Φτάνοντας με τα πόδια στα κεντρικά της «Κιβωτού» επί της οδού Σαρπηδόνος, άρχισα να περιεργάζομαι τα αυτοκίνητα που ήταν σταθμευμένα απ’ έξω. Το βλέμμα μου αναζητούσε κάτι πολυτελές. Κάτι που θα χαλούσε το αφήγημα. Μάταια. Μόνο ένα ταλαιπωρημένο παλιό SUV ξεχώριζε από τα υπόλοιπα, κι αυτό όμως μόνο λόγω μεγέθους.
Ανοιξα την πόρτα και μπήκα νιώθοντας ενοχές για την προηγούμενη προσπάθειά μου. Είναι βλέπεις στη φύση του ανθρώπου η καχυποψία. Και η αλήθεια είναι πως αυτό το διαπίστωσα από την πρώτη στιγμή που άρχισα να λέω πως στη «Μεγάλη Εικόνα», στην εκπομπή μας στο Mega, θα φιλοξενούσαμε τον πατέρα Αντώνιο Παπανικολάου.
Ο λάκκος και η… φάβα
«Μα είναι τόσο καλός όσο φαίνεται;» με ρωτούσαν οι περισσότεροι, ψάχνοντας τον λάκκο στη φάβα. Ελα ντε; Από το 1998 ως το 2022 πάντως, η… φάβα παρέμενε εν πολλοίς λεία και αρραγής.
Επιστροφή στη Σαρπηδόνος. Καταμεσήμερο και ο χώρος σχεδόν άδειος. Με υποδέχθηκαν ο υπεύθυνος επικοινωνίας και ακόμη ένας νεαρός, που όπως έμαθα στη συνέχεια ήταν και ο ίδιος «παιδί της Κιβωτού» και σήμερα φέρει τον τίτλο του διευθυντή του οργανισμού.
Οι φωτογραφίες που κοσμούν τις φωτισμένες προθήκες του ισογείου δείχνουν χαρούμενα παιδιά να παίζουν, να γράφουν, να τραγουδούν. Σήμερα αναρωτιέμαι αν οι φωτογραφίες έδειχναν αυτό που έβλεπαν τα μάτια μου ή μήπως τα χαμόγελα ήταν σκηνοθετημένα για να κρύψουν βασανιστήρια, κακομεταχείριση, καταναγκαστική εργασία και νέα κεφάλαια δυστυχίας στις ήδη πονεμένες ζωές τους
Στο κτίριο όλα είναι πολύχρωμα και καθαρά. Χώρος φροντισμένος. Ο π. Αντώνιος μπαίνει στην τραπεζαρία και εκεί συστηνόμαστε. Ούτε περνά από τη σκέψη μου πως μία εβδομάδα μετά ο άνθρωπος αυτός θα είναι στο επίκεντρο φρικτών καταγγελιών. Με ξεναγεί στο κτίριο και τον ακούω να μιλάει για τους ανθρώπους που δίνουν από το υστέρημά τους. Οι φωτογραφίες που κοσμούν τις φωτισμένες προθήκες του ισογείου δείχνουν χαρούμενα παιδιά να παίζουν, να γράφουν, να τραγουδούν, να καλλιεργούν τη γη. Αν λίγο βάλεις στο μυαλό σου τι μπορεί να έχει περάσει το καθένα από αυτά τα παιδιά, πριν να βρει καταφύγιο εκεί, δύσκολα μένεις ασυγκίνητος. Σήμερα βέβαια, αναρωτιέμαι αν οι φωτογραφίες έδειχναν αυτό που έβλεπαν τα μάτια μου ή μήπως τα χαμόγελα ήταν σκηνοθετημένα για να κρύψουν βασανιστήρια, κακομεταχείριση, καταναγκαστική εργασία και νέα κεφάλαια δυστυχίας στις ήδη πονεμένες ζωές τους.
Ο νάρκισσος Νώε
Στον δεύτερο όροφο ήταν και τα μοναδικά παιδιά που θα συναντούσα εκείνη την πρώτη ημέρα. Παιδιά από την Ουκρανία με τις μητέρες τους που έχουν βρει προσωρινά καταφύγιο. Καθαρά και φροντισμένα χάζευαν βαριεστημένα τις οθόνες των κινητών τους και μου έσκαγαν και κάνα χαμόγελο ανακατεμένο με περιέργεια κάθε φορά που διασταυρώνονταν οι ματιές μας.
Στον τελευταίο όροφο η εκκλησία του Νώε. Νώε, σαν το μικρό γιο του παπά, που τον είδα αρκετές φορές σε αυτή τη βόλτα. Κάπου στο βάθος η αγιογραφία της Κιβωτού περίμενε να την περιεργαστούμε. Πολύ αργότερα, αλλά και πολύ αργά πια για να ρωτήσω δυστυχώς, θα διαπίστωνα με αμηχανία πως ο Νώε της αγιογραφίας είχε τη μορφή του καλεσμένου μου. Πρωτοβουλία έκφρασης θαυμασμού του αγιογράφου ή μήπως ναρκισσισμός του πρωταγωνιστή;
Το ραντεβού για το γύρισμα κλείστηκε για λίγες ημέρες αργότερα. Εφτασα νωρίς και έτσι αποφάσισα να αξιοποιήσω τον χρόνο για να μπω και στο δεύτερο κτίριο, επί της Ζηνοδώρου. Εκεί είναι το αναγνωστήριο όπου απασχολούνται τα παιδιά μετά το σχολείο από εθελοντές και παιδαγωγούς, ακόμη ένα εστιατόριο, διοικητικές υπηρεσίες, τάξεις διδασκαλίας και κάποια αίθουσα εκδηλώσεων. Επιασα κουβέντα με μια νεαρή παιδαγωγό και της ζήτησα να μου μιλήσει για τα παιδιά. Το βλέμμα μου χάθηκε στις ζωγραφιές τους. Πόσα μπορεί κανείς να «διαβάσει» πάνω στη ζωγραφιά ενός παιδιού; Δεν θα ξεχάσω ένα εντυπωσιακό έργο ζωγραφισμένο, όπως μου είπε, από το χέρι ενός παιδιού σεξουαλικά κακοποιημένου. Με εντυπωσίασε η προσοχή με την οποία χρησιμοποιούσε τις διατυπώσεις της για να προστατεύσει όσο γίνεται τους μικρούς της μαθητές. Αισθάνθηκα πως αγαπά τη δουλειά της. Τη ρώτησα αν θα ήθελε να μας μιλήσει. Αρνήθηκε ευγενικά. Δεν επέμεινα.
Τα δύο πρόσωπα της πρεσβυτέρας
Η συνέντευξη άρχισε με μικρή καθυστέρηση. Καταλαβαίνω εξαρχής πως ο συνομιλητής μου έχει άνεση μπροστά στην κάμερα. Ισως να είναι η αυτοπεποίθηση που αποκτά κανείς μετά από 20 χρόνια θετικής προβολής – έως και αγιοποίησης – από Μέσα Ενημέρωσης, φορείς, Προέδρους της Δημοκρατίας κ.λπ. Ή ίσως απλώς να μην τον νοιάζουν όλα αυτά. Προσυνεννόηση για τις ερωτήσεις της συνέντευξης δεν υπήρξε και οφείλω να πω πως ο π. Αντώνιος δεν έδειξε να ενοχλείται όταν του ανέφερα τα στατιστικά σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών στην Ελλάδα για να ρωτήσω τι κάνουν στην «Κιβωτό» για να αποτρέψουν κάτι τέτοιο.
Επειτα μας μίλησε και η πολυσυζητημένη πρεσβυτέρα. Την είχα παρακολουθήσει σε συνεντεύξεις κατά το παρελθόν και η εικόνα που είδα ήταν ακριβώς η ίδια. Μια γυναίκα λαλίστατη και με αδιαμφισβήτητα πρωταγωνιστικό ρόλο στον Οργανισμό. Μια γυναίκα εντελώς άλλη όμως από εκείνη που έμελλε να δω, να δούμε όλοι, λίγα 24ωρα αργότερα στα τηλεπαράθυρα να αποδίδει τη θύελλα στην «κακία των παιδιών». Ακούγονται πολλά αυτές τις μέρες. Θέλω να είμαι ακριβής. Δεν μου έδωσε την αίσθηση γυναίκας που ζει πολυτελή βίο. Μου μίλησε με πάθος για την «Κιβωτό» και με έπεισε πως αυτή είναι όλη της η ζωή. Σαν να μην ξεχωρίζει από το σπίτι και τη δική της οικογένεια. Μπορεί όμως να κυβερνηθεί ένας τόσο μεγάλος οργανισμός;
Οι λέξεις και τα μυστικά
Οκτώ ώρες μείναμε στην «Κιβωτό» κι αυτές τις παίζω στο μυαλό μου σαν κασέτα ξανά και ξανά από εκείνη τη στιγμή της Πέμπτης 17 Νοεμβρίου που ήρθαν στο φως οι καταγγελίες. Ναι, σε κάποιες ερωτήσεις ο π. Αντώνιος απαντούσε με διατυπώσεις που τον είχα δει να χρησιμοποιεί επακριβώς σε άλλες ομιλίες ή συνεντεύξεις του παλιότερα. «Ο κυματοθραύστης», «η θεραπεία του τραύματος», «η απώλεια του φυσικού γονέα»… Είναι όμως παράλογο αυτό όταν μιλάς για το ίδιο πράγμα πάνω από 20 χρόνια; Ναι, τα μέλη του ΔΣ και ο διευθυντής δεν ήταν αυτά που θα περίμενε κανείς για έναν τόσο μεγάλο οργανισμό. Στα μάτια μου τότε όμως, αυτό περισσότερο ερασιτεχνισμό πρόδιδε παρά κάτι άλλο. Οχι, δεν είδα τίποτε παράξενο. Αν έβλεπα θα είχα προσπαθήσει να καταλάβω τι συμβαίνει. Κι αν δεν τα κατάφερνα, θα έφευγα ακυρώνοντας την εκπομπή. Από την άλλη βέβαια τι θα μπορούσα να δω σε ένα προσυνεννοημένο ραντεβού με κάμερες; Η εκπομπή μεταδόθηκε Δευτέρα 14 Νοεμβρίου. Τρεις ημέρες αργότερα άρχισε ο κατακλυσμός…