη νομοθεσία, δεν δημιουργούνται άραγε ερωτήματα για τη δυνατότητα των ανθρώπων αυτών να κατέχουν τα αξιώματά τους;
Η διαφύλαξη του κύρους κορυφαίων θεσμών της πολιτείας, όπως οι Ενοπλες Δυνάμεις, η Δικαιοσύνη, τα κόμματα, δεν θα απαιτούσε την πλήρη διαλεύκανση του λόγου για τον οποίο είχαν τεθεί υπό παρακολούθηση όλα αυτά τα υψηλόβαθμα στελέχη;
Το δόγμα «ουδείς εξαιρείται των παρακολουθήσεων» μπορεί να βρει συνταγματικό έρεισμα μόνο όταν υπάρχει ένας δικαιολογητικός λόγος και μάλιστα τέτοιας σημασίας που να καθιστά ένα τέτοιο επαχθές μέτρο αναγκαίο. Στην περίπτωση των συγκεκριμένων παρακολουθήσεων, όταν στους στόχους συμπεριλαμβάνονται αρχηγός πολιτικού κόμματος, αρχηγός ΓΕΕΘΑ, κορυφαίοι υπουργοί και δικαστικοί λειτουργοί, αν μη τι άλλο ο ελληνικός λαός δικαιούται να μάθει για ποιον λόγο θεωρήθηκε αναγκαίο να αρθεί το απόρρητο των επικοινωνιών τους και αν αυτός ο λόγος τελικά επιβεβαιώθηκε ή όχι από τα ευρήματα. Αυτό θα ήταν το μόνο ικανό γεγονός να… τραβήξει την «κουρτίνα» της αμφιβολίας που θα ρίχνει βαριά τη σκιά της στη δημοκρατία.
Υπάρχουν «νήματα» που συνδέουν τους συγκεκριμένους επιχειρηματίες με τα υπό παρακολούθηση πρόσωπα
2. Οι επιχειρηματίες για τους οποίους θεωρήθηκαν ότι προκύπτουν «επαρκείς ενδείξεις», όπως επισημαίνεται από την αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και στο πόρισμα του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αχιλλέα Ζήση, για ποιον λόγο παρακολουθούσαν τα συγκεκριμένα πρόσωπα και για λογαριασμό ποιου ή ποιων προσώπων;
Υπάρχουν «νήματα» που συνδέουν τους συγκεκριμένους επιχειρηματίες με τα υπό παρακολούθηση πρόσωπα ώστε να δικαιολογείται μια τέτοια ενέργεια ή υπάρχει κάποιος άγνωστος ηθικός αυτουργός που από το παρασκήνιο έδινε εντολές και κινούσε αυτά τα «νήματα»; Και τελικά οι ίδιοι επιχειρηματίες, σε βάρος των οποίων κινήθηκε η πλημμεληματική δίωξη, μόνοι τους ενεργοποίησαν το σύστημα με το οποίο επιμολύνθηκαν τα κινητά των παρακολουθουμένων ή υπήρχαν και άλλοι από τις εταιρείες τους που είχαν γνώση και συμμετοχική δράση στην τέλεση της αξιόποινης πράξης;
Η πραγματογνωμοσύνη που σταμάτησε στην ΕΥΠ και άφησε στην άκρη τους παρόχους κινητής τηλεφωνίας
3. Γιατί η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διενεργήθηκε στο τέλος της έρευνας, σταμάτησε στην ΕΥΠ και δεν προχώρησε στην αναζήτηση των στοιχείων από τους παρόχους κινητής τηλεφωνίας; Δεν θεωρήθηκε αναγκαία για την πληρότητά της η επαλήθευση, μέσω των παρόχων, των στοιχείων που έδωσε η συγκεκριμένη ελεγχόμενη τότε υπηρεσία;
Η συγκεκριμένη ενέργεια, δηλαδή η αναζήτηση στοιχείων από τους παρόχους, εκτιμάται από νομικούς ότι θα έπρεπε να είναι αναπόσπαστο κομμάτι της έρευνας προκειμένου να μπορέσει να ολοκληρωθεί η προκαταρκτική έρευνα με αντικειμενικότητα και πληρότητα. Οι ίδιοι μάλιστα επισημαίνουν ότι η πραγματογνωμοσύνη θα μπορούσε να είχε γίνει νωρίτερα ώστε να δοθεί η δυνατότητα στα θύματα της παρακολούθησης να ορίσουν και δικό τους τεχνικό σύμβουλο.
Η «δημιουργική γενίκευση»
4. Γιατί οι πραγματογνώμονες αναφέρουν στην έκθεσή τους ότι «καθίσταται πρόδηλο πως δεν προκύπτει συσχετισμός μεταξύ των διατάξεων άρσης του απορρήτου και των φερόμενων επιμολύνσεων», ενώ ουδέποτε τους ζητήθηκε να γνωμοδοτήσουν επί αυτού;
Το συμπέρασμα της πραγματογνωμοσύνης, σύμφωνα με πηγές από τον χώρο των δικαστηρίων, περί μη συσχετισμού δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την πραγματικότητα, καθώς στηρίζεται σε «δημιουργική γενίκευση» στον απόλυτο αριθμό των 15.304 διατάξεων άρσης απορρήτου μεταξύ των ετών 2020-2023. Καμία αναγωγή στο σύνολο των διατάξεων δεν ζητήθηκε για τον πολύ απλό λόγο ότι δεν υπάρχει αντίστοιχο στοιχείο ότι σε αυτούς τους υπόλοιπους πολίτες έγινε αποστολή ύποπτου μηνύματος παγίδευσης.
Τα θύματα της παρακολούθησης που δεν κλήθηκαν ποτέ να καταθέσουν
5. Γιατί δεν κλήθηκαν να καταθέσουν τα θύματα της παρακολούθησης που δεν είχαν αυτοβούλως προσφύγει στη Δικαιοσύνη;
Το κοινό όλων των προσώπων που ήταν «διπλοί στόχοι» (Predator και ΕΥΠ) είναι ότι κατείχαν εξαιρετικής σημασίας θέσεις, διαχειρίζονταν υψίστης σημασίας θέματα και γίνονταν κοινωνοί απολύτως εμπιστευτικών και απόρρητων εγγράφων και πληροφοριών. Δεν θα έπρεπε να κληθούν να καταθέσουν ως μάρτυρες για τις σε βάρος τους απόπειρες ή τετελεσμένες παγιδεύσεις με το κατασκοπευτικό λογισμικό Predator, όταν υπάρχει τεράστιος κίνδυνος να έχουν διαρρεύσει πληροφορίες κρίσιμες για τις υπηρεσίες που υπηρετούσαν;
Επιπλέον, θα μπορούσαν να ερωτηθούν για ποιον λόγο, ενώ έχουν λάβει σχετική επιστολή από τον Ιούλιο του 2023, δεν έχουν προσφύγει στη Δικαιοσύνη ζητώντας την τιμωρία των υπαιτίων, όπως όφειλαν εκ της θέσης τους.
Οι μάρτυρες που δεν κατέθεσαν
6. Γιατί δεν κλήθηκαν να καταθέσουν άλλοι σημαντικοί μάρτυρες, οι οποίοι ήταν συνεργάτες των ποινικά ελεγχόμενων επιχειρηματιών και είχαν υποδειχθεί εγκαίρως με υπομνήματα που είχαν καταθέσει στη Δικαιοσύνη παρακολουθούμενοι, εισφέροντας το συγκεκριμένο, όπως και άλλα στοιχεία, για την πλήρη και ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης;
Πάντως, από την πλευρά τους, τα θύματα των υποκλοπών μελετούν με τα νομικά τους επιτελεία όλα τα ενδεχόμενα, με το βλέμμα στραμμένο ακόμα και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ώστε η έρευνα γύρω από την υπόθεση αυτή που αφορά το κράτος δικαίου να μην κλείσει και θεσμικά να διαλευκανθούν τα θολά, κατά την κρίση τους, σημεία της.