Η κοινή εμφάνιση και οι ομιλίες των πρώην πρωθυπουργών Κώστα Καραμανλή και Αντώνη Σαμαρά σήμερα Δευτέρα στο Πολεμικό Μουσείο έχουν πολλαπλές διαστάσεις, ερμηνείες και (προκαταβολικές) αναγνώσεις.

Μια από αυτές εκδηλώνεται στα όσα διαμηνύουν συνομιλητές του Κώστα Καραμανλή. Οπως σημειώνουν, δεν είναι η πρώτη φορά που ο πρώην πρωθυπουργός παρίσταται σε μια τέτοια εκδήλωση, όπου άλλωστε παρουσιάζεται το βιβλίο με τίτλο «Οι απόρρητοι φάκελοι Καραμανλή». Κατά τις ίδιες πηγές, ο πρώην πρωθυπουργός δεν προτίθεται στην παρούσα συγκυρία να κινηθεί σε πλαίσιο διαφορετικό από εκείνο των πρόσφατων δημόσιων παρεμβάσεών του.

Η κύρια πηγή των προβληματισμών του παραμένει στο γεωπολιτικό πεδίο, στην αναδιάταξη του ενεργειακού χάρτη της περιοχής, στην εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων, στην εξασθένηση του ρόλου της Ευρώπης και στις συμμαχίες της Ελλάδας στο σημερινό, ασταθές περιβάλλον.

Υπό αυτές τις συνθήκες, από τον περίγυρο του Κώστα Καραμανλή υπογραμμίζεται ότι τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τον πρώην πρωθυπουργό δεν τίθεται κανένα ζήτημα πολιτικής σύμπλευσης ή συνεννόησης με τον Αντώνη Σαμαρά, με στόχο τη δημιουργία κάποιου προβλήματος στον Κυριάκο Μητσοτάκη, πολλώ δε μάλλον την υποκίνηση κάποιας ευρύτερης αναστάτωσης στην κυβέρνηση και στη ΝΔ.

Η «πολιτική» ομιλία Σαμαρά

Διαφορετικό είναι όμως το κλίμα στο περιβάλλον του Αντώνη Σαμαρά. Συνομιλητές του και στελέχη του πολιτικού του κύκλου μεταφέρουν τη βεβαιότητα ότι ο πρώην πρωθυπουργός δεν θα περιοριστεί στην εκδήλωση των γνωστών ανησυχιών του για τα εθνικά θέματα, τα ελληνοτουρκικά, τις εξελίξεις στα βόρεια σύνορα και την ένταση στις σχέσεις της Ελλάδας με την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία.

Δεδομένων των γνωστών και εκδηλωμένων πολιτικών διαφωνιών του με ζητήματα όπως η τραυματική για τη ΝΔ ψήφος του γάμου των ομοφύλων, εκτιμάται ότι ο Αντώνης Σαμαράς προετοιμάζεται για μια μάλλον συνολικότερη πολιτική τοποθέτηση, η οποία στον απόηχο των ευρωεκλογών αναμένεται να περιλαμβάνει αιχμηρές αναφορές για την κυβέρνηση και τον πολιτικό προσανατολισμό της. Οπως διαμηνύεται από τον κύκλο των συνομιλητών του, ο τίτλος της ομιλίας του «Ελλάδα και Ευρώπη σε σταυροδρόμι» μπορεί να συμπεριλάβει πολλά πολιτικά στοιχεία και να προσλάβει έως και χαρακτήρα πολιτικής πλατφόρμας, με ζητούμενο ωστόσο για τη συνέχεια το ποιος θα συνταχθεί με αυτή και με ποιο πολιτικό επίδικο για την προσεχή πολιτική περίοδο.

Αναμονή από Μαξίμου

Η τρίτη προσέγγιση της κοινής εμφάνισης και ομιλίας των δύο πρώην πρωθυπουργών είναι αυτή του Μεγάρου Μαξίμου. Οι συνεργάτες και συνομιλητές του Πρωθυπουργού επιχειρούν να τηρήσουν μια ισορροπία μεταξύ του να υποβαθμίζουν τη σημασία της εκδήλωσης και του να σημειώνουν ότι είναι ευτύχημα για τη ΝΔ να μιλούν και να παρεμβαίνουν δύο πρώην ηγέτες της παράταξης. Υπό αυτή την έννοια και εν αναμονή των όσων θα ακουστούν, στην Ηρώδου Αττικού διατηρούνται χαμηλοί τόνοι, με την ελπίδα ότι δεν θα χρειαστούν πυροσβεστικές παρεμβάσεις και απαντήσεις σε ενδεχόμενες αιχμές κατά της κυβέρνησης ή και του ίδιου του Πρωθυπουργού.

