Το «ελληνικό οικονομικό παράδοξο» επιβεβαιώνεται διαρκώς τους τελευταίους μήνες. Οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας είναι σκανδαλωδώς εντυπωσιακές, πέραν πάσης προσδοκίας, και σημειώνονται τόσο στο πεδίο των δημόσιων οικονομικών όσο και σε εκείνο της ανάπτυξης.
Την περασμένη Παρασκευή ανακοινώθηκε επισήμως από το υπουργείο Οικονομικών ότι στο οκτάμηνο Ιανουαρίου – Αυγούστου του τρέχοντος έτους η δημοσιονομική διαχείριση κατέγραψε πρωτογενές πλεόνασμα 10 εκατ. ευρώ έναντι πρόβλεψης στον προϋπολογισμό για πρωτογενές έλλειμμα περίπου 6 δισ. ευρώ.
Την περασμένη εβδομάδα επίσης η Εθνική Τράπεζα έσπευσε να αναβαθμίσει την πρόβλεψή της για τον ρυθμό ανάπτυξης και επισήμως να αποδεχθεί ότι θα κυμανθεί το 2022 μεταξύ 5,5% και 6%. Διευκρινίζοντας ότι η πρόβλεψη αυτή στηρίζεται στην υπόθεση ότι στο τέταρτο τρίμηνο η ανάπτυξη θα καμφθεί κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες εξαιτίας της ενεργειακής κρίσης και της αναμενόμενης έκρηξης στις τιμές των ενεργειακών αγαθών. Αν ωστόσο δεν επιβεβαιωθεί η δυσοίωνη πρόγνωση για τους τελευταίους τρεις μήνες του 2022, τότε η ανάπτυξη μπορεί να ξεπεράσει και τα προαναφερθέντα ποσοστά. Και αυτό γιατί αναμένεται ότι θα επιδράσει στην οικονομία το πλήθος των μέτρων που εξήγγειλε η κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη και πιθανολογείται ότι δεν θα είναι τόσο επιβαρυντική, όπως περιγράφεται, η αναμενόμενη μείωση της κατανάλωσης.
Επιπλέον, οι γνωρίζοντες επιμένουν ότι πέραν της εφετινής τουριστικής έκρηξης και της αυξημένης εξαγωγικής επίδοσης που κατεγράφη στους εθνικούς λογαριασμούς «τρέχουν» και οι ιδιωτικές επενδύσεις, η συνεισφορά των οποίων θα αρχίσει να εμφανίζεται στα τέλη του τρέχοντος έτους και να αποκτά δυναμική στο πρώτο εξάμηνο του εκλογικού 2023. Οι εξαιρετικές επιδόσεις της οικονομίας προσφέρουν σχετική ελευθερία κινήσεων στην κυβέρνηση. Ο κ. Μητσοτάκης μπορεί να γίνει πιο γαλαντόμος και, το κυριότερο, μπορεί να υποστηρίζει ότι η οικονομική πολιτική που ακολουθεί είναι αρκούντως αποτελεσματική και αποδοτική για τη χώρα και τους πολίτες της.
Αντιθέτως, όσοι επένδυσαν στα σενάρια οικονομικής κατάρρευσης εμφανώς λάθεψαν, γιατί απλούστατα δεν αξιολόγησαν επαρκώς τις μεταπανδημικές δυναμικές, ούτε την έντονη επιθυμία των πολιτών παγκοσμίως για ταξίδια, διασκέδαση και κατανάλωση. Και ακόμη δεν διέκριναν ότι τα διεθνικά επενδυτικά επιχειρηματικά σχήματα δεν πτοήθηκαν από του πολέμου τις πολλές συνέπειες, παρά αποδέχθηκαν την ευρωπαϊκή επιλογή για ταχεία απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και άρχισαν να επενδύουν μαζικά στις εναλλακτικές μορφές ενέργειας, στα νέα καύσιμα και γενικώς στην επανασύσταση των παραγωγικών δυνατοτήτων της Δύσης, υπό το βάρος και των επερχόμενων δραματικών συνεπειών του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής.
Ουσιαστικά η κυβέρνηση θα θελήσει να αξιοποιήσει τη δυναμική της οικονομίας και να μεταφέρει εκεί το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης, ώστε να ξεφύγει από τον κλοιό των υποκλοπών και μαζί να αναγεννήσει τις προσδοκίες των πολιτών. Χωρίς αμφιβολία ο κ. Μητσοτάκης τους επόμενους έξι μήνες θα «παίξει» το χαρτί της οικονομίας και της παραγωγικής ανασυγκρότησης, καθώς θεωρεί ότι πλεονεκτεί και πιστεύει ότι εκφράζει καλύτερα τα δυναμικότερα και παραγωγικότερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας.
Το ερώτημα που τίθεται είναι αν οι άλλες πολιτικές δυνάμεις θα καταφέρουν να απελευθερωθούν από την υπεραπλουστευτική εκπροσώπηση της όποιας διεκδίκησης και να οικοδομήσουν συνεκτική εναλλακτική οικονομική πρόταση, ικανή να υπερκεράσει την αποδοτική, σύμφωνα με τα στοιχεία, και ευθέως φιλελεύθερη του κ. Μητσοτάκη.