«Περιθώριο συμβιβασμού» μεταξύ της κυβέρνησης Τραμπ 2.0 και του Κρεμλίνου για τον πόλεμο στην Ουκρανία διακρίνει ο γνωστός βρετανός ιστορικός Τζέφρι Ρόμπερτς, ομότιμος καθηγητής Ιστορίας στο University College Cork, στην Ιρλανδία, με ειδίκευση στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη σοβιετική ιστορία. «Υπό μια προϋπόθεση» διευκρινίζει. «Ο Πούτιν να μείνει ικανοποιημένος ότι η μελλοντική ασφάλεια της Ρωσίας θα προστατεύεται από νέες διευρύνσεις του ΝΑΤΟ».

Σε ποια φάση βρίσκεται ο πόλεμος στην Ουκρανία μετά την κλιμάκωση με την εκατέρωθεν ανταλλαγή πυραύλων;

«Η Ρωσία κερδίζει τον πόλεμο αποφασιστικά. Η απάντηση του Πούτιν στις δυτικές και ουκρανικές προκλήσεις θα είναι μέτρια και συγκρατημένη. Αν όμως συνεχιστεί επί μακρόν ο πόλεμος, ο Πούτιν μπορεί να υφαρπάξει ένα ακόμα μεγαλύτερο κομμάτι της ουκρανικής επικράτειας, προκειμένου να διευρύνει τη ζώνη ασφαλείας μεταξύ Ρωσίας και ΝΑΤΟ. Μέχρι ο Τραμπ να αναλάβει καθήκοντα προέδρου, οι ρωσικές δυνάμεις μπορεί να έχουν κατακτήσει ολόκληρες τις επαρχίες του Ντονέτσκ, της Χερσώνας, του Λουγκάνσκ και της Ζαπορίζια, τις τέσσερις περιοχές που ο Πούτιν ενσωμάτωσε στη Ρωσική Ομοσπονδία τον Οκτώβριο του 2022».

Ο παράγων Τραμπ ποια επίδραση θα έχει;

«Κατ’ αρχάς, θα είναι ευνοϊκό αν ο Τραμπ μπορέσει να μεσολαβήσει για μια ειρηνευτική συμφωνία. Ενα βήμα πριν από την έξοδο από τον Λευκό Οίκο, το τελικό «χαρτί» του Μπάιντεν ήταν η κλιμάκωση του πολέμου. Η ειρήνη όμως θα τερματίσει τη σφαγή των Ουκρανών και η χώρα θα αρχίσει να ανακάμπτει. Οι περισσότεροι Ουκρανοί πιστεύουν σήμερα ότι ακόμα και μια κακή ειρήνη είναι καλύτερη από τη συνέχιση του χαμένου πολέμου. Ο Τραμπ υποστηρίζει ότι θέλει μια καλή σχέση με τον Πούτιν. O ανταγωνισμός του επικεντρώνεται στην Κίνα.  Η δεύτερη προεδρία Τραμπ μπορεί να είναι διαφορετική».

Πού βασίζετε αυτή την εκτίμηση;

«Θα περιέχει λιγότερα νεοσυντηρητικά στοιχεία και περισσότερους οπαδούς του οράματος του Τραμπ «Η Αμερική πρώτα». Σε κάθε περίπτωση, για την Ουκρανία, ο Τραμπ θα λάβει τις αποφάσεις. Ο Πούτιν, από την άλλη, θα παραμείνει δύσπιστος έναντι του Τραμπ, παρότι ανοιχτός σε βελτίωση των σχέσεων Ρωσίας – ΗΠΑ, ειδικά εάν ο πόλεμος στην Ουκρανία λήξει με τον «κατάλληλο», για τον ίδιο, τρόπο».

Αξιολογείτε ως θετικό τον διορισμό του απόστρατου στρατηγού και πρώην συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας του αντιπροέδρου των ΗΠΑ, Κιθ Kέλογκ, ως ειδικού απεσταλμένου για την Ουκρανία και τη Ρωσία;

«Ο διορισμός του Κέλογκ δείχνει ότι ο Τραμπ είναι σοβαρός όταν μιλάει για επίτευξη ειρήνης στην Ουκρανία. Ο Kέλογκ προσπαθεί να κατανοήσει τη ρωσική οπτική και προσδιορίζει τον τερματισμό της σύγκρουσης ως βασικό αμερικανικό συμφέρον. Αλλά οι ΗΠΑ έχουν επιρροή στους Ουκρανούς, όχι στους Ρώσους».

Ποια είναι τα προαπαιτούμενα για τον τερματισμό του πολέμου;

«Οι όροι του Πούτιν διατυπώθηκαν τον περασμένο Ιούνιο. Είναι η ουδετερότητα της Ουκρανίας και η παραχώρηση της Κριμαίας και των τμημάτων του Ντονέτσκ, της Χερσώνας, του Λουγκάνσκ και της Ζαπορίζια που έχει ήδη καταλάβει η Ρωσία. Η Ουκρανία θα απαιτήσει εγγυήσεις για την ασφάλειά της μετά τον πόλεμο. Ο Πούτιν έχει δηλώσει ότι δεν θα δεχτεί συμφωνία που θα παρέχει κάλυψη στην Ουκρανία. Επιπλέον, θα απαιτήσει προστασία για τα εκατομμύρια των φιλορώσων Ουκρανών που θα παραμείνουν υπό τον έλεγχο του Κιέβου, καθώς και μια συμφωνία με τη Δύση για τον τερματισμό των δυτικών κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Ο στρατηγός Kέλογκ έχει προτείνει η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ να αναβληθεί για 20 χρόνια. Νομίζω ότι υπάρχει περιθώριο συμβιβασμού μεταξύ των δύο αυτών θέσεων, υπό την προϋπόθεση πως ο Πούτιν θα μείνει ικανοποιημένος ότι η μελλοντική ασφάλεια της Ρωσίας θα προστατεύεται από περαιτέρω επεκτάσεις του ΝΑΤΟ».

Ενα τέτοιο τέλος του πολέμου θα συνιστούσε έμμεση ήττα της Δύσης έναντι της Ρωσίας;

«Μια συμφωνία, που θα περιλαμβάνει παραχώρηση ουκρανικών εδαφών στον Πούτιν και ουδετερότητα, θα αποτελούσε ήττα για την Ουκρανία και για τον πόλεμο διά αντιπροσώπων του ΝΑΤΟ με τη Ρωσία. Αλλά η συνέχιση του πολέμου μπορεί να οδηγήσει μόνο σε μια ακόμα μεγαλύτερη ήττα. Μια επιβεβλημένη ουδετερότητα θα περιορίσει την κυριαρχία της, αλλά μόνο έτσι θα μπορέσει να επιβιώσει ως ελεύθερο και ανεξάρτητο κράτος. Από την άλλη, η νίκη της Ρωσίας θα είναι πύρρειος. Διεξήγαγε έναν δαπανηρό και εξαιρετικά επικίνδυνο πόλεμο και η ζημιά που προκλήθηκε στις σχέσεις της Μόσχας με τη Δύση είναι τεράστια. Η Ρωσία έχει προσανατολιστεί  στην ανάπτυξη συνεργασιών με χώρες του Παγκόσμιου Νότου αλλά, τελικά, η ευημερία και η ασφάλειά της απαιτούν, όπως αποδείχθηκε, καλές σχέσεις και με τη Δύση, ειδικά με τους Ευρωπαίους».

Πρόσφατα κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το βιβλίο σας «Η βιβλιοθήκη του Στάλιν – Ενας δικτάτορας και τα βιβλία του» (μτφρ. Βαγγέλης Τσίρμπας, εκδ. Gutenberg). Θεωρείτε ότι η σχέση του Στάλιν με τα βιβλία βοηθά την κατανόηση της σημερινής Ρωσίας, του μοντέλου εξουσίας του Πούτιν;

«Το μοντέλο του Πούτιν δεν είναι σταλινικό – η ιδεολογία είναι διαφορετική και είναι σαφώς λιγότερο αυταρχική. Αλλά υπάρχουν ενδιαφέρουσες συγκρίσεις μεταξύ Πούτιν και Στάλιν ως αναγνωστών. Αμφότεροι ενδιαφέρονται για ιδέες που προέρχονται από διαφορετικές πηγές, λατρεύουν την Ιστορία και τους ρώσους κλασικούς. Οπως ο Στάλιν, ο Πούτιν πιστεύει στη δύναμη των ιδεών, χωρίς να είναι διανοούμενος. Σε ό,τι αφορά την ηγεσία του πολέμου, ο Πούτιν υιοθετεί πιο προσεκτική προσέγγιση από τον Στάλιν, δεν εμπλέκεται στις λεπτομέρειες της στρατιωτικής στρατηγικής και των στρατιωτικών επιχειρήσεων.

Πολιτικά, το πιο σημαντικό κοινό τους σημείο είναι ότι αμφότεροι πιστεύουν σε ένα πολυεθνικό ρωσο-σοβιετικό κράτος, είναι περισσότερο πατριώτες παρά εθνικιστές. Κι ενώ ο Πούτιν επικρίνει έντονα τον Στάλιν ως βάναυσο και καταπιεστικό δικτάτορα, τον θαυμάζει ως οικοδόμο-υπερασπιστή του σοβιετικού κράτους και για τον ρόλο του στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τίποτα από αυτά δεν υποδηλώνει ότι ο Πούτιν θέλει να αναβιώσει την ΕΣΣΔ ως νέα ρωσική αυτοκρατορία».

Εχετε μελετήσει πολύ τον Στάλιν. Ποιο ανάγνωσμά του αποτέλεσε τη μεγαλύτερη έκπληξη;

«Η εμμονή του Στάλιν με τον νόμο. Κάτι που, σε έναν βαθμό, διακρίνει και τον Πούτιν, ο οποίος δικαιολογεί πάντα την εξωτερική του πολιτική με αναφορά στο διεθνές δίκαιο. Στην περίπτωση όμως του Στάλιν, η εμμονή αφορά βιβλία συνταγματικού δικαίου των καπιταλιστικών χωρών. Εκπληξη αποτέλεσε και το πόσο προσεκτικός υπήρξε με τα γραπτά του Τρότσκι. Ο Στάλιν διάβαζε για να μάθει ακόμα και από τους αντιπάλους του. Υποψιάζομαι ότι το ίδιο ισχύει και για τον Πούτιν».