Παρά ταύτα και στον απόηχο της θορυβώδους συνεδρίασης της ΚΟ, ο προβληματισμός στο Μαξίμου είναι αισθητός. Δεδομένης της αναστάτωσης η οποία προκλήθηκε από το σχετικά ατυχές εκλογικό αποτέλεσμα της 9ης Ιουνίου, οι στάσεις βουλευτών και εσωκομματικών παραγόντων προσλαμβάνουν εκ των πραγμάτων διαφορετική διάσταση εν όψει της συνέχισης της κυβερνητικής θητείας και των όποιων δυσκολιών θα κληθεί να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση. Επιπλέον, όσο εξακολουθεί να απουσιάζει η απειλή ενός αξιόπιστου και εκλογικά επικίνδυνου πολιτικού αντιπάλου, θεωρείται πιθανό να ευνοούνται ο αντιδράσεις από το εσωτερικό και η αμφισβήτηση επιλογών του Κυριάκου Μητσοτάκη, οι οποίες κατά τους εκπροσώπους της δεξιάς πτέρυγας της ΝΔ αλλοιώνουν και νοθεύουν τον ιδεολογικοπολιτικό χαρακτήρα του κόμματος.

Το ενδιαφέρον του Μεγάρου Μαξίμου για τα όσα θα ακουστούν στην εκδήλωση της Δευτέρας γίνεται φανερό και στην εκτίμηση την οποία διατυπώνουν πολιτικοί παράγοντες με καλή γνώση της ατμόσφαιρας στο εσωτερικό της ΝΔ. Οπως σημειώνουν αυτές οι πηγές, η προ ημερών ανακοίνωση της κοινής παρουσίας Καραμανλή – Σαμαρά οδήγησε και στην απόφαση να επισπευσθεί η συνεδρίαση της ΚΟ, ώστε να έχει προηγηθεί των παρεμβάσεων των δύο πρώην πρωθυπουργών και να έχει λειτουργήσει κατά το δυνατόν εκτονωτικά για όσους βουλευτές πρόσκεινται ή θέλουν να εμφανίζουν ότι πρόσκεινται σε αυτούς.

Η συζήτηση για την Προεδρία

Στο φόντο αυτής της πολιτικής αναστάτωσης, η οποία μετά το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών παίρνει εκ των πραγμάτων διαφορετικές διαστάσεις, βρίσκεται η πρόωρη προεδρολογία, εν όψει των αποφάσεων του Κυριάκου Μητσοτάκη τους προσεχείς μήνες, ως προς το αν θα προτείνει για μια δεύτερη θητεία τη σημερινή Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου. Τα ονόματα των Καραμανλή και Σαμαρά είναι μεταξύ εκείνων που ακούγονται ως πιθανές επιλογές για την Προεδρία, άλλες φορές ερήμην τους, όπως και του Κυριάκου Μητσοτάκη, άλλες όχι.

Υπό αυτή την έννοια, διαφέρουν σε σημαντικό βαθμό και οι εκτιμήσεις για τις διαθέσεις του καθενός ως προς το ενδεχόμενο μιας μετακόμισης στην Ηρώδου Αττικού. Σε ό,τι αφορά το Μαξίμου, κατά τα αναμενόμενα υπογραμμίζεται ότι η συζήτηση αυτή είναι άκαιρη και ότι οι αποφάσεις του Πρωθυπουργού θα ληφθούν σε κάθε περίπτωση μετά το φθινόπωρο και πιθανότατα προς το τέλος του έτους. Στελέχη του Μεγάρου Μαξίμου τονίζουν επιπλέον ότι η συζήτηση αυτή είναι στην παρούσα συγκυρία άκομψη και θεσμικά επιζήμια, αλλά και προσβλητική για την εν ενεργεία Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Ως προς τον Αντώνη Σαμαρά, από το στενότερο και ευρύτερο περιβάλλον του αναφέρεται επανειλημμένως και εμφατικά ότι ο πρώην πρωθυπουργός είναι ενεργός πολιτικός και έτσι θέλει να παραμείνει και ότι με αυτά τα δεδομένα δεν ενδιαφέρεται για την Προεδρία της Δημοκρατίας, ακόμη και αν του προτεινόταν κάτι τέτοιο.

Από την πλευρά του Κώστα Καραμανλή μεταδίδονται παρεμφερή μηνύματα, με λιγότερο κατηγορηματικό τρόπο πάντως. Κατά τα όσα σημειώνουν όσοι τον γνωρίζουν και συνομιλούν μαζί του, θα ήταν μάλλον δύσκολο να μετακινηθεί στην Προεδρία της Δημοκρατίας, δεδομένων των πολιτικών επιλογών του των τελευταίων ετών. Προστίθεται όμως σε αυτά από τις ίδιες πηγές και ότι «ποτέ δεν μπορεί να είναι κανείς βέβαιος στην πολιτική».

Επιλογή από την Κεντροδεξιά;

Το κρίσιμο εν προκειμένω είναι οι αποφάσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη και οι συνθήκες υπό τις οποίες αυτές θα ληφθούν. Εν όψει αυτών, έμπειροι πολιτικοί παρατηρητές σημειώνουν ότι η συνταγματική αλλαγή και η δυνατότητα εκλογής ΠτΔ δίχως αυξημένη ή απόλυτη πλειοψηφία και ελλείψει της απειλής διάλυσης της Βουλής ενδέχεται να διαμορφώσει ένα διαφορετικό δεδομένο και να εγκαταλειφθεί η τακτική της επιλογής ενός προσώπου από διαφορετικό πολιτικό χώρο για το ύπατο πολιτικό αξίωμα, η οποία επικράτησε από το 1995 και έπειτα.

Το αν οι συνθήκες θα οδηγήσουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη στην επιλογή ενός Προέδρου από τον χώρο της Κεντροδεξιάς και αν αυτός θα είναι ένας από τους πρώην πρωθυπουργούς ή κάποιο άλλο πρόσωπο, θα απαντηθεί σε λίγους μήνες.

Ιχνη πολιτικού ρήγματος στη ΝΔ

Πρώτη αμφισβήτηση εκ των έσω

Η συνεδρίαση της ΚΟ της ΝΔ την προηγούμενη Τετάρτη είχε ορισμένα πρωτόγνωρα χαρακτηριστικά. Ηταν η πρώτη φορά αφότου ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανέλαβε την ηγεσία του κόμματος πριν από οκτώμισι χρόνια και την Πρωθυπουργία πριν από πέντε, που δέχθηκε τόσο έντονη κριτική και αμφισβήτηση για μία σειρά ζητήματα: από κεντρικές πολιτικές επιλογές έως τον τρόπο λειτουργίας της κυβέρνησης και τον ιδεολογικό προσανατολισμό της. Συνολικά μίλησαν 37 βουλευτές και οι περισσότεροι από αυτούς ανέδειξαν διαφωνίες και διατύπωσαν κριτική για την κυβέρνηση, σε βαθμό που ο Πρωθυπουργός εμφανίστηκε να αιφνιδιάζεται και να ενοχλείται. Ορισμένοι ήδη μιλούν για τα πρώτα ίχνη ενός εσωτερικού ρήγματος και η φράση του Κυριάκου Μητσοτάκη «λέμε “όχι” σε όσους θέλουν μία μικρή και φοβική ΝΔ» είχε συγκεκριμένους αποδέκτες και φανέρωσε έναν υπαρκτό προβληματισμό.

Πολλά από τα όσα ακούστηκαν ήταν αναμενόμενα, καθώς βασίζονταν σε αντιρρήσεις και διαφωνίες οι οποίες είχαν εκδηλωθεί και κατά την περίοδο συζήτησης του γάμου των ομοφύλων, ο οποίος σε κάποιες περιπτώσεις λειτούργησε ως αφορμή, σε άλλες ως πραγματική αιτία για την ενόχληση και αποστασιοποίηση βουλευτών της πλειοψηφίας. Οπως όμως επιμένουν ορισμένοι από όσους πήραν τον λόγο στην ταραχώδη αυτή συζήτηση, θα είναι λάθος του Πρωθυπουργού και του επιτελείου του να αντιμετωπίσουν επιδερμικά τα όσα άκουσαν.

Η απάντηση Μαξίμου

Στο επίκεντρο της κριτικής βρέθηκε κατά βάση το στενό επιτελείο του Μεγάρου Μαξίμου, και ειδικότερα ο Ακης Σκέρτσος, με αιχμές τόσο για την τεχνοκρατική προσέγγιση της πολιτικής όσο και για την κεντροαριστερή πολιτική του προέλευση, αλλά και για την ελλιπή επικοινωνία του με βουλευτές.
Πέραν των όσων ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης απάντησε, συνεργάτες του και στελέχη του Μαξίμου σημείωναν στον απόηχο της συνεδρίασης πως οι άξονες λειτουργίας της κυβέρνησης παραμένουν «η ενότητα, η ανανέωση και η διεύρυνση», ενώ σε ό,τι αφορά τις πολλαπλές αντιδράσεις των βουλευτών απαντούσαν: «Οι προβληματισμοί και οι ανησυχίες θα κοπάσουν και θα καμφθούν από τη βελτίωση της καθημερινότητας. Αν αντιμετωπιστούν τα προβλήματα, θα περιοριστούν και οι αντιδράσεις». Αυτό ωστόσο διαμορφώνει και τη μεγάλη πρόκληση για την κυβέρνηση και πάντως δεν είναι βέβαιο ότι κατευνάζει τις διαθέσεις πολλών στην ΚΟ.

Στον απόηχο της αισθητής φθοράς της ΝΔ στις πρόσφατες εκλογές, οι βουλευτές της πλειοψηφίας έθεσαν ζητήματα πολιτικής κατεύθυνσης και λειτουργίας της κυβέρνησης.

Μεταξύ των χαρακτηριστικών παρεμβάσεων, οι οποίες κατά τους ομιλητές δεν έγιναν με κάποια μεταξύ τους προσυνεννόηση, ήταν εκείνες των Ανδρέα Κατσανιώτη, Γιάννη Οικονόμου και Ευριπίδη Στυλιανίδη.

Και οι τρεις έθεσαν το ζήτημα της έλλειψης ενός πραγματικού πολιτικού κέντρου της κυβέρνησης και επισήμαναν ότι το μοντέλο της προηγούμενης περιόδου δεν λειτουργεί πλέον. Κατά πληροφορίες, κοινή συνισταμένη των τοποθετήσεων ήταν ότι αυτό που ονομάστηκε «επιτελικό κράτος» και το οποίο οδήγησε σε μια σταδιακή αποξένωση μεταξύ βουλευτών, υπουργών και Πρωθυπουργού, αποδείχθηκε λειτουργικό και αποδοτικό κατά την περίοδο της υγειονομικής κρίσης. Επισημάνθηκε όμως ότι αυτό το «εγχειρίδιο λειτουργίας» αποδεικνύεται ανεπαρκές και ασύμβατο με την αντιμετώπιση του συνόλου των προβλημάτων της λεγόμενης καθημερινότητας και ευρύτερης λειτουργίας του κράτους.

Επιπλέον εκδηλώθηκαν σαφείς αντιρρήσεις, μεταξύ άλλων για τον τρόπο με τον οποίο αποφασίστηκε η φορολόγηση των ελευθέρων επαγγελματιών, αλλά και για κεντρικά ζητήματα πολιτικοοικονομικής φιλοσοφίας της κυβέρνησης. Οπως μεταξύ άλλων ακούστηκε, «δεν μπορεί να μαζεύουμε μισό δισ. από την έκτακτη φορολόγηση των εταιρειών πετρελαιοειδών και να τα διοχετεύουμε και πάλι σε επιδόματα και όχι με κάποιον παραγωγικό τρόπο στην ευρύτερη οικονομία».

«Δεν αλλάζει τίποτα»

Η ιδεολογικού τύπου συζήτηση ήταν μακρά και πολυδιάστατη. Οι περισσότεροι διατύπωσαν τους παραλληλισμούς με την πολιτική του Εμανουέλ Μακρόν, τους οποίους ο Κυριάκος Μητσοτάκης απέκρουσε, όμως η ανταπάντηση πολλών βουλευτών στο «ούτε δεξιά ούτε στο Κέντρο, αλλά μπροστά» ήταν «μπροστά, αλλά πού;».

Και πάντως στον βαθμό που έχουν αξία τα όσα συζητούνται έπειτα από αυτή τη συνεδρίαση, ενδιαφέρουσα είναι η εκτίμηση ενός από τους βουλευτές, όπως διατυπώνεται σε κατ’ ιδίαν συζήτηση: «Οσοι είχαμε έως τώρα την προσδοκία ότι κάτι από όλα αυτά μπορεί να αλλάξει, διαψευστήκαμε».