Στις 10 Οκτωβρίου 2013 ένα «εκρηκτικό» δημοσίευμα εμφανίστηκε στην αμερικανική εφημερίδα «Wall Street Journal». Περιέγραφε αναλυτικά τη συνάντηση η οποία είχε πραγματοποιηθεί τον Μάιο του ίδιου έτους στο Οβάλ Γραφείο μεταξύ του πρώην προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Μπαράκ Ομπάμα και του τότε πρωθυπουργού, ακόμη, της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Το μήνυμα του Ομπάμα ήταν ασυνήθιστα ευθύ και σκληρό: οι Ηνωμένες Πολιτείες πίστευαν ότι η Τουρκία επέτρεπε την είσοδο και έξοδο μαχητών και όπλων προς ακραία ισλαμικά στοιχεία εντός Συρίας στο πλαίσιο της προσπάθειάς της για ανατροπή του Μπασάρ αλ Ασαντ. Ο κ. Ερντογάν και ο στενός συνεργάτης του και παράλληλα επικεφαλής της ΜΙΤ Χακάν Φιντάν απέκρουσαν τις κατηγορίες. Αυτό όμως είχε ελάχιστη σημασία, καθώς οι δύο πλευρές είχαν διαφορετική αντίληψη για το πώς έπρεπε να προχωρήσει η ενίσχυση των αντιπολιτευόμενων τον σύρο πρόεδρο δυνάμεων. Αν και αρχικά η κυβέρνηση Ομπάμα θεωρούσε την Τουρκία μια χώρα-γέφυρα για βελτίωση των σχέσεων με τον μουσουλμανικό κόσμο, οι συνθήκες και οι απόψεις είχαν πλέον ραγδαία μεταβληθεί. Η εμπιστοσύνη είχε χαθεί και η καχυποψία άρχισε να ενισχύεται ακόμα περισσότερο όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες αποφάσισαν ότι η αντιμετώπιση των τζιχαντιστών του Ισλαμικού Κράτους έπρεπε να προηγηθεί της πτώσης του Ασαντ. Το δε «κερασάκι στην τούρτα» ήταν η απόφαση της Ουάσιγκτον να στηριχθεί στους Κούρδους της Συρίας για τον σκοπό αυτόν.
Η εξέλιξη των διαπραγματεύσεων των τελευταίων εβδομάδων για τα επόμενα βήματα στο Συριακό καταδεικνύει ότι η κρίση στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις είναι πολύ βαθιά – ίσως και ανεπανόρθωτη. Η ανακοίνωση που εκδόθηκε την εβδομάδα που πέρασε για τη δημιουργία μιας «ζώνης ασφαλείας» στη Βόρεια Συρία, πάγιο αίτημα της Αγκυρας, είναι πολύ ασαφής και δεν υπάρχει καμία βεβαιότητα ότι θα εφαρμοστεί σωστά.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